“Πελοπόννησος, Στα ίχνη των Ιεροϊπποτικών Ταγμάτων. Ναΐτες–Τεύτονες– Ιωαννίτες” του Μιλτιάδη Τσαπόγα – ISBN: 9786185298883
Μαρία Σταθέα, φιλόλογος-συγγραφέας

Από τα μεσαιωνικά πέπλα μυστηρίου στα σημερινά ερείπια των πελοποννησιακών κάστρων των ιπποτών

Ο Μιλτιάδης Τσαπόγας με το πρόσφατο βιβλίο του Πελοπόννησος, Στα ίχνη των Ιεροϊπποτικών Ταγμάτων. Ναΐτες – Τεύτονες – Ιωαννίτες, (εκδ. Δαιδάλεος, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 2025), φιλοδοξεί να εξερευνήσει ο ίδιος  και να μας ξεναγήσει στον μυστικιστικό και εν πολλοίς άγνωστο κόσμο των ιπποτών και στη σχέση τους με την μεσαιωνική Ιστορία της Πελοποννήσου· να μας γνωρίσει τα μισοκατεστραμμένα ή διαλυμένα από τον πανδαμάτορα χρόνο κάστρα και τους κτήτορές τους, τους  ιππότες που πολεμούσαν και τα υπεράσπιζαν, καθώς και τις καστροπολιτείες της Πελοποννήσου που σχετίζονταν με αυτούς, Μεθώνη, Κορώνη, τ’ Αναπλιού, Καρύταινα, Ακροκόρινθο, Καλαμάτα, Πάτρα, Λυνίσταινα, Μυστρά, Μονεμβασιά.

Η δομή του βιβλίου βασίζεται σε ενότητες που καθεμιά αναφέρεται σε συγκεκριμένες περιοχές της πελοποννησιακής γης, τις οποίες εξερευνά, καταγράφει τα σχετικά με αυτές ιστορικά θέματα της εξεταζόμενης εποχής, αναλύει, συγκρίνει και συμπεραίνει.

Η ιστορική φυσιογνωμία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ειδικότερα του Ελλαδικού χώρου, με τις αλλεπάλληλες επιδρομές κάθε λογής λαών και φύλων (Αράβων, Αβάρων, Πετσενέγων, Βουλγάρων, Ρώσων και από τον 11ον αιώνα και Τούρκων), διαμορφώνεται παράλληλα με την κυριαρχία της φεουδαρχίας στον Δυτικό κόσμο καθώς και με τις μακροχρόνιες προσπάθειες των Σταυροφόρων να φθάσουν στην Ιερουσαλήμ, να την κατακτήσουν και να εγκατασταθούν μόνιμα εκεί (1099) ιδρύοντας σε Παλαιστίνη και Συρία νέα δικά τους φεουδαρχικά κράτη.

Από την ανάγκη των κατακτημένων χωρών να αμυνθούν ενάντια σε αυτή την εισβολή, δημιουργήθηκαν τα τρία Τάγματα Ιπποτών: του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ (Ιωαννίτες Ιππότες), των Ιπποτών του Ναού (Ναΐτες Ιππότες) και το Τάγμα των Τευτόνων. Για τους ιππότες που βρέθηκαν και στην Πελοπόννησο και άφησαν τα ίχνη τους εδώ, ερευνά ο Μ. Τσαπόγας έχοντας στον νου τη φράση του Ραϋμόνδου Λιούλ, διανοούμενου και μυστικιστή του Δυτικού Μεσαίωνα: «Η ιπποσύνη είναι, λοιπόν, λειτούργημα πολύ έντιμο και αναγκαίο για τη διακυβέρνηση του κόσμου και ο ιππότης πρέπει να είναι σεβαστός από τους ανθρώπους».

Οι ιππότες, συνενώνοντας στο πρόσωπό τους τον ιερωμένο, τον ένοπλο μοναχό και πολεμιστή του Χριστού, ζούσαν σε μοναστήρια που έμοιαζαν με κάστρα και αναφέρονταν σαν αποδέκτες ιερών συμβολικών παρακαταθηκών. Στα έργα των Ναϊτών Ιπποτών βρίσκεται το πνεύμα της αναζήτησης (βλ. αναζήτηση του Άγιου Δισκοπότηρου) και σύμφωνα με τον Victor-Emile Michelet είχαν μυστική συγγένεια με τους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης.

