Προσδοκώ ανάστασιν ζωντανών
Μετά το «Έξοδα νοσηλείας (2020), που τιμήθηκε με το Ειδικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για έργο που προάγει σημαντικά τον διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα, το αξιοσύστατο «Χιόνι των Αγράφων» (2021) που απέσπασε το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Ο Αναγνώστης» και το ανατρεπτικό ποιητικό «Γυναικών τε» (2023), ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης εξέδωσε μέσα στο 2024 το «Νώε» (εκδόσεις Κίχλη), ένατο μυθοπλαστικό έργο του, με θέμα την οδύσσεια ενός ανθρώπου που προσπαθεί να επιβιώσει μετά από έναν Κατακλυσμό. Στο παρόν βιβλίο, μπορεί να δίνεται αρχικά η εντύπωση πως η ιστορία διαδραματίζεται σ’ έναν μυθιστορηματικό και απροσδιόριστο χρόνο, στην πορεία όμως, αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για την αλληγορική, λογοτεχνική απόδοση ενός υπαρξιακού δράματος και μιας οικολογικής καταστροφής που έχει ήδη συντελεστεί και της οποίας οι αιτίες, οι προεκτάσεις και οι συνέπειες έχουν ήδη πλήξει με πείνα, αρρώστιες, προσφυγιά, εξαθλίωση, έως και πλήρη αφανισμό, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού του κόσμου, όπου κι αν βρίσκεται, σε όποια χώρα, πόλη, χωριό, σε κάθε τόπο και γωνιά του πλανήτη.
Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας καταθέτει, το βιβλίο του γράφτηκε πέντε μήνες πριν από τις πλημμύρες της Θεσσαλίας, τον Μάρτη του 23, και είδε την ιστορία του να επαληθεύεται «στα λασπόνερα που βύθισαν ολόκληρο τον Κάμπο, στα κατεστραμμένα αντιπλημμυρικά έργα και τα ψάρια που βγήκαν στις πλατείες της Λάρισας, ως ακόμη μια επιβεβαίωση της ανθρώπινης αδυναμίας μπροστά στην οικολογική κατάρρευση»*. Σε ένα παρόμοιο δράμα, λοιπόν, σε μια ανάλογη καταστροφή επικεντρώνεται, σ’ αυτά οφείλει, μεταξύ άλλων, τη αρχική του σύλληψη. Το κεντρικό πρόσωπο στο «Νώε» του Χατζημωυσιάδη ─ σαφώς διαφορετικό από τον χαρακτήρα που εμπνεύστηκε ο Μένης Κουμανταρέας στο ομώνυμο βιβλίο του, που εκδόθηκε το 2001─, είναι ένας σιωπηλός και αμήχανος Οδυσσέας που «λάμνει για πολλές μέρες χωρίς προορισμό, ενώ πολύ μακριά στο βάθος βλέπει τις κορυφές κάποιων βουνών, νησιά πια και όλη η υπόλοιπη στεριά, καταποντισμένη […] υπολείμματα ενός πολιτισμού που χάνεται». Ταυτόχρονα, είναι ένας δεινός παραμυθάς που ενώ ακολουθεί το ένστικτο της επιβίωσης και συνεχίζει να παλεύει με το υγρό στοιχείο, δεν σταματά να παίρνει δύναμη από τις ιστορίες και τα γραπτά του.
«Ποιος είπε ότι από χώμα είμαστε και στο χώμα επιστρέφουμε; Εγώ λέω ότι απ’ το νερό προήλθαμε και στο νερό επιστρέφουμε». Η ενδοσκοπική αφήγησή του, εκτός από την αμεσότητα της απεύθυνσης προς τον εαυτό, τη συναισθηματική φόρτιση και την εμπύρετη καταγραφή των γεγονότων στο ημερολόγιο που κρατάει, φέρει μέσα της έναν διάχυτο λυρισμό καθώς και πολλές πολιτικές, κοινωνικές και φιλοσοφικές απόψεις και κρίσεις∙ στοχασμούς για την τέχνη, ακόμη και εγκιβωτισμούς ανορθόδοξων και ευφυώς παραλλαγμένων θρησκευτικών όρκων, αποσπασμάτων από την Παλαιά Διαθήκη και ανατρεπτικών παραμυθιών∙ η παράθεση των οποίων μέσα στον κορμό της αφήγησης δίνει ευρύτερο νόημα και διάσταση στον ψυχισμό και την ατομική περιπέτεια του αφηγητή τους∙ μια αφήγηση όπου η αμεσότητα και η σωματικότητα κυριαρχούν.
