«Ρου» της Kim Thúy (μτφρ. Δ. Κιούση)

Ένα βιβλίο με παράξενο όνομα, όχι «ρους» όπως σκέφτηκα αρχικά, αλλά «ρου» όπως το ακούτε. Ru στα γαλλικά σημαίνει «μικρό ρυάκι» και μεταφορικά «ροή (δακρύων, αίματος, χρημάτων)». Στα βιετναμέζικα πάλι, ru σημαίνει «νανούρισμα».

Το Ρου είναι η αφήγηση μιας Βιετναμέζας που βρέθηκε, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, από τη Σαϊγκόν αρχικά στη Μαλαισία και κατόπιν στον Καναδά. Εξαιτίας του εμφυλίου στο Βιετνάμ, πολλοί boat people έκαναν τότε ό,τι μπορούσαν για να εγκαταλείψουν τη χώρα, μη διστάζοντας να ριχτούν στη θάλασσα για να διασχίσουν τον κόλπο του Σιάμ, ελέω θαλασσοταραχών και πειρατών.

Η Τούι μας παραδίδει την ιστορία της όχι ολόκληρη και γραμμική, αλλά αποσπασματικά. Σαν τις αστραπές της μνήμης που κατακλύζουν τον νου, δίνει τις δικές της σταγόνες ιστορίας που συνδέονται μεταξύ τους με μία λέξη ή μία έννοια. Είναι μια χαλαρή σύνδεση που επιτρέπει στη συγγραφέα να ταξιδεύει στον χρόνο και στον χώρο, να αναμιγνύει τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Πρόκειται ωστόσο για μια αφήγηση καθηλωτική, κυρίως εξαιτίας του ύφους με το οποίο είναι γραμμένα τα κείμενα. Με πληρότητα, γαλήνη και συμφιλίωση που κατακτήθηκαν δύσκολα, φαίνονται όμως με έναν τρόπο αναπόδραστες, αφού είναι συνυφασμένες με τον χαρακτήρα των Βιετναμέζων που περιέχει μια εγγενή ευθραυστότητα:

«Αυτός ο νεαρός σερβιτόρος μου υπενθύμισε πως δεν μπορούσα να τα έχω όλα, πως δεν είχα πλέον το δικαίωμα να δηλώνω Βιετναμέζα, επειδή είχα χάσει την ευαισθησία τους, την αβεβαιότητά τους, τους φόβους τους. Και είχε κάθε λόγο να με διορθώσει», γράφει η Τούι για την εποχή που επέστρεψε στο Ανόι, πολύ μετά τον πόλεμο, στο πλαίσιο της δουλειάς της. Προσπάθησε τότε να βοηθήσει μερικούς συμπατριώτες της να δραπετεύσουν από τη δεινή τους μοίρα, καθρεφτίζοντας ίσως σε κείνους την προσωπική της εμπειρία. Μιλώντας για μια νεαρή κοπέλα που πουλούσε χοιρινό έξω από τα τείχη του βουδιστικού ναού, γράφει: «[η κοπέλα] μιλούσε ελάχιστα, πάντοτε απασχολημένη, απορροφημένη στις φέτες χοιρινού […] ήταν δύσκολο να δει κανείς το πρόσωπό της όταν άναβε το κάρβουνο στο μεταλλικό κουτί που είχε μαυρίσει από το συσσωρευμένο με τα χρόνια λίπος, γιατί ένα σύννεφο καπνού και στάχτης την τύλιγε, την έπνιγε, την έκανε να κλαίει. […] Πρέπει να ήταν δεκαπέντε-δεκαέξι χρονών, εκπληκτικά όμορφη παρά το θολωμένο της βλέμμα και τα λεκιασμένα από αιθάλη και στάχτη μάγουλά της. […] Πήγα να τη δω για να της προσφέρω δουλειά καθαρίστριας στο γραφείο και να της προτείνω να την εγγράψω σ’ ένα μάθημα μαγειρικής και σ’ ένα μάθημα αγγλικών. Ήμουν πεπεισμένη πως θα πραγματοποιούσα το μεγαλύτερό της όνειρο. Μα εκείνη αρνήθηκε».

Αλλού η Τούι μιλάει για τους εργάτες του σεξ στη χώρα της, πολλές φορές μικρά παιδιά που πουλιούνταν για ένα μπωλ ζεστή σούπα ή για ένα απολύτως ευτελές ποσό, τότε, με τους Αμερικανούς στρατιώτες. Μιλάει για την πτώση της αστικής τάξης με την έλευση του κομμουνισμού που, σαν οδοστρωτήρας, ισοπέδωσε τα πάντα και κυρίως τους ανθρώπους: «Οι δρόμοι ήταν διάσπαρτοι με βαθιά ρήγματα. Οι κομμουνιστές αντάρτες τους ναρκοθετούσαν τη νύχτα και οι φιλοαμερικανοί στρατιωτικοί τους αποναρκοθετούσαν τη μέρα. Πού και πού κάποια νάρκη έσκαγε. […] Μια μέρα, μια γυναίκα διαμελίστηκεˑ βρέθηκε περιστοιχισμένη από κίτρινους κολοκυθανθούς, διασκορπισμένους, θρυμματισμένους. Θα ήταν βέβαια καθ’ οδόν προς την αγορά για να τους πουλήσει. Ίσως να βρήκαν και το σώμα του μωρού της στην άκρη του δρόμου».