Μιλτιάδης Τσαπόγας

Οι ονομασίες των που έκτισαν οι ιππότες στον Μοριά, δίνονταν από τους ιδρυτές τους με αφορμή αντίστοιχα ονόματα προϋπαρχόντων φρουρίων κτισμένων στα πατρώα εδάφη τους ή στα σταυροφορικά κράτη. Λαμβάνοντας υπ’ όψη αυτό το γεγονός, ο Μ. Τσαπόγας ερευνά μεσαιωνικά μνημεία της Πελοποννήσου (κάστρα, ναούς ακόμη και κοιμητήρια) και καταλήγει πως έχουν άμεση σχέση με τα τρία ιπποτικά τάγματα, που εμφανίστηκαν μετά την τέταρτη Σταυροφορία (1204) και την ίδρυση του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Ο συγγραφέας αναφέρει τα σύμβολα, τους θρύλους γύρω από αυτά (π.χ. ο αχαϊκός ποταμός Σέλεμνος που με τα νερά του γιατρεύει τις ‘πληγές’ των ερωτευμένων), καταγράφει τις ανασκαφικές έρευνες εκεί, περιγράφει και φωτογραφίζει την σύγχρονη εικόνα τους και εξάγει τα συμπεράσματά του.

Στην περιοχή της Μάνης το κάστρο του Λεύκτρου ή Beaufort (= Ωραιόκαστρο) ή Κάστρο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά συνδέεται με το κάστρο του Τάγματος των Ιπποτών του Ναού με την ονομασία Maldoim Castle ή Cisterna Rubea (ή Ερυθρό Κάστρο) στην τοποθεσία ανάμεσα στην Ιερουσαλήμ και την Ιεριχώ. Έτσι, στη Μάνη δεν είναι άσχετη η ύπαρξη του οικογενειακού επωνύμου ‘Ρουμπέας’ από το Rubea/Rubeas. Επίσης το κάστρο Beaufort στην κοιλάδα του Ναχρ στους Αγίους Τόπους, που κάλυπτε το παραθαλάσσιο οχυρό της Σάιντα (της Σιδώνος) του Λιβάνου, το κατέλαβαν το 1260 οι Ναΐτες Ιππότες και επισημαίνεται στην περιοχή του Λεύκτρου η ύπαρξη του χωριού με το όνομα Σαϊδόνα, που πιθανόν να προέρχεται από τους Ναΐτες Ιππότες (βλ. οχυρό τής Σάιντα στους Αγίους Τόπους). Επίσης, σε τοιχογραφία στον ναό του άη Στράτηγα κοντά στο κάστρο του Λεύκτρου παραβιάζονται οι κανόνες της ορθόδοξης αγιογράφησης (προσωποποίηση του Θεού, βλ. 7η Οικουμενική Σύνοδο, εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και από τον Υιό, βλ. Filioque), αποτελώντας τούτο απόδειξη του περάσματος των Ναϊτών Ιπποτών από την περιοχή.

Στο κάστρο του Γερακίου στους ναούς της αγίας Παρασκευής, της Ζωοδόχου Πηγής, του αγίου Γεωργίου και του Ταξιάρχη περιλαμβάνονται πολλά στοιχεία που παραπέμπουν σε χαρακτηριστικά των Ιπποτών του Ναού, όπως ζωόμορφες κεφαλές στον διάκοσμο, σταυρός τύπου pattée, ανεστραμμένη ημισέληνος με ένα αστέρι στο κοίλο της – σύμβολο των Ναϊτών Ιπποτών –, ρόδο και φραγκικό κρίνο, τοιχογραφία στον ναό του Ταξιάρχη με την άλωση της Ιεριχούς από τον Ιησού του Ναυή, ημισέληνος με άστρα πάνω σε τριγωνική ασπίδα των δυτικών πολεμιστών. Επίσης, στους ναούς άγιο Σώστη στα Βάτικα, άγιο Στρατηγό και άγιο Γεώργιο απεικονίζονται πλάσματα με κεφαλή κυνός  θεωρούμενα ανθρωποφάγοι, ενώ η Corinne Jouanto αναφέρει πως και οι Νορμανδοί που λεηλάτησαν το φραγκικό βασίλειο χαρακτηρίζονται «άνθρωποι με κεφάλι σκύλου».

