Στ(ρ)έλλα
Ας ξεμπερδεύουμε επιτέλους
μ’ ετούτο το σαρκίο
που σωρεύει αγωνίες κι ενοχές,
κάμαρες άδειες από πόθο
(μαυσωλεία
μιας κανονικής ζωής).
Κι αν ό,τι έπεται
προϋποθέτει ό,τι προηγήθηκε
αν μας ονοματίζει μόνο
ο αγέρας που λυσσομανά
αφού, έτσι κι αλλιώς,
προστακτικά μας ξεγυμνώνει
αποκαλύπτοντας
ανυπεράσπιστες τις ρίζες μας.
[Θέλω να πω, τα μάτια σου
έχουνε κάτι απ’ την πλαγιοδρομία ενός Θεού
επάνω στην ανθρώπινη μοίρα
και όπως στάζουν πάνω μου
σκοντάφτω σε γονατισμένες ανεμώνεςˑ
αμήχανες, όπως κι εγώ.]
Σ’ ένα πλεούμενο που παραπαίει ακυβέρνητο
μας προσεγγίζει ο λυγμός
κι απόφαση καμιά δεν παίρνουνε οι ναύτες του,
απλώς κωπηλατούν
μέχρι που να εξαντληθεί
η καταιγίδα.
[Όμοια με άδεια μήτρα-κέλυφος,
ποτέ δεν θα γεννήσω αστερίες
αν αφουγκράζομαι διαρκώς
τον φόβο.]
Τι κι αν ονειρευτήκαμε ταξίδια στ’ ανοιχτά,
άμαθοι στον ωκεανό
στο τέλος πάντοτε λιποψυχάμε.
[Θέλω να πω,
καιρός ν’ αλλάξουμε πια δέρμα
και με το φρέσκο μας πουκάμισο
να δοκιμάοουμε αλλιώς την ύβριν.]
ΥΓ.
Είμαι πια σίγουρηˑ
δεν έχω άλλη υποχρέωση
απ’ την αγάπη.
Χριστίνα Οικονομίδου
από τη συλλογή της Μ’ έναν χορό στο στόμα
εκδόσεις Απόπειρα, 2019