Βρήκαμε ένα καπέλο του Jon Klassen
Το Βρήκαμε ένα καπέλο αποτελεί το τρίτο και τελευταίο βιβλίο της τριλογίας των καπέλων του Jon Klassen. Στην ιστορία πρωταγωνιστούν δύο χελώνες οι οποίες περιπλανώμενες στην έρημο βρίσκουν ένα καπέλο. Το δοκιμάζουν και οι δύο και θεωρούν ότι το καπέλο τους ταιριάζει πάρα πολύ. Ωστόσο, υπάρχει ένα οφθαλμοφανές πρόβλημα. Αυτές είναι δύο αλλά το καπέλο μόνο ένα. Τι πρέπει να γίνει;
Τολμηρή γραφή, με πειραματική τεχνοτροπία και ξεκούραστη – ταυτόχρονα και υπενθυμητική – επαναληπτικότητα, η πένα του Jon Klassen, προσφέρει στον/στην αναγνώστη/στρια μία ενδιαφέρουσα και πολλά υποσχόμενη λογοτεχνική εμπειρία. Η λιτή αλλά εκφραστική και πλούσια αινιγματική εικονογράφηση δεν έρχεται απλώς να συμπληρώσει τα – τεχνητά – κενά του λόγου, έτσι όπως αυτά δημιουργήθηκαν από το συγγραφέα, προσδίδοντάς του πτυχές της σκέψης και των συναισθημάτων των δύο χελωνών. Αντίθετα, οι δύο τροπικότητες (λόγος και εικόνα) του κειμένου δημιουργούν μία ενότητα παραπέρα από την απτή, την υλική, αυτή που βλέπουμε δηλαδή ανοίγοντας το βιβλίο και ξεφυλλίζοντάς το. Η συνεργασία λόγου και εικόνας δεν είναι πιστή με την έννοια του απόλυτου συγχρονισμού αλλά έχουμε μία επιτελεστική, δρασιακή, αλληλεπίδραση, όπου ο λόγος επιδρά και μεταλλάσσει την βαρύτητα της εικόνας και το αντίθετο, τροποποιώντας έτσι το οπτικό αποτέλεσμα και κατασκευάζοντας ένα ιδιαίτερο και ανοιχτό πολυσημικό αφηγηματικό περιβάλλον.
Ιστορία με ανοιχτό τέλος και – θα μπορούσαμε να πούμε και – με ανοιχτή πλοκή, το ‘Βρήκαμε ένα καπέλο’ δεν επιτρέπει απλώς στον/στην αναγνώστη/στρια να δώσει τη δική του/της προσωπική ερμηνεία, αλλά τον την εγκαλεί να πειραματιστεί με το κείμενο, να παίξει με τα σημεία του και να αφεθεί στην απόλαυση της αναζήτησης που σίγουρα θα προσφέρει η εμπειρία της ανάγνωσης.
Κείμενο με δημιουργική κατεύθυνση και προσέγγιση ως προς τα εξωλογοτεχνικά ζητήματα που πραγματεύεται, όπως ο αλτρουισμός, η φιλία, η ηθική και η συνεργασία, αποφεύγει τον άμεσο και στείρο καθοδηγητικό διδακτισμό, αφήνοντας την ίδια την πλοκή και τη δράση των χαρακτήρων να δώσουν στο αναγνωστικό κοινό το εννοιολογικό στίγμα που κυοφορείται εντόνως στην ιστορία.
Το ‘Βρήκαμε ένα καπέλο’ του Jon Klassen, δεν είναι ένα βιβλίο που προσφέρεται για συνειδητή νοηματοδότηση του περιεχομένου του από τον/την αναγνώστη/στρια, αλλά μάλλον μπορεί να αξιοποιηθεί καλύτερα από αυτόν/ην αν αφήσει το κείμενο να λειτουργήσει αυτόνομα, αποφεύγοντας νοητικούς περιορισμούς παντός τύπου.
Μιχάλης Κατσιγιάννης
***
Αδιάβροχες λέξεις της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Στη σκιά της θλιβερής επετείου από τα 50 χρόνια της εισβολής στην Κύπρο έρχεται η νέα συλλογή της Αρτεμίου-Φωτιάδου (εκδ. Μανδραγόρας, 2024) που πραγματεύεται το θέμα. Ήδη από το εναρκτήριο ποίημα συναντάμε έναν ναυαγό του μεγάλου κατακλυσμού που τον μαζεύει ο Νώε στην υπερπλήρη κιβωτό – μαζί του διασώζονται και οι αδιάβροχες λέξεις του που απαντάμε στον τίτλο, σε μια μεταφορά που εξισώνει την εισβολή με το κατακλυσμιαίο γεγονός.