Ο Μπαφομέτ με το τρομακτικό κεφάλι, που υποτίθεται λάτρευαν οι Ναΐτες Ιππότες, ήταν πιθανόν αποτροπαϊκή διακοσμητική κεφαλή, που συνδέεται με την φυτική μορφή του Πράσινου Ανθρώπου των μεσαιωνικών εκκλησιών (12ος αι.) και με απώτερη προέλευση από την αρχαία κελτική φυτική κερασφόρο θεότητα Κερνούνος (Cernunnos). Ο Πράσινος Άνθρωπος, ο Κερνούνος και ο Πράσινος Ιππότης έχουν κοινό γνώρισμα τα τρία πρόσωπα και το ότι θεωρούνταν πως κάνουν τα δέντρα να ανθίζουν και τα φυτά να φυτρώνουν. (Πράσινος Ιππότης – 14ος αι., εικόνα στην παγκόσμια λογοτεχνία, που απηχεί τις αντιλήψεις των Κελτών για τον άλλο κόσμο, αρχετυπική φιγούρα του θανάτου και σύνδεσή του με έναν φυτικό θεό που πεθαίνει και ανασταίνεται).

Στη Μεσσηνία το κάστρο του Μίλα (1300) ή Chateau Neuf (= Νέο Κάστρο), που δόθηκε από τον Φλωρέντιο και την Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου στους Τεύτονες, έγινε και ορμητήριό τους, ενώ στη βιβλική πόλη Αλώθ ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ φέρεται να κτίζει κάστρο που το προσφέρει στην οικογένεια των ντε Μίλλυ (Mi’ilga Castle, βλ. ονομασία «Κάστρο του Μίλα»). Τεύτονες ήσαν αρχικά γερμανοί έμποροι που σχημάτισαν αδελφότητα με νοσοκομειακή αποστολή και με πρότυπο τον αντίστοιχο κανόνα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ρόδου. Έδρα των  Τευτόνων (Fratres Domus Hospitalis Sanctae) – σύμφωνα με τον συγγραφέα – ήταν το κάστρο Σπιτάλι με τον ομώνυμο οικισμό, που σχετίζεται με το όνομα της αδελφότητας (βλ. Hospitalis > Σπιτάλι), και όχι η Μοστενίτσα και Μοστίτσι, όπως αναφέρει το Χρονικό του Μορέως.

Μια σειρά ακόμη από κάστρα, (φρούριο Μαγγανιακού, Στρέφι, Βελίκας, Ανδρούσας, Σπιταλίου, Σανφλάουρο, Αρκαδιάς, Παλαιοναυαρίνου, Ανδρόκαστρου (Σωτήρα), Σιδηρόκαστρου, Αητού, Αρχαγγέλου,  Βουλκάνου, Άνω Βουταίνης), ανήκαν επίσης στους Φράγκους.

Ο πρώτος πρίγκιπας του Μορέως Γουλιέλμος Σαμπλίτης δώρισε στο τάγμα των Ναϊτών, μαζί με άλλα κτήματα στην Αχαΐα, το βυζαντινό χωριό Φώσταινα, που οι Φράγκοι το παρέφρασαν σε Lafustan, όπου εκεί και το κάστρο της Φωσταίνης ή Άρλας. Τούτο κατά καιρούς περιήλθε στην  κατοχή των Σπιταλιωτών, των Βενετσιάνων, των Βυζαντινών (1430-1463) κ.λπ..

Το κάστρο του Καστριτσίου είναι το Pasalan των Ναϊτών Ιπποτών, ενώ στην Ανδραβίδα (Ανδραβίδα = «Πόλις των εκκλησιών») υπάρχει μαυσωλείο των πριγκίπων Βιλλεαρδουίνων (Γοδεφρείδου Α΄, Γοδεφρείδου Β΄, Γουλιέλμου Β΄), και στου Βάρα ίσως υπάρχει μεσαιωνική νεκρόπολη,  καθώς με τις ανασκαφές αποκαλύφθηκε υπόγεια στοά με μαρμάρινο δάπεδο και δώδεκα κίονες που βαστάζουν οροφή.

