“Πουθενά μια ίσια επιφάνεια. Παντού τα μεγάλα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας. Γη λασπωμένη, βροχή μέσα στη μέρα και τη νύχτα. Η βροχή βγαίνει απ’ τη γη και γυρίζει στη γη. Κι’ όλα τα μάτια θέλουν να δουν έναν κάμπο που να μην τελειώνει. Κάπου, κάπου μικρά χωριά που καπνίζουν. Κανένας άνθρωπος στους λιθόστρωτους δρόμους. Καμμιά φωνή. Κάποτε ένα παιδί βγαίνει σε μια πόρτα και κοιτάζει χαμογελώντας. Μερικοί, όπως το βλέπουν, δακρύζουν, μα δε φαίνουνται τα δάκρυα. Ένας στρατιώτης κάτι δίνει στο παιδί και το χέρι του τρέμει. Τα πρόσωπα λασπωμένα, ο ιδρώτας παγωμένος στο μέτωπο, αξύριστα τα μάγουλα, καμπούριασαν οι ώμοι, σάπισαν τα παπούτσια στα πόδια, όμως κανείς δε σταματά. Και τ’ άσπρο άλογο προχωρεί αργά, σκύβει το κεφάλι, απ’ τα ρουθούνια του τρέχει αίμα, έχει τ’ αυτιά του κατεβασμένα. Κάποτε οι γυναίκες βγάζουν το πρόσωπό τους σ’ ένα παράθυρο, η κόκκινη γραμμή των χειλιών ακίνητη πάνου στο χιόνι, κάτου απ’ το σφιχτό φόρεμα η καμπύλη του στήθους, μα κανείς απ’ τους στρατιώτες δεν έχει επιθυμίες στα λιγνά του μέλη, δεν κοιτάζει το πρόσωπο των γυναικών, την καμπύλη του στήθους. Όλοι έχουν τα πόδια ως το γόνατο μέσα στη λάσποη, τα χείλη ξηρά, χωρίς αίμα, κάποιοι στηρίζουνται στους συντρόφους των να μην πέσουν. Κοιτάζουν μονάχα τα μεγάλα χιονισμένα βουνά, το ποτάμι με τις ψηλές όχθες. Έχουν λιώσει τα παπούτσια τους κ’ έχουν γεράσει τα πρόσωπά τους. Όμως όλο προχωρούν και ο πόλεμος δεν είναι πεια μακρυά.
Μέσα στη νύχτα σαν τυφλό διασχίζει το σκοτάδι τ’ άσπρο άλογο ακολουθώντας τη γραμμή που χαράζουν οι στρατιώτες με τα κουρασμένα τους βήματα πάνω στους λασπωμένους δρόμους της Αλβανίας. Έχω κλειστά τα μάτια γιατί κι’ αν τ’ ανοίξω δε θα βλέπω τίποτα, θα είναι πάλι σα να τάχω κλεισμένα. Μαύρη η γη, άπειρη μπροστά στα πόδια μας. Μαντεύω πως ανεβαίνουμε, το σώμα μου γέρνει προς τα πίσω, έπειτα πέφτει προς τα εμπρός, νοιώθω πως κατεβαίνουμε από μια πλαγιά απότομη. Άλλοτε είμαι σα μετέωρος και δεν καταλαβαίνω τίποτα. Σ’ αυτή τη χώρα ανεβαίνει και κατεβαίνει κανείς αδιάκοπα. Ο ύπνος μας βασανίζει ανυπόφορα. Βρέχει μαζί με τον αέρα κ’ οι σταγόνες μας χτυπούν το πρόσωπο. Άξαφνα σταματούμε. Κανείς δεν ξαίρει γιατί σταματήσαμε. Ίσως πολλοί να νομίζουν πως βαδίζουν ακόμα. Είναι τόσο διαφορετική η πορεία μέσα στη νύχτα. Κατεβαίνω απ’ τ’ άλογο, όμως δεν ξαίρω να περπατήσω, μου φαίνεται δεν έχω πόδια, δεν πατώ σε στερεό έδαφος. Ξαφνικά φλόγες μέσα στο σκοτάδι. Οι στρατιώτες άναψαν φωτιές να ζεσταθούν. Ανοιγοκλείνουν τα βλέφαρα τρομαγμένα. Είναι σα να φοβούνται το φως. Φαίνουνται κάποιοι τοίχοι σπιτιών πέτρινοι, ένας δρόμος λιθόστρωτος που κρημνίζεται στη νύχτα. Βρισκόμαστε σ’ ένα χωριό. Το χωριό είναι κλεισμένο στα σπίτια, τα σπίτια στο σκοτάδι. Μονάχα κάποιοι κύκλοι από φως και πέρα απ’ αυτούς η απέραντη μαύρη νύχτα. Κανείς άνθρωπος. Γύρω στις φωτιές παράξενα πρόσωπα αξύριστα, κουρελιασμένα, βρώμικα, λασπωμένα, μάτια που σφαλούν, ένα κεφάλι που πέφτει στο στήθος κομμένο απ’ τον ύπνο, ένα σώμα κολλημένο πάνου στον αγκώνα, ένα κρανίο που αναπαύεται σε μια πέτρα, ένα τρύπιο παπούτσι κολλημένο σε κάποιο μάγουλο, μια πλάτη που ακουμπάει σε άλλη πλάτη. Κάθουμαι γύρω στη φωτιά και παλεύω με το ύπνο. Όπως φυσάει ο αέρας οι φλόγες κάποτε μας αγγίζουν, γλύφουν τα πρόσωπα, σέρνουνται πάνου στα ρούχα και μυρίζει καμμένο μαλλί. Όμως κανείς δεν κουνιέται, δεν κάνει τον παραμικρό μορφασμό. Ούτε μιλάει κανένας. Ποιος ξαίρει αν υπάρχει ή δεν υπάρχει. Ίσως κάποιος νειρεύεται γι’ αυτό κάτι ψιθυρίζει. Τι να νειρεύεται ένας όταν βρίσκεται μισό βήμα πριν απ’ το θάνατο! Κάποιοι σου φαίνονται σαν τα μικρά παιδιά που κοιμούνται αφού κουράστηκαν παίζοντας όλη τη μέρα. Η βροχή μαστίζει τον ύπνο. Τα πρόσωπα σβήνουν. Πού τα είδες, πότε τα γνώρισες αυτά τα πρόσωπα; Είναι σα να τα είδες πριν από χρόνια πολλά, σα να τα γνωρίζεις πάντα, κ’ ίσως αύριο δεν θα τα ξαναδείς, ούτε θα σε ξαναδούν. Η φωτιά σβύνει και γεμίζουν πάλι τα κλαμένα μάται απ’ το μαύρο σκοτάδι.
