«Γιόγκα» του Emmanuel Carrère
Σε μετάφραση του Γιώργου Καράμπελα κυκλοφόρησε το 2021 από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου το βιβλίο αυτό του Καρέρ που μοιάζει με συμπίλημα ανεξάρτητων κειμένων. Τα κείμενα αυτά συναρμόζονται μαζί εξαιτίας μιας ενιαίας και συνεπούς συνθήκης που διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο και δεν είναι παρά η ειλικρινής και ανεξάντλητη προσπάθεια του πρωταγωνιστή, ο οποίος πάσχει – όπως μαθαίνουμε στην πορεία – από μανιοκατάθλιψη, να επιστρέφει ολοένα στον εαυτό του για να τον αποκρυπτογραφεί όσο καλύτερα μπορεί, με την ελπίδα ότι κάποτε θα αντικρίσει την αλήθεια: «Πρέπει να χωθείτε στα βάθη του εαυτού σας. Μόνο διασχίζοντάς τα θα φτάσετε στην πραγματικότητα» (σελ. 88).
Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να μετατρέψει το βιβλίο σε έναν μαραθώνιο ή μια οδύσσεια αυτογνωσίας, όμως οι αφηγούμενες ιστορίες ειναι πολλές και ποικίλες, με αποτέλεσμα η προσπάθεια αυτή να μπαίνει πολλές φορές σε δεύτερο πλάνο μπροστά στην κάθε λογής δράση (νοητική, φιλανθρωπική, ερωτική, φιλική κ.ά.) που γίνεται αντικείμενο αφήγησης στο βιβλίο. Ωστόσο παραμένει πάντα εκεί, μια σκιά ενοχλητική, μια ευθραυστότητα που προοιωνίζεται μόνο δυσάρεστα πράγματα, μια απειλή.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου περιέχει την καταγραφή των προσπαθειών του πρωταγωνιστή να μπει σε retreat: να απομονωθεί κάπου ώστε να μπορέσει να διαλογιστεί με βάση τις τεχνικές της γιόγκα και του τάι τσι. Παράλληλα, διατρανώνει την απόφασή του να γράψει ένα βιβλίο για τη γιόγκα, ενώ δεν λείπουν οι νουθεσίες προς όποιους θέλουν να δουν την πραγματικότητα καθαρά, απεγκλωβισμένοι από την αίσθηση του εγώ που κρύβει την ουσία της ύπαρξης.
Όμως στο δεύτερο μέρος, ο πρωταγωνιστής αναγκάζεται να φύγει άρον-άρον από το μέρος του διαλογισμού και την απομόνωσή του, μετά τα γεγονότα με το Charlie Hebdo, τα οποία στοιχίζουν τη ζωή σε έναν φίλο του. Ακολουθεί, στο τρίτο μέρος, μια μείζονα κρίση μανιοκατάθλιψης, η οποία τον αναγκάζει να νοσηευτεί σε ψυχιατρικό νοσοκομείο και να αντιμετωπίσει έναν-έναν τους εφιάλτες του. Όταν αυτοί κοπάζουν, φεύγει για ένα ρεπορτάζ στη Βαγδάτη, κατόπιν για διακοπές στην Πάτμο και καταλήγει στη Λέρο όπου συμμετέχει σε ένα εργαστήρι δημιουργικής γραφής για νεαρούς πρόσφυγες.
Μα όλα αυτά δεν γίνονται στο πόδι. Η αφήγησή τους, υπό το πρίσμα της ψυχικής υγείας του πρωταγωνιστή που συνιστά διαρκή υπονόμευση της πορείας του, είναι βαθιά και αποκαλυπτική. Εκείνος έχει βρεθεί αρκετά μακριά, μπροστά στα μάτια ανήλικων προσφύγων που έχουν χάσει τα πάντα. Σιγά-σιγά ξαναβρίσκει τον εαυτό του, ερωτεύεται, διαψεύδεται, αμφιβάλλει. Πάντα, πάντα όμως επιστρέφει μέσα του και προσπαθεί να σωθεί, προσπαθεί να αγαπήσει, να τα καταφέρει στη ζωή, ως οφείλει γιατί η ζωή του στάθηκε ευνοϊκή και του πρόσφερε αγάπη, έστω κι αν ο ίδιος δεν έμαθε ποτέ ν’ αγαπάει. Και κάπου εκεί, κάπως έτσι νιώθει τελικά ευτυχισμένος που είναι ζωντανός.