Το κάστρο Belveder ή Pulchrum των Ναϊτών Ιπποτών, σύμφωνα με τον Μ. Τσαπόγα, τοποθετείται όχι στη θέση του χωριού Παλαιόπολη αλλά στο χωριό της Καλίδονας, που σήμερα καλείται Παλιοχώρι, στην περιοχή της Ζαχάρως, καθώς εκεί υπάρχουν ερείπια μεσαιωνικής πολιτειούλας με κάστρο του 13ου αι. ονομαζόμενο ‘Κάστρο της Καλίδονας’ ή ‘Παλιοχώρι’ ή ‘Κάστρο της Γκλάτσας’, αλλά υπάρχει και φραγκοβυζαντινός ναός, της Παναγιάς ή Κοιμήσεως της Θεοτόκου, με αρχιτεκτονικά στοιχεία ανάμεικτα γοτθικής και βυζαντινής τέχνης και λιονταετό (γρύπα) σε μαρμάρινη πλάκα (οι γρύπες στον μεσαίωνα συμβόλιζαν τους φύλακες των νεκρών ή ειδικότερα των νεκρών ευγενούς καταγωγής και ήταν σύμβολο των Ναϊτών Ιπποτών).

Στην Ηλεία ο ναός της Παναγίας της Ίσοβας ή Notre Dame των Κιστέρκιων μοναχών του Κλαιρβώ και ο μικρός ναός του άη Νικόλα φέρουν γοτθικά και βυζαντινά στοιχεία. Η Παναγία των Βλαχερνών, κοντά στην Κυλλήνη, έχει σύμβολα των Γνωστικών και Οφιτών. Αναπαράσταση του Πράσινου Ανθρώπου ή Baffometus, προερχόμενη από το κιστερκιανό μοναστήρι του Ζαρακά Στυμφαλίας βρίσκεται στο μουσείο της Ιπποτοκρατίας στο κάστρο-παλάτι Κλερμόν (Χλεμούτσι), ενώ το 1531 η Μεθώνη υφίσταται πολιορκία και επίθεση από τους Ιππότες της Μάλτας, (δηλαδή ιππότες του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, που μετά την ήττα τους κατέφυγαν στη Μάλτα και επιχείρησαν να καταλάβουν και κάποια οχυρωμένη παράλια πολιτεία της Πελοποννήσου ή νησιά των Κυκλάδων).

Όλα τα παραπάνω περιλαμβάνονται – αλλά πολύ αναλυτικά και λεπτομερειακά – στο βιβλίο του Μ. Τσαπόγα, που τα καταγράφει μετά  από προσεκτική μελέτη πηγών και σπάνιας βιβλιογραφίας, αλλά και με τρόπο βιωματικό, καθώς επισκέπτεται με το ιδιωτικό αυτοκίνητό του τους τόπους που αναφέρει, χρησιμοποιώντας όχι την αρχαιολογική σκαπάνη, αλλά την τεχνολογικά προηγμένη φωτογραφική του μηχανή και ένα κλαδευτήρι, για να ανοίγει δρόμο στα δύσβατα μονοπάτια, που διέσχιζε εργαζόμενος μεθοδικά στο πεδίο.

Ο συγγραφέας με εμπεριστατωμένη, επίπονη και επίμονη έρευνα καταλήγει να φέρει εμπρός στα μάτια των αναγνωστών του πτυχές της ιστορίας των πολεμοθρησκευτικών ταγμάτων των θρυλικών ιπποτών, Ναϊτών, Τευτόνων και Ιωαννιτών, που έζησαν και στον χώρο της Πελοποννήσου σε μακρινές εποχές. Τους παρουσιάζει συνδέοντάς τους με τα γνωστά και άγνωστα μνημεία τους, αλλά δείχνοντας πλέον και την σύγχρονη εικόνα των μνημείων που έκτισαν ή κατέκτησαν εκείνοι κάποτε, απογειώνοντας την φαντασία των αναγνωστών. Αναζητά τεκμήρια, αξιοποιεί λεπτομέρειες, για να καταλήξει σε συμπεράσματα και ιστορική τεκμηρίωση, αρνούμενος να εγκαταλείψει στη λήθη θέματα δυσεξήγητα, τα οποία θεωρεί πως χρειάζονται διαλεύκανση, για να λάβουν τη νοηματοδότηση που τους αξίζει. Και προσδίδει φωνή και υπόσταση στα άψυχα ερείπια, που μετεωριζόμενα παραπέμπουν στη σφαίρα της φαντασίας για αιώνες, αρνούμενος την απώλεια της ιστορικής και πολιτισμικής μνήμης. Ανιχνεύοντας στοιχεία υπαινικτικά, ενδεικτικά ή αποδεικτικά, ημιτελείς εικόνες και αποσπασματικές πληροφορίες και συνδυάζοντάς τα όλα εύστοχα μεταξύ τους, φωτίζει σκοτεινές εποχές και περιοχές της Πελοποννήσου, στις οποίες οι ιππότες έχουν αφήσει τα σημάδια τους.