Η νύχτα πηγαίνει πάντα πριν απ’ τ’ άσπρο άλογο που είναι λιγνό όπως το καλάμι και δεν έχει τη δύναμη να βγάλει τα πόδια του απ’ τη λάσπη. Η βροχή νύχτα και μέρα σέρνεται στο πρόσωπό μου, περνάει στο κορμί, κατεβαίνει ως τα πόδια, και διώχνει τον ύπνο, γαιτί μονάχα μ’ ανοιχτά μάτια κατορθώνω κάποτε να κοιμηθώ πάνου στ’ άλογο που μόλις με σηκώνει στη ράχη του. Γύρω στα πόδια μου πάγωσε το νερό που περνάει απ’ τα παπούτσια μου που σαπίσαν. Ο χρόνος έγινε ένας κύκλος που γυρίζει χωρίς να σταματά, απ’ τα δεξιά προς τ’ αριστερά, απ’ τ’ αριστερά προς τα δεξιά, μέσα στο κεφάλι μου. Το κράνος μου σφίγγει τους κροτάφους κι’ έκανε μια κόκκινη γραμμής στο μέτωπό μου. Τα πόδια μουδιάζουν, δεν είναι συνέχεια απ’ το σώμα μου, έγιναν δυο κομμάτια ξύλα ποτισμένα απ’ τη βροχή. Δεν είμαι πεια άνθρωπος παρά ίσως ένα φάντασμα πάνου στο άσπρο άλογο που κάθε μέρα λιγνεύει περισσότερο.
Βαδίζουμε ανάμεσα στα μεγάλα χιονισμένα βουνά αυτής της παράξενης μακρυνής χώρας. Τ’ άσπρο άλογο έχει κατεβασμένο το κεφάλι του κι’ όλο προσέχει να μην πατήσει τα ψόφια άλογα που βρίσκουνται ανάσκελα πάνου στο δρόμο με πρισμένη την κοιλιά και τα πόδια τεντωμένα στον ουρανό. Οι στρατιώτες μιλάνε μέσα στη νύχτα:
– Θ’ αργήσει να τελειώσει ο πόλεμος. Θ’ αργήσει να τελειώσει ο πόλεμος. Μάτωσαν τα πόδια μου απ΄ τα παπούτσια.
– Η πλάτη μου καμπούριασε απ’ το βάρος. Θα μείνω στο δρόμο.
– Λυγίζουν τα γόνατά μου. Δεν θα μπορέσω να προχωρήσω.
– Τι παράξενη αυτή η γη της Αλβανίας.
– Θα πνιγούμε μέσα στη λάσπη της.
– Μαύρος ο πόλεμος σαν την κόλαση.
– Όμως αυτός ο πόλεμος είναι δίκαιος.
– Δεν μπορεί να μας υποτάξει ο φασισμός του Μουσσολίνι.
– Δεν πρέπει να υπάρχει κανένας φασισμός στον κόσμο.
– Θα πολεμήσουμε για να μην υπάρχει κανένας φασισμός στον κόσμο.
– Ποιος έχει ένα σπίρτο;
– Δεν επιτρέπεται καθόλου φως.
– Θα πεθάνω μέσα στη θλίψη του φθινοπώρου χωρίς να μου κλείσει κανείς τα μάτια.
– Ο θάνατος που θα μας βρει δε θα πέσει από κάποιο άστρο.
– Όμως θα θέλαμε να πεθάνουμε για να χωρέσει ο γαλάζιος ουρανός στα μάτια μας, για να μην υπάρχει πεια ο πόλεμος. Μα ο Θεός που περιμένει πίσω από αμέτρητες πόρτες, σα να τρομάτζει τους ανθρώπους τώρα δε θα μας ανοίξει ούτε μια απ’ αυτές για να περάσουμε. Το αίμα μας θα ανακατωθεί με τη λασπωμένη γη.
– Πώς θα παρουσιαστούμε μπροστά στον Κύριο! Θεέ μου, γιατί αφήνεις τους ανθρώπους να σκοτώνουνται μεταξύ τους…”
Στέλιος Ξεφλούδας
απόσπασμα από το βιβλίο του
Άνθρωποι του μύθου: τετράδια από τον πόλεμο της Αλβανίας
1946