«Από την εικόνα ενός βαρκάρη ξεκίνησε το βιβλίο», μας λέει ο συγγραφέας του, «από τη μορφή εκείνου του γεροβαρκάρη που κάνει κουπί ανάμεσα στα βυθισμένα σπίτια του χωριού του, η καταστροφή και η ανθρωπιά συμπυκνωμένες σε μια φωτογραφία που θα θυμόμαστε για χρόνια». Και έχοντας τον νου του στραμμένο σ’ αυτόν τον απλό και ανώνυμο βιοπαλαιστή καθώς και σε άλλες παρόμοιες καταστροφές ανά τον πλανήτη, προτάσσει τη φωνή του συγγραφικού alter ego του, του συνειδητοποιημένου, εξεγερμένου διανοούμενου και φανατικού story teller, ο οποίος, παρ’ όλη την ευφυΐα, τη φαντασία και τις παθιασμένες πνευματικές αναζητήσεις του, όντας συνηθισμένος στην καθημερινότητά του να καταφεύγει στις ευκολίες της σύγχρονης τεχνολογίας, δεν ξέρει τώρα πώς να αντιμετωπίσει την νέα κατάσταση χρησιμοποιώντας πρακτικά το μυαλό του.
Πρόκειται για την περιπέτεια ενός σύγχρονου Ροβινσώνα ο οποίος, όμως, αν και βρίσκεται ακόμα μέσα στον ζόφο των ανθρωπίνων, συνεχίζει να πιστεύει στην καλή πλευρά των πραγμάτων. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, τόσο με το μυαλό όσο και με το σώμα του, νιώθει, συνειδητοποιεί, αντιλαμβάνεται ότι πλέον, ο τόπος και ο χρόνος του δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ ο τόπος και ο χρόνος του ανθρώπου της Δύσης. «Παλιότερα πίστευα πως κάπως έτσι θα ’ναι η ευτυχία, η αθανασία, ακόμη και ο θάνατος – μια αδιατάρακτη από τον χρόνο και από τους ανθρώπους κατάσταση μακαριότητας. Όσο μάλιστα ήμουν έφηβος, ήθελα να σπάσω όλα τα επιτραπέζια, τα κουρδιστά ρολόγια, που μες στην ησυχία της νύχτας δοκίμαζαν τις υπαρξιακές μου αγωνίες με τα ακατάπαυστα τικ τακ τους, και το ξυπνητήρι που, όταν χτυπούσε, σηκωνόταν όλη η γειτονιά στο πόδι», λέει απευθυνόμενος στον εαυτό του και πλέον νιώθει ανακουφισμένος. Ο χρόνος που βιώνει περιπλανώμενος, καθώς και αυτός στον οποίο θα κινηθεί και θα υπάρξει στο μέλλον, δεν έχει και δεν θα έχει τίποτα το κοινό με τα αυστηρά όρια, τα άκαμπτα διαγράμματα, τα αμείλικτα deadline των αναθέσεων και της συγγραφής.
«Εδώ δεν υπάρχουν ημερομηνίες, λεπτοδείκτες, χρονόμετρα και ξυπνητήρια, ο χρόνος ακολουθεί ευθύγραμμη πορεία, σαν τα καρδιογραφήματα του θανάτου, είναι κενός από έγνοιες, βιασύνες, προγραμματισμένα ραντεβού, θρησκευτικές γιορτές και εθνικές επετείους. Ξημερώνει, μεσημεριάζει, βραδιάζει κι έρχεται πάλι το ξημέρωμα δίχως να συμβαίνει τίποτα το αξιομνημόνευτο. Ο χρόνος εδώ δεν έχει χρόνο», σκέφτεται και καθώς οι μέρες περνούν, παίρνει δύναμη από τις μνήμες του, ζει από αυτές και τη αναπόληση αγαπημένων μορφών, ευτυχισμένων στιγμών, ακόμη και τραγουδιών∙ εμψυχώνεται από παλιά διαβάσματα, αρχαίους μύθους, δοξασίες, βιβλία και κλασσικά έργα της τέχνης και του πολιτισμού, από την αρχαιότητα, την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό αλλά και σύγχρονα∙ προπάντων τώρα που πολλά εξ αυτών, τα περισσότερα ή ακόμη και όλα, ίσως να έχουν καταστραφεί, να έχουν θαφτεί κάτω από τη λάσπη, κάτω από τα μαύρα νερά του κατακλυσμού, μαζί με το κοινό που τα αγάπησε, τους δημιουργούς τους κι εκείνους που τα ερμήνευαν και σχολαστικά τα συντήρησαν για αιώνες, με σκοπό να τα παραδώσουν όσο καλύτερα διατηρημένα στους επόμενους.
