ΝΕΥΜΑΤΑ
Βαθιά στο στήθος
η ακοίμητη παλίρροια
κράτος εν κράτει.
Μετά τους Λάκωνες και το Διασίδι, η Παλίρροια έρχεται να ολοκληρώσει μια τριλογία χάικου στη σειρά απάντων των λυρικών του Κωστή Παπακόγκου. Η συλλογή αποτελείται από 156 χάικου, χωρισμένα σε εφτά ενότητες ταξινομημένα, εν μέρει, κατά θέμα. Όλα είναι άτιτλα, με εξαίρεση το πρώτο και το τελευταίο που έχουν τη θέση προλόγου και επίμετρου.
Η λέξη “παλίρροια”, που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή, έρχεται στο νου του ποιητή για να εκφράσει την αναστάτωση που νιώθει στα μύχια της ψυχής του κάθε φορά που η θλίψη για το πέρασμα του χρόνου και τις απώλειες που ο τελευταίος αφήνει πίσω του πλημμυρίζει την καρδιά του, σαν κύμα ξαφνικό, και τα σαρώνει όλα. Τα ποιήματά του είναι οι μικροί θησαυροί που αφήνει πίσω της, όταν αποσύρεται, η θάλασσα.
Βρέχει στο δρόμο / κι ένα πλοίο σφυρίζει ― / φεύγει το σπίτι.
Τυφλός αέρας /ως άπελπις Οιδίπους / βροντάει τις πόρτες.
Η νύχτα τρίζει / ετοιμόρροπος στάβλος. / Πολλά τριζόνια.
Λιγνό φεγγάρι / χαυλιόδοντας του σκότους / πάνω απ’ τα πεύκα.
Μια οχιά στον κήπο/ κινητό φαρμακείο/ διανυκτερεύει.
Όλα τα συναισθήματα, αλλά και ο φιλοσοφικός στοχασμός του ποιητή πυροδοτούνται από τη φύση, φανερώνοντας μια ιδιοσυγκρασία που ανοίγεται ευαίσθητη στο ελάχιστο και απολαμβάνει όσα ο κόσμος προσπερνάει βιαστικά, αφοσιωμένος στο κυνήγι μιας αμφιλεγόμενης ευτυχίας. Και αυτό δεν είναι τυχαίο, γιατί η βιασύνη είναι το κρυφό σαράκι που κατατρώει την ψυχή του ανθρώπου της εποχής μας.
Ο ουράνιος θόλος / τράπεζα επενδύσεων / ψυχικής γύμνιας.
Πόσοι πεθαίνουν ― / πόσοι γεννιούνται απόψε; / Κλεψύδρα η ζωή.
Είμαστ’ αριθμοί / σε μια προσθαφαίρεση / ακατανόητη.
Γυμνός έρχεσαι / στον κόσμο ετούτον, αλί! / και γυμνός φεύγεις.
Ο χρόνος είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουμε, μοιάζει να λέει και ο χρόνος κοντά στη φύση, και σε ό,τι κανείς αγαπά, είναι ο κερδισμένος χρόνος. Ο ποιητής αφήνει τα πράγματα να μιλήσουν στην ψυχή του και να του αποκαλύψουν τα μυστικά τους. Στους στίχους του το άηχο αποκτά φωνή, καθετί ταπεινό και συνηθισμένο φανερώνει την αξία του και ανθίζει το νόημά του. Όλα όσα θεωρούμε δεδομένα και ωστόσο κινδυνεύουν να χαθούν, όπως η ανεκτίμητη ομορφιά της φύσης, ξεδιπλώνονται αθώα και ανυπεράσπιστα μπροστά στα μάτια μας.
Τ’ αχνό φεγγάρι / βοσκάει βαθιά στη λίμνη / σαν κουνελάκι.
Ζεστά κι απαλά / βήματα στον αέρα﮲/ ζυγώνει Απρίλης.
Φυσάει κι αγριεύουν / οι χαίτες των δέντρων το / φως χλιμιντρίζει.
Μες στη βροχούλα / το δίχτυ της αράχνης / καλειδοσκόπιο.
Αυγή στο δάσος / οι μουσικοί κουρντίζουν / τα όργανά τους.
Ύπνος στο δάσος ― / μέσα στη σιγή αγρυπνούν / όλες οι φωνές.
Ο ποιητής νιώθει τη μοναξιά της υψηλής τέχνης εκείνης που μεταφέρει τα ανθρωπιστικά ιδεώδη και τις πολιτισμικές αξίες που θα έπρεπε να εμπνέουν τον άνθρωπο και μνημονεύει τους αγαπημένους του φιλόσοφους, ζωγράφους και ποιητές που τράφηκαν με αυτές τις αξίες:
Γλυπτό η μοναξιά / με ορθάνοιχτες φτερούγες / στη Σαμοθράκη.
Κτήματα ες αεί ― / το τέθριππο της λύρας / κι ο δαφνηφόρος.
Σάρκα ο Ηνίοχος / με τη ζεστή του ανάσα / μέσα στα ερείπια.
Στον Κεραμεικό / ένας γάτος μιλούσε / σ’ άπταιστ’ αρχαία.
Τρεις οι πυγμαίοι / Πικάσο, Σαρτρ, Τσάπλιν ― / κι όλοι με πυγμή!