Παρά τον τίτλο του λοιπόν, το βιβλίο έχει λίγο να κάνει με γιόγκα έτσι όπως την ξέρουμε ή τη φανταζόμαστε: μια σειρά από πρακτικές ασκήσεις επικεντρωμένες στην αναπνοή που στόχο έχουν να σε κάνουν να ζεις στο τώρα. Ίσως πάλι και να είναι η επιτομή της.
«Πρώτη φορά μαμά: Ιστορίες μητρότητας για γέλια και για κλάματα» της Έφης Μόρδου
Με άκρως bloggerίστικη διάθεση η Έφη Μόρδου εμπλούτισε τις αναρτήσεις του blog της protiforamamma.blogspot.com και τις συνάρμοσε μαζί για να γράψει αυτό το βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γραφή στα μέσα του 2024. Όπως γράφει στο εισαγωγικό της σημείωμα, «Το protiforamamma μου έκανε παρέα τις ατελείωτες ώρες του θηλασμού της κόρης μου, ενώ ταυτόχρονα μου έδινε μια ψευδαίσθηση δημιουργικότητας, σε μια περίοδο που δεν έκανα τίποτα άλλο από το να θηλάζω και ν’ αλλάζω πάνες. Μεγάλωνε το blog παρέα με την κόρη μου κι εγώ το αγάπησα -σχεδόν- όσο κι αυτήν».
Πρακτικές λοιπόν συμβουλές, γκάφες, αγωνίες, ατελείωτα ξενύχτια, πάνες, εμετοί, χαμόγελα, πρώτες κουβεντούλες, ζεστά πατουσάκια, όλα παρελαύνουν από τις σελίδες του απολαυστικού αυτού βιβλίου που απευθύνεται σε όλες όσες σχεδιάζουν να γίνουν μανούλες, σε όσους είναι ήδη γονείς, αλλά και σε όσους δεν έτυχε ή δεν θέλησαν να γίνουν, θέλουν όμως να αφουγκραστούν τι σημαίνει το… σπορ.
Ένα μικρό απόσπασμα ως δείγμα γραφής:
Πίστα-πίστα τον καημό μου
Το να μεγαλώνεις ένα παιδί είναι σαν να παίζεις ένα καινούργιο παιχνίδι στον υπολογιστή. Ξεκινάς και δεν έχεις ιδέα πώς παίζεται. Σου φαίνεται συγκλονιστικά δύσκολο και άγνωστο, αλλά σιγά-σιγά εξοικειώνεσαι, ώσπου τελικά νιώθεις πως το έχεις και χαλαρώνεις. Κι εκεί που είσαι cool και άνετος, ολοκληρώνεις την πρώτη πίστα και πας στην επόμενη. Που είναι σαφώς πιο δύσκολη. Και ξαναχάνεις την μπάλα, φτου κι απ’ την αρχή. Βρίσκεις τα κόλπα με μεγάλο κόπο, τα κλειδιά και τα κουμπιά αυτής της πίστας, αλλά πριν καλά-καλά το καταλάβεις έχεις περάσει στην επόμενη, που είναι έτη φωτός πιο δύσκολη. Και κάπως έτσι, περνάει ο καιρός…
Στην αρχή, για παράδειγμα, χαώνεσαι με την αλλαγή πάνας και τον θηλασμό. Σύντομα γίνεσαι expert και χαλαρώνεις, αλλά το μωρό έχει αλλάξει πίστα και πάνω που είχες καταβολευτεί με τον θηλασμό, αυτό το άτιμο αρχίζει να τρώει αλεσμένα. Ενώ είσαι σίγουρη πως εκεί που το ακούμπησες εκεί και θα το βρεις, ξαφνικά, αρχίζει να μπουσουλάει και να αλωνίζει όλο το σπίτι με ταχύτητα ερπετού. Ίσα που προλαβαίνεις να γεμίσεις τον τόπο προστατευτικές γωνιές και να απομακρύνεις όλα τα αντικείμενα-ναρκοπέδια, κι αυτό το σκασμένο σηκώνεται στα δύο. Τότε είναι που αρχίζεις να τρέχεις πανικόβλητη για να προλάβεις το κακό. Και πάει λέγοντας.
[…]
Το ήξερα πια πολύ καλά, κάθε φορά που έβρισκα τα κόλπα μιας πίστας και μου έμοιαζε περίπατος, ξαφνικά βρισκόμουν στην επόμενη. Χωρίς το manual.
Όπως είχα διαβάσει κάπου όμως, «όταν έχεις παιδιά, τα χρόνια περνάνε πολύ γρήγορα. Οι μέρες είναι ατελείωτες».