“Στραβό αλέτρι” του Ιταμάρ Βιέϊρα Ζούνιορ
Ήλια Λούτα

Ο  Ιταμάρ Βιέϊρα Ζούνιορ γεννήθηκε το 1979 στο Σαλβαδόρ της πολιτείας Μπαΐα στη βορειοανατολική Βραζιλία. Σπούδασε Γεωγραφία και είναι κάτοχος διδακτορικού στις Εθνοτικές και Αφρικανικές σπουδές. Η έρευνά του επικεντρώθηκε στη διαμόρφωση  των κοινοτήτων Κιλόμπο στην ενδοχώρα της  βορειοανατολικής Βραζιλίας. Από τον 16ο ως και τον 19ο αιώνα χιλιάδες φυγάδες σκλάβοι κατέφυγαν σε ακατακοίτητα μέρη και οργανώθηκαν σε αυτόνομες κοινότητες –  κιλόμπο, αντιδρώντας στις συνθήκες της αποικιοκρατίας. Στο πέρασμα των αιώνων βίωσαν συστηματική καταπίεση και μόνο το Σύνταγμα του 1983 τους αναγνώρισε το δικαίωμα ιδιοκτησίας της γης τους. Με βάση την επιστημονική του κατάρτιση και με  ξεκάθαρη θέση κατά της αποικιοκρατίας, του ρατσισμού και της ανθρώπινης εκμετάλλευσης, ο συγγραφέας με τη  μυθιστορηματική του ματιά  ρίχνει φως στη ζωή αυτών των ανθρώπων, των μεγάλων αδικημένων  της ιστορίας, και  μέσα από την αφήγησή του αναπλάθει τη γεμάτα βάσανα  ιστορία τους.

Το βιβλίο περιγράφει τη  σκληρή ζωή  των αφροβραζιλιάνων ακτημόνων που εργάζονταν στο αγρόκτημα της Αγκουα Νέγρα, σε μια από τις φτωχότερες περιοχές της χώρας, απόγονοι των σκλάβων, άνθρωποι  που καταπιέστηκαν αφόρητα από τους γαιοκτήμονες που τους επισκέπτονταν μονάχα για να εισπράξουν το μερίδιο της σοδειάς. Ξεκινά  περιγράφοντας την ανέλπιδη και χωρίς δικαιώματα ζωή τους και τη δύσκολη και κοπιαστική  καθημερινότητά τους και μέσα από μια συναρπαστική ιστορία και αφήγηση καταγράφει την πορεία ολόκληρη από την καταπίεση και την εκμετάλλευση μέχρι την αφύπνιση της συλλογικής διεκδίκησης και του αγώνα για ελευθερία και μόρφωση.

Χωρισμένο σε τρεις ενότητες με τρεις διαφορετικούς αφηγητές, και οι τρεις τους γυναίκες, ξεδιπλώνει την ιστορία αυτών των ανθρώπων που πάλεψαν με τη γη και τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης και αναφέρεται στους αγώνες τους μέχρι και την τελική απελευθέρωσή τους. Η πρώτη ενότητα ονομάζεται “Κόψη του μαχαιριού” με αφηγήτρια τη μεγάλη αδερφή, η δεύτερη “Στραβό αλέτρι” με αφηγήτρια τη Μπελονίζια και η τρίτη “Ποταμός αίματος” όπου το ρόλο του αφηγητή έχει μια γητεμένη που τριγυρνά αναζητώντας ένα σώμα που θα μπορούσε να τη δεχτεί. Η κάθε αφηγήτρια βλέπει το θέμα από τη δική της οπτική, όλες οι φωνές μαζί όμως, συμπληρωματικά και όχι διαχωριστικά συμπληρώνουν και ολοκληρώνουν την ιστορία.

Πρόκειται για ένα βιβλίο που συνδυάζει πολύ επιτυχημένα τον μαγικό με τον κοινωνικό ρεαλισμό και διαβάζεται απνευστί, καθώς με μια αφήγηση γλαφυρή και πολύ συγκινητική και ενώ θυμίζει παραμύθι, αφηγείται τη σκληρή αλήθεια των απογόνων των σκλάβων. Ο συγγραφέας καταφέρνει να αιχμαλωτίσει μεμιάς το ενδιαφέρον του αναγνώστη με την πολύ εντυπωσιακή αρχή που τον αιφνιδιάζει. Δυο αδερφές, δυο μικρά κορίτσια, η Μπιμπιάνα και Μπελονίζια, ανακαλύπτουν τυχαία στη δερμάτινη βαλίτσα της γιαγιάς ένα μαχαίρι  με λαβή από ελεφαντόδοντο, τυλιγμένο σε ένα πανί γεμάτο σκουρόχρωμους λεκέδες. Το εκθαμβωτικό εύρημα τις συναρπάζει και μαγεμένες θαρρείς από την υπέροχη λάμψη του αντικειμένου αποφασίζουν να δοκιμάσουν τη γεύση του γυαλιστερού μετάλλου. Γρήγορα όμως η γεύση της λάμας θα αναμειχθεί με τη γεύση του ζεστού αίματος που κυλά μέσα από τα μισάνοιχτα χείλη τους και θα οδηγήσει σε ένα αποτρόπαιο ατύχημα που θα σημαδέψει τις ζωές τους και θα τις δέσει για πάντα, καθώς η μια θα γίνει η φωνή της άλλης. Η ιστορία του μαχαιριού θα είναι αυτή που θα ενώσει τελικά και ολόκληρη την αφήγηση, αφού πέρα από το συγκεκριμένο συμβάν φωτίζει αφηγηματικά  και ολόκληρο  το παρελθόν.