Το ποιητικό υποκείμενο σε όλη τη συλλογή νιώθει το βάρος της εισβολής και αναλογίζεται τον τρόπο με τον οποίο άλλαξε τη ζωή του:
Μέσα μου μια εικόνα
από πλεκτό πορτοκαλί μπλουζάκι που ξηλώνεται
Μπλουζάκι εννέα χρόνων με τις βελόνες της μάνας
να πλέκουν ίσια ανάποδα ίσια ανάποδα
τις ακτίνες του ήλιου
στο τρυφερό μου δέρμα
Ένα μπλουζάκι που ξηλώνεται
πόντο τον πόντο σε κάθε παραλογισμό
όσο να μείνει ένα κουβάρι από παιδί
στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου
διαφεύγοντας από τη Λευκωσία
φορώντας ανάποδα την ιστορία της
Τρέχοντας πίσω στην Αμμόχωστο
Στη θάλασσά της
Κάθε τόσο απ’ το παράθυρο ένα λιοντάρι χυμά
Καταβροχθίζει την παιδική μου σάρκα
Πυροβολώντας
Πυροβολώντας
Πυροβολώντας
(απόσπασμα από το ποίημα «Πώς ξηλώνεται ένα πορτοκαλί πλεκτό μπλουζάκι (15 Ιουλίου 1974)»)
Αλλού βρίσκουμε «ερπύστριες [που] θα χαρακώνουν/ όλα τα όνειρα που θα ‘ρθουν» («Μονίμως Εισβολέας»), τον «θάνατο μια μαχαιριά στον ήλιο/ με σκουριασμένες τις λεπίδες» («Non omnis moriar») και το μαύρο που «άμα τελειώσει η κηδεία/ […]το φοράμε κάτω απ’ το δέρμα» («Θερινές επέτειοι»). Αλλού πάλι «ανοίγει απρόσμενα, ίδια με μαύρο όστρακο/ μια μοίρα που λαγοκοιμάται στο κατώφλι» («Αν γνωρίζεις τι γεύση έχει ο φόβος») και «ο κόσμος πέντε εποχές/ με drone και μηνύματα εκκένωσης/ Φωτιά/ Καταιγίδα/ Πλημμύρα/ Ηφαίστειο/ Τσουνάμι/ Έτσι γεμίζει με αυθάδεια το σκοτάδι/ Δένεται στα πόδια μας με λόγια εκρηκτικά» («Αίσθηση και παραίσθηση»). Τα παραδείγματα αυτού του είδους είναι πάρα πολλά, γιατί η συλλογή είναι ιδιαίτερα εκτενής – σε βάρος του συνολικού αποτελέσματος, κατά τη γνώμη μου. Είναι ποιητική αρετή η επιλογή ποιημάτων με σκοπό τη δόμηση μιας συνεκτικής συλλογής.
Παρ’ όλα αυτά, η εικονοποιΐα της Αρτεμίου-Φωτιάδου είναι στα σημεία αναπάντεχη και ανατρεπτική, εξαιρετικά ζωντανή και έμφορτη μηνυμάτων. Συμβολισμός, αφαίρεση, υπαινιγμός – όλα επιστρατεύονται στις Αδιάβροχες λέξεις, οι οποίες τιμούν την ατομική αλλά και τη συλλογική μνήμη του γεγονότος της εισβολής, ενώ παράλληλα στρέφονται προς τον πληγωμένο εαυτό και μιλούν για τα τραύματά του.
Εμ της Kim Thúy
Μετά το συγκλονιστικό «Ρου» της Βιετναμέζας συγγραφέως Κιμ Τούι, από την οποία το στίγμαΛόγου είναι το μόνο ελληνικό μέσο που έχει πάρει συνέντευξη διά στόματος τη Μαρίας Ψωμά-Πετρίδου, οι εκδόσεις Άγρα προχώρησαν στη μετάφραση και κυκλοφορία του βιβλίου της Εμ. Η λέξη «εμ» (em) στα βιετναμέζικα δηλώνει πρωτίστως τον μικρό αδελφό ή τη μικρή αδελφή σε μια οικογένεια – επίσης, τον νεότερο ή τη νεότερη μεταξύ δύο φίλων, ή τη γυναίκα σε ένα ζευγάρι. Είναι επιπλέον ομόηχη του ρήματος «αγαπώ» στα γαλλικά, στον τύπο της προστακτικής του ενικού (aime/αγάπα).