«Τελικά σε τούτη τη βάρκα μόνο οι μνήμες μένουν ζωντανές. Λάμνοντας καλώ κάποιους από τους συνεπιβάτες μου –Μοντιλιάνι, Ροβεσπιέρο, Καντ, Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα, Λεονάρντο ντα Βίντσι, Ντ’ Αλαμπέρ, Αμέρικο Βεσπούτσι, Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, Χέγκελ, Χέλντερλιν, Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι–, κανείς όμως δεν παίρνει τον λόγο να μου απαντήσει». Άραγε, θα υπάρξουν «επόμενοι»; Και αν ναι, ποια θα είναι η όψη, η στάση, η γλώσσα, η συμπεριφορά τους; Μετά την απώλεια τόσων ψυχών ─μεταξύ αυτών κι εκείνη η γυναίκα με το μωρό, που την ανέσυρε από τα νερά, την έχρισε «Εύα» και νοερά της έδωσε κουπιά και πηδάλιο, χωρίς όμως να καταφέρει και να τη σώσει─, συνεχίζει να κωπηλατεί με μοναδικό συνεπιβάτη τον σκύλο που είχε πηδήξει στη βάρκα του, ενώ οι παραισθήσεις από την ψυχική και τη σωματική εξάντληση απαλύνουν κάπως τον πόνο του και μετριάζουν την απόγνωση και τον πανικό του∙ τον αποδυναμώνουν όμως, τον συγχύζουν και τον αποπροσανατολίζουν. Κωπηλατώντας ακατάπαυστα, παίρνοντας δύναμη από τον ρυθμό κάποιου αρχαίου κειμένου ή από κάποιο απόσπασμα από τον Προμηθέα και τον Οιδίποδα, πλέει προς το πουθενά, συνειδητοποιώντας τη δεινή θέση του αλλά και τη μοναδική ευκαιρία που του παρουσιάζεται: εφόσον επιβιώσει, να ελευθερωθεί, να ζήσει επιτέλους, κύριος του εαυτού του. Νοιάζεται για τα όντα και τα είδη που εξαφανίζονται, πενθεί γι αυτά, αλλά αν του έλεγαν τι θα διέσωζε πρώτο αν ήταν στο χέρι του, μάλλον τα έργα του ανθρώπου και τον πολιτισμό του θα επέλεγε, αυτά θα φρόντισε πρωτίστως να διαφυλάξει. Από σύμπτωση ίσως, ο σκύλος, το μόνο ζωντανό ον που τον συνοδεύει, έχει χαραγμένο στο περιλαίμιό του το όνομα «Παρασκευάς», ίδιο με το όνομα που έδωσε ο Ροβινσώνας Κρούσος στον ιθαγενή φυγάδα και μοναδικό του σύντροφο.
Δεν έχει ψευδαισθήσεις, γνωρίζει: «Τα πάντα ασάλευτα, σκεπασμένα από νερό: «το διαμέρισμα, το αυτοκίνητο, οι χώροι ψυχαγωγίας, όλοι οι γνωστοί, οι φίλοι κι οι συγγενείς μου έγιναν φωλιές για μαλάκια και χέλια στα βάθη της θάλασσας». Τι περιμένει να βρει στην άκρη της μέρας (ή μάλλον του σκότους που τον περιβάλλει), αν όχι έναν κόσμο ακόμη πιο δυστοπικό και απόκοσμο; Σε κάθε περίπτωση, δεν παύει να οραματίζεται τη σωτήρια κατάληξη σε έναν πλανήτη μέσα στον οποίο το είδος των ομοίων του θα συμπεριφέρεται με σεβασμό προς τη φύση και σε αρμονία με τους ρυθμούς της. Μια φύση στην οποία αυτός και ο σκύλος του «θα οδοιπορούν ολημερίς, εξερευνώντας τα ενδότερα σκοτάδια. Αναζητώντας αποικίες πτηνών και ζώων και κυρίως πρωτόγονες φυλές ανθρωποφάγων. Όχι για να τις εξημερώσουν. Ούτε για να τις μελετήσουν επιστημονικά. Μόνο για να διδαχτούν απ’ αυτές την τεχνική της φωτιάς. Εκφωνώντας τους ως αντίδωρο ένα ποίημα του Ντύλαν Τόμας και ένα διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού».
Στο «Νώε», ο Χατζημωυσιάδης, γνωστός για τις ευαισθησίες και τα κοινωνικά του ανοίγματα, μακριά από ανούσιες εγκεφαλικές κατασκευές, φτηνές πολιτικολογίες, γνωστές συνωμοσιολογίες ή κάποια κοινότοπη μεταφυσική, προχωρεί σε μια σπαρακτική κατάθεση για την πτώση και την παρακμή του σύγχρονου ανθρώπου, δεν εφησυχάζει και δεν προτείνει εύκολες λύσεις, προβληματίζει και αφυπνίζει, δίνοντάς μας ένα βαθιά πολιτικό και υπαρξιακό πόνημα. Επιπρόσθετα, με την έξοχη σκηνοποιία και την τέχνη του λόγου του, προτάσσει ένα ελπιδοφόρο όραμα για «μια άλλη ανθρωπότητα δίχως βαρβαρότητες, μεσαίωνες και κρεματόρια»∙ μια αναγέννηση νέου τύπου: «Πιστεύω εις έναν άνθρωπον άνευ εξουσίας και παντοκρατορίας […] Προσδοκώ ανάστασιν ζωντανών. Και ζωήν του παρόντος χρόνου. Αμήν».
* Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης. Βιβλιοπαρουσίαση. Οι κατακλυσμοί του Νώε, εφ. «Αυγή», 9.5.2024