«Ηταν ένα συμβόλαιο ζωής, που ένωνε, από τη μοιραία εκείνη μέρα που το μαχαίρι της Ντονάνα είχε σκίσει στα δυο την ιστορία μας, κόβοντας μια γλώσσα, εμποδίζοντας την παραγωγή ήχων, πληγώνοντας τη ματαιοδοξία μιας Σειρήνας των λιμνών και των ποταμών, δυο αδερφές οι οποίες είχαν γεννηθεί από την ίδια κοιλιά σε διαφορετικό χρόνο».

Ενώ, όμως, ο συγγραφέας ουσιαστικά αφηγείται μια τραχιά και σκληρή ιστορία, ο κόσμος και ο χώρος που τοποθετεί τους ήρωές του δεν παρουσιάζεται (λογοτεχνικά τουλάχιστον) τόσο αποτρόπαιος, και αυτό συμβαίνει γιατί μέσα από τον ιδιαίτερο χειρισμό του θέματός του καταφέρνει να φωτίσει και να ενδυναμώσει τις ανθρώπινες σχέσεις που αναπτύσσονται εντός της κοινότητας και να δώσει άπλετο χώρο στα συναισθήματα αυτών των ανθρώπων. Μέσα από τις  σχέσεις που δημιουργούνται  στην πλοκή, συχνά αναδύεται μια ιδιαίτερη αγάπη, αποδοχή και  μια αλληλεγγύη που ζεσταίνει την ατμόσφαιρα,  κάνοντας συγχρόνως αυτούς τους ανθρώπους πολύ προσεγγίσιμους, αξιαγάπητους,  ενδιαφέροντες και δυναμικούς.

«Ηταν ο φόβος αυτού που τον είχαν ξεριζώσει από τη γη του. Ο φόβος να μην αντέξεις το ταξίδι, θαλάσσιο και επίγειο. Ο φόβος της τιμωρίας, της δουλειάς, του ανελέητου ήλιου, των πνευμάτων εκείνων των ανθρώπων. Ο φόβος να βαδίσεις, να μην ενοχλήσεις, να υπάρξεις. Φόβος να μην αρέσει αυτό που είσαι, αυτό που κάνεις, να μην αρέσει η μυρωδιά σου, τα μαλλιά σου, το χρώμα σου. Να μην τους αρέσουν τα παιδιά μας, τα τραγούδια μας, η αδελφότητά μας. Οπου και να πηγαίναμε, βρίσκαμε έναν συγγενή, ποτέ δεν είμαστε μόνοι. Οταν δεν είμαστε συγγενείς, γινόμαστε συγγενείς. Η αξία μας έγκειται στο ότι μπορέσαμε να προσαρμοστούμε, να χτίσουμε την αδερφοσύνη μας, αν και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να μας αποδυναμώσουν».

Η ζωή τους είναι  συνυφασμένη με τη γη και τη σκληρή δουλειά. Φυτεύουν ρύζι στους υγρότοπους, ξυπνούν πριν φανεί ο ήλιος στον ορίζοντα και συχνά αντιμάχονται τις δύσκολες καιρικές συνθήκες που τους φέρνουν ξηρασία. Είναι ωστόσο, δεμένοι σε μια μικρή αλληλέγγυη κοινωνία, εμποτισμένη με δοξασίες, μαγείες, τελετουργικά που γιορτάζουν με φαί και ποτό, γητεμένους και πνεύματα που μπαίνουν μέσα σε ανθρώπινα σώματα. Μέσα από τις σελίδες ξεπηδούν ολοζώντανες εικόνες της φύσης, αλλά και δοξασίες, θρύλοι, μύθοι και ιστορίες που κάνουν ένα άνοιγμα στο υπερβατικό, εκεί που η πραγματικότητα είναι στενή και περιοριστική για να αντιμετωπίσει από μόνη της τα προβλήματα. Ετσι, το μη πραγματικό και το αλλόκοτο παίρνει τη θέση του στην καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων για να γλυκάνει ή να εμπλουτίσει τη ζωή τους.

Επίσης, δεν είναι τυχαίο που οι φωνές που ακούγονται στην αφήγηση είναι γυναικείες, καθώς οι γυναίκες μιοάζουν να είναι αυτές που ουσιαστικά κινούν τα νήματα της ιστορίας. Είναι αυτές που ενδεχομένως σε κάποιες περιπτώσεις είναι θύματα της κακοποιητικής συμπεριφοράς των ανδρών, θύματα των αντιλήψεων μιας πατριαρχικής κοινωνίας, ωστόσο από μέσα τους αναδεικνύεται αυτή η αυθεντική γενετήσια δύναμη που είναι ικανή να διαταράξει τη ροή των γεγονότων, να δημιουργήσει τη νέα γη της αγάπης και να συμβάλει στη δημιουργία ενός καινούργιου κόσμου.

Τέλος αξίζει να αναφερθεί μια φράση στην αρχή του βιβλίου του Ραντουάν Νασσάρ, ενός βραζιλιάνου συγγραφέα που μοιάζει να συμπυκνώνει όλο τον κύκλο της αφήγησης.

«Η γη, το σιτάρι, το τραπέζι, η οικογένεια (η γη).
Στον κύκλο αυτό, έλεγε ο πατέρας μου στα κηρύγματά του,

υπάρχουν αγάπη, δουλειά, χρόνος».     

Περισσοτερα αρθρα