Μια εισβολή είναι το θέμα και αυτού του βιβλίου, μόνο που τώρα πρόκειται για την εισβολή των Αμερικανών στο Νότιο Βιετνάμ. Η φρίκη θα ήταν η ίδια, αν η εισβολή στο Βιετνάμ δεν μετατρεπόταν σε κανονικό πόλεμο από τις άλλες μεγάλες δυνάμεις που υποδαύλιζαν την κατάσταση, πολλαπλασιάζοντας εκθετικά τα δεινά του λαού.
Παρατημένα νεογέννητα που φτάνουν στα ορφανοτροφεία κατά εκατοντάδες («Καθημερινά καταφτάνουν νεογέννητα από την μπροστινή πόρτα, από το πλαϊνό παράθυρο, από το παραδίπλα δρομάκι, συχνά μόλις πέφτει το βράδυ, αλλά και μες στο φως της μέρας, όταν τα βλέμματα θολώνουν από τον ιδρώτα»), άνθρωποι που έχασαν τη μιλιά τους από τις φρικαλεότητες που αντίκρισαν («μουγγάθηκε από τότε που υποκρίθηκε τη νεκρή για να επιζήσει»), επιδρομές κατά τις οποίες σκοτώνονταν όλοι οι κάτοικοι ενός χωριού, εξαντλητική καταναγκαστική εργασία στις φυτείες, πορνεία και διαπεραστική, συντριπτική φτώχεια συνθέτουν, μεταξύ άλλων, τη ζοφερή πραγματικότητα της χώρας εκείνη την εποχή. Και αργότερα όμως, πολλά χρόνια αργότερα, οι δυσπλασίες και ο καρκίνος από τη ρίψη χημικών κατά τον πόλεμο εξακολουθούν να ταλαιπωρούν τους Βιετναμέζους – αλλά και πολλούς Αμερικανούς.
Η εν λόγω φρίκη είναι το σκηνικό του βιβλίου, στο οποίο συναντάμε ιστορίες ανθρώπων από διαφορετικές γενιές που λιώνουν κυριολεκτικά η μία μέσα στην άλλη, αφήνοντας σωρεία ερωτημάτων να αιωρούνται αναπάντητα. Αυτή όμως η τεχνική, που σύμφωνα με την Κιμ Τούι δεν είναι τεχνική αλλά λύση ανάγκης από τη στιγμή που τις έλειπαν πολλές πληροφορίες και ούτε υπήρχε τρόπος να αποκτήσει πλέον πρόσβαση σε αυτές, αναδεικνύει την ανθρωπότητα σαν μια συνέχεια στην οποία μπορεί να αλλάζουν τα πρόσωπα με τον καιρό, όμως οι καταστάσεις τα συνθλίβουν με τον ίδιο πάντα, φρικαλέα αναλλοίωτο στον χρόνο, τρόπο – μετατρέποντάς τα σε «σκιές δίχως ψυχή» ή «κορμιά που έμεναν κενά από το νόημά τους».
Κάποτε οι σκιές που χώρισε ο πόλεμος συναντιούνται ξανά – γιατί η συγκυρία δεν είναι μόνο κακή, μπορεί να είναι και καλή: ο θεός ή το σύμπαν έχει τους τρόπους του να γιατρεύει τις πληγές που προξενεί. Και τότε έρχεται η παρηγοριά, αγκαλιάζεται η αλήθεια, ο κύκλος κλείνει – κι ας έχουν μείνει όλοι οι προηγούμενοι ανοιχτοί.
Όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «το εμ είναι μια ποιητική αφήγηση βουτηγμένη στην ιστορία», η αφήγηση μιας αλήθειας που «είναι κατακερματισμένη, ημιτελής, ανολοκλήρωτη στον χρόνο και στον χώρο». Ακόμη κι έτσι, είναι μια αλήθεια που θα πονέσει τον αναγνώστη, θα τον τραυματίσει – σε κάθε περίπτωση όμως θα τον αναγκάσει να την κοιτάξει κατάματα. Και τότε μπορεί να μην είναι πια ο ίδιος.
Χριστίνα Λιναρδάκη