Το ισοπεδωτικό χέρι των κομμουνιστών και η στιβαρή παρουσία των Αμερικανών έγιναν οι μυλόπετρες που άλεσαν τη χώρα. Το βιβλίο, παρά την ατμόσφαιρα ονείρου μέσα στην οποία παρουσιάζονται τα γεγονότα, τα φανερώνει όλα αυτά, έτσι που ο αναγνώστης μέσα από ένα-δυο παραδείγματα να καταλαβαίνει πλήρως την έκταση και την ένταση των τεκταινομένων. Για μένα, όμως, το βιβλίο δεν είναι σπουδαίο επειδή μιλά για την ιστορική εμπειρία. Αποκτά τη σπουδαιότητά του με την εσωτερίκευση των γεγονότων από τη συγγραφέα, με την ανατομία της των χαρακτήρων που συνάντησε, με την αίσθηση της ευγνωμοσύνης που υπογραμμίζει την ουσία της ύπαρξής της και την οδηγεί σε μια ερμηνεία της ζωής της που για μας τους Δυτικούς μοιάζει τουλάχιστον απίθανη. «Στης ζωής τη μάχη η θλίψη φέρνει την ήττα», είναι μια παροιμία που εμπιστεύεται η μητέρα της συγγραφέως στην κόρη της. Αν δεν καταθέσεις τα όπλα επειδή η λύπη σε κατέκλυσε, δεν έχεις ηττηθεί.

Η μητέρα της Τούι κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να δυναμώσει αυτό το αδύναμο πλασματάκι που συχνά λειτουργεί σαν σκιά των άλλων, όταν είναι μικρή. Σε ένα επεισόδιο που διηγείται, η μητέρα της τη στέλνει να αγοράσει ζάχαρη παρ’ ότι η ίδια ντρέπεται πολύ. Δεν τα καταφέρνει και τη στέλνει ξανά και ξανά, κλειδώνοντας τελικά την πόρτα του σπιτιού για να μην μπορέσει να μπει μέσα χωρίς να τη φέρει. Εμείς σήμερα θα φρίτταμε με μια τέτοια συμπεριφορά, θα μιλούσαμε για τραύμα και ασυγχώρητη αναισθησία, όχι όμως η Τούι: «Για πολύ καιρό, πίστευα πως η μητέρα μου αντλούσε τρομερή ικανοποίηση ωθώντας με συνεχώς στο χείλος του γκρεμού. Μόνο όταν απέκτησα κι εγώ τα δικά μου παιδιά, κατάλαβα πως θα έπρεπε να την είχα δει πίσω από την κλειδωμένη πόρτα, με το βλέμμα κολλημένο στο ματάκιˑ θα έπρεπε να την είχα ακούσει να μιλάει με τον μπακάλη στο τηλέφωνο, όσο καθόμουν στα σκαλιά κλαίγοντας».

Πολλοί κατανοούμε καλύτερα τους γονείς μας, όταν γινόμαστε οι ίδιοι γονείς, καταφέρνουμε όμως ακόμα και τότε να τους δικαιολογήσουμε; Καταφέρνουμε να τους ξαναβάλουμε στο βάθρο από το οποίο τους έχουμε αποκαθηλώσει; «Η μητέρα που με έκανε να γλιστράω πάνω στα νέρα χάρη στο μακρύ της κοντάρι ανάμεσα στις ψηλές βουνοκορφές της Χόα Λου θέλησε να εγκαταλείψει την κόρη της, να μου τη δώσει. Θέλησε να γίνω αντικαταστάτριά της. Προτιμούσε να θρηνεί την απουσία του παιδιού της παρά να το βλέπει να τρέχει πίσω από τους τουρίστες για να τους πουλήσει τα τραπεζομάντηλα που είχε κεντήσει. Ήμουν μια νεαρή κοπέλα τότε. Ανάμεσα σε εκείνα τα βραχώδη βουνά έβλεπα μόνο το μεγαλειώδες τοπίο αντί για την απέραντη αγάπη αυτής της μητέρας. Κάποιες νύχτες τρέχω πάνω στις μακρές λωρίδες γης πλάι στα βουβάλια για να την ξανακαλέσω, για να πάρω το χέρι της κόρης της μέσα στο δικό μου».