Ο Σοπενχάουερ / αγριόγατος θλιμμένος / μες στα ποντίκια.
Ο Ησίοδος έλεε / ότι δουλειά και δίκιο / είν’ η ‘ίση οδός’
Η πανσέληνος / γυμνή γυρίζει απόψε / τη Σαπφώ να’ βρει.
Ο ήλιος λιώνει ― / μύριους ίσκιους τεντώνει / ο Τζιακομέτι.
Δάκρυ ο Οκτώβρης / απ’ τα σκισμένα μάτια / του Βλαδίμηρου.
Αν σβήσουν όλα / κι ένα κερί καπνίζει / θα’ναι ο Καβάφης.
Mιλάει υπαινικτικά για όσα στραβά συμβαίνουν στον κόσμο και ταλανίζουν τη σκέψη του, προσφέροντας μας μικρά αποστάγματα σοφίας που αποκόμισε από τη μακρά πορεία του, ψυχαγωγόντας μας ταυτόχρονα με την οξύνοια της σκέψης του και το ενίοτε πικρό χιούμορ του, ενώ δεν παραλείπει να μιλήσει και για τη σχέση του με τη θρησκεία:
Το εγώ, τι φιάσκο! / Όσο το σπαργανώνεις / τόσο κρυώνει.
Όλοι μας κλέβουν / ακόμα κι ο Άγιος Πέτρος / ζυγίζει αέρα.
Δημοκρατία ― / η πότνια της Αθήνας / γεροντοκόρη.
Τρακόσιοι τόσοι/ τον ψύλλο πεταλώνουν / στο κοινοβούλιο.
Πικρή μου Ελλάδα, / ούτε στους Γαργαλιάνους / δε γελάει κανείς.
Στους πέρα κάμπους / μυρμηγκάκι με αλέτρι / ο ζευγολάτης.
Ω άγια φτώχεια, / πλέριο του βίου μου νόημα / και πολυτέλεια!
Όλ’ η ζωή μας / δεμένη στο κατάρτι ― / νόστος κι οδύσσεια.
Σαν κάθε χρόνο / οι φαρισαίοι σταυρώνουν / πάλι το Λόγο.
Στρατιές τ’ αρνάκια / καρτερούν στο τσιγκέλι / να κάνουν Πάσχα.
Η άγια Τερέζα / με το δάκρυ της πλένει / τον λεπρό Ιησού.
Η Παντάνασσα / έχει μάτια αντιλόπης / στεγνά απ’ το κλάμα.
Θάμα στο στάβλο / το ερίφιο που βελάζει / ειν’ θείο βρέφος.
Ημέρα κρίσης ― / ποιος τάχα θα κρίνει ποιον / στη Σπιναλόγκα;
Πολύ πιο πάνω / απ’ τους αγγέλους λάμπει / ο αγνός πειρασμός.
Ωστόσο εκείνο που υποφώσκει στη συλλογή ως κεντρικό θέμα και βρίσκεται διάσπαρτο στις σελίδες του είναι η θνητή μας φύση. Δεν παραλείπει να μιλήσει και για τη δική του σχέση με το χρόνο, την υπαρξιακή του αγωνία, τις τρυφερές αναμνήσεις του, τη σημασία της αγάπης ως μόνης αληθινής αξίας στη ζωής:
Όταν κοιτάζεις / παλιές φωτογραφίες / ακούς ψιθύρους.
Λεπτές ευωδιές / τα κρυφά μονοπάτια / στα περασμένα.
Στο κοιμητήρι / τρεις λευκές πεταλούδες / ξεναγούν ψυχές.
Η διαφάνεια / και η γύμνια της μοναξιάς / σ’ εξαερώνουν.
Ο χρόνος τρέχει / αλλά οι δικές σου αρβύλες / ξεχαρβαλώνουν.
Χνάρια στην άμμο, / έφυγες – όπου να ’ναι / κι αυτά θα φύγουν.
Το ισχνό μου σώμα / καημό του έχει να γίνει / γόνιμο χώμα.
Ο Άη Βασίλης / κάθε χρόνο νιότερος /έρχεται τώρα.
Ω, τα ενενήντα! / με τον έρωτ’ αντίκα / μ’ εσένα παιδί.
Μετά από μια μακρά πορεία στην ποίηση και με 32 βιβλία στο ενεργητικό του, ο Κωστής Παπακόγκος φαίνεται να υιοθετεί την άποψη ότι μέσα από τον λιτό τρόπο έκφρασης το νόημα γίνεται πιο διαυγές. Ο ποιητής αξιοποιεί στο έπακρο τη λιτή φόρμα των χάικου για να εκφράσει λακωνικά τις απόψεις του και το φιλοσοφικό στοχασμό του, πάνω σε διάφορα θέματα που αφορούν κυρίως στην ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου, με φωτογραφικά σχεδόν στιγμιότυπα που καταγράφουν τις εντυπώσεις της στιγμής. Όλα μαζί τα ποιήματα συνθέτουν μία φιλοσοφία και μία στάση ζωής, όπου προβάλλονται με ζωηρά ζωηρά χρώματα όσα έχουν πραγματική αξία για τον άνθρωπο.
Ό,τι έχεις δώσει / είναι που σου απομένει ― / καπνός είν’ τ’ άλλα.
Μίλα γι’ αγάπη / και οι κερασιές με τ’ άνθια / φως θα σε ντύσουν.