Ξεπερνά επιπλέον την προσωπική φόρτιση αναφερόμενος σε οικείους τόπους, που βαρύνονται με την αχλύ του μύθου, και ακόμα κι όταν χρησιμοποιεί πρώτο πρόσωπο στην αφήγηση περιγράφοντας την δική του περιήγηση και έρευνα, εξακολουθεί να παραμένει αντικειμενικός στα συμπεράσματά του στηρίζοντάς τα σε πηγές, μαρτυρίες, συνεντεύξεις ντόπιων, μελέτες έγκυρων περιηγητών-ερευνητών, μελετητών και επιστημόνων.

Επιπλέον, πρέπει να επισημάνουμε εδώ και την ιδιάζουσα χρήση της γλώσσας που υιοθετεί ο συγγραφέας, καθώς φανερώνεται σε πολλά σημεία του έργου έως και γλωσσοπλάστης δημιουργώντας για τις περιγραφές του ιδιότυπα σύνθετα που είναι πολύ χαρακτηριστικά και με απολύτως κατανοητή σημασία, σε όποιον ανατρέξει στα δύο συνθετικά τους μέρη. Αξίζει να αναφέρουμε μερικά, όπως: απεράτωτο απαλοτόπι, γιδομονόπατο, άρμα χρυσοδαίδαλτο και μεγαλυπέροχο, ήλιος κατέρυθρος, φωτοστόλιστο καστελλάκι, θαυμαστοθέατων Τευτόνων, θηριανθρώπων Γερμανών, ψηλόμακρου και πρασινόχαρου όρους, αγριοχείμωνο, μεσαιωνοδίφης, αφοβόκαρδων Τσακώνων, βραχόκαστρο, καστρόπυργος, καστροπάλατο, κρινάνθεμα, ανεμόπληκτο ακρωτήρι του Μαλέα, δυσκολοσίμωτο κάστρο, αυτομαχάει αμοιρολόγητα μια εκκλησιά, ολοφούσκωτα κύματα, καρπογένεθλη κοιλάδα, γεροπολέμαρχος, φραγκοκαλογερίστικο τάγμα, νεροθεμέλιωτος πύργος, φοβερή παλαβονοτιά και άλλα.

Το βιβλίο του Μ. Τσαπόγα είναι έργο με απαιτήσεις, που περιλαμβάνει πολύπλευρες και εξειδικευμένες γνώσεις αποκτημένες και ελεγμένες με αφοσίωση. Επιπλέον, εκτός των ιστορικών γεγονότων και λεπτομερειών, ο συγγραφέας δίνει έμφαση και στην εικόνα, εντάσσοντας στο βιβλίο και ένα δεύτερο μέρος με φωτογραφίες χαρακτηριστικές και διαφωτιστικές των τόπων, στους οποίους αναφέρεται το κείμενο. Έτσι, η  Ιστορία συνομιλεί με τον χώρο, με τα κτίσματα εντός αυτού, με την Αρχιτεκτονική και τους ρυθμούς τους, με την Ζωγραφική και την Αγιογραφία, με την Αρχαιολογία, την Τέχνη και τη Φωτογραφία.

Η προσέγγιση από τον αναγνώστη/αναγνώστρια ενός ιστορικού έργου, όπως αυτό του Μιλτιάδη Τσαπόγα, αποτελεί δύσκολη υπόθεση και ακόμα πιο δύσκολη πρέπει να υπήρξε η ανάληψη από τον συγγραφέα ενός τέτοιου εγχειρήματος συγγραφής. Όμως όσοι κρατήσουν το συγκεκριμένο πόνημα στα χέρια τους και το μελετήσουν προσεκτικά, θα αποζημιωθούν τελικά από το νοερό ταξίδι στο παρελθόν που τους πρόσφερε και για τον χρόνο που διέθεσαν γι’ αυτό.

Περισσοτερα αρθρα