Αν έγραφα πεζογραφία, έτσι θα ήθελα να γράφω. Διασώζοντας αναλαμπές από την ρίζες και την κουλτούρα μου: «…υπήρχαν πάντοτε δύο ή τρεις γυναίκες με κυρτωμένες πλάτες, με τρεμάμενα χέρια που, καθισμένες στο βάθος μιας στρογγυλής βάρκας, μετακινούνταν πάνω στο νερό με τη βοήθεια ενός κονταριού για να τοποθετήσουν φύλλα τσαγιού μέσα στ’ ανθισμένα νούφαρα. Επέστρεφαν την επομένη για να τα συλλέξουν, ένα ένα, προτού τα πέταλα μαραθούν και αφού τα φυλακισμένα φύλλα είχαν απορροφήσει το άρωμα απ’ τους υπέρους κατά τη διάρκεια της νύχτας. Μου έλεγαν πως κάθε φύλλο τσαγιού διατηρούσε έτσι την ψυχή αυτών των εφήμερων ανθών». Ή διασώζοντας αλήθειες από την προσωπική μου ιστορία: «Οι γονείς μας […] μας κληροδότησαν τον πλούτο της μνήμης τους, που μας επιτρέπει να συλλάβουμε την ομορφιά ενός τσαμπιού γλυσίνας, το εύθραυστο μιας λέξης, τη δύναμη του δέους. Κυρίως όμως μας χάρισαν πόδια για να βαδίσουμε μέχρι τα όνειρά μας, μέχρι το άπειρο».

Το δικό της όνειρο συνοψίστηκε καλύτερα στην οικογένεια που μπόρεσε να δημιουργήσει και η οποία την προίκισε με μια αγάπη απύθμενη, σαρωτική: «Δεν είχα ποτέ άλλες ερωτήσεις πέρα από αυτή για τη στιγμή όπου θα μπορούσα να πεθάνω. Θα έπρεπε να είχα επιλέξει αυτή τη στιγμή πριν από την άφιξη των παιδιών μου, καθώς έχω χάσει έκτοτε την επιλογή να πεθάνω. Η στυφή μυρωδιά των ψημένων κάτω από τον ήλιο μαλλιών τους, η μυρωδιά του ιδρώτα στην πλάτη τους τη νύχτα όταν ξυπνάνε από έναν εφιάλτη, η μυρωδιά της σκόνης στα χέρια τους με το τέλος των μαθημάτων με υποχρέωσαν και με υποχρεώνουν να ζήσω, να θαμπώνομαι από τη σκιά των βλεφαρίδων τους, να συγκινούμαι από μια χιονονιφάδα, να καταρρέω με ένα δάκρυ στο μάγουλό τους. Τα παιδιά μου μού έδωσαν την αποκλειστική δύναμη να φυσάω πάνω σε μια πληγή και να κάνω τον πόνο να εξαφανίζεται, να καταλαβαίνω λέξεις που δεν προφέρονται, να κατέχω την οικουμενική αλήθεια, να είμαι μια νεράιδα».

Τελικά η Τούι βρήκε την ευτυχία στις μυρωδιές των παιδιών της και στα χαμόγελά τους, παρ’ ότι το ένα είναι αυτιστικό. Τη βρήκε χωρίς να γυρίσει την πλάτη στο παρελθόν, αλλά αγκαλιάζοντάς το: «Πορεύτηκα στα χνάρια των βημάτων [όσων περπάτησαν πριν από μένα, για μένα] σαν σε ονειροπόλημα όπου το άρωμα μιας ανθισμένης παιώνιας δεν είναι πια μια μυρωδιά αλλά μια πλήρωσηˑ όπου το βαθύ κόκκινο ενός φύλλου σφενδάμου το φθινόπωρο δεν είναι πια ένα χρώμα αλλά μια χάρη, όπου μια χώρα δεν είναι πια ένας τόπος αλλά ένα νανούρισμα. Και επίσης, όπου ένα απλωμένο χέρι δεν είναι πια μια κίνηση αλλά μια στιγμή αγάπης, που εκτείνεται μέχρι το κοίμισμα, μέχρι το ξύπνημα, μέχρι την κάθε μέρα».

Το Ρου είναι ένα βιβλίο για την προσωπική οδύσσεια του πρόσφυγα, για την ιστορία του που επιλέγει συνειδητά να συνεχίσει να κουβαλάει ώστε να διδαχτεί από αυτήν, για τους νέους τόπους που τρέχει να αγκαλιάσει, για το μέλλον που κάνει δικό του. Παρά τον πόνο που ενσωματώνει η ζωή του, μπορεί να καταφέρει σαν φοίνικας να αναγεννηθεί μέσα από τα γεγονότα και να τα γράψει εκ νέου, με τις δικές του δυνάμεις, βγαίνοντας νικητής παρά τα τραύματα, παρά τις πληγές. Και χωρίς φασαρία. Απαλά, σαν σε ονειροπόληση.

 

Χριστίνα Λιναρδάκη

 

Περισσοτερα αρθρα