“Οι ανυπάκουες” της Ντζαϊλί Αμαντού Αμάλ (μτφρ: Άγγελος Μουταφίδης)
Μαρία Ψωμά-Πετρίδου

“Υπομονή,  κόρες μου! Munyal! Αυτή είναι η μία και μοναδική αρχή του γάμου και της ζωής…” 

 Υπομονή! Η λέξη αξίωμα-καθήκον που ορίζει και καθορίζει τις ζωές των Αφρικανών γυναικών του μουσουλμανικού πληθυσμού Πελ (Fulani), ακόμη και στις μέρες μας. Ενός πληθυσμού που αριθμεί περίπου σαράντα εκατομμύρια ανθρώπους διασκορπισμένους κυρίως στις χώρες της Δυτικής Αφρικής, άλλοι νομάδες και άλλοι μόνιμα εγκατεστημένοι σε έναν τόπο. Η ζωή και η καθημερινότητά τους διέπονται από τις αρχές του Ισλάμ,  προσαρμοσμένες στις δικές τους ανάγκες,  απέχοντας κατά πολύ από αυτές του δυτικού κόσμου,  ιδιαίτερα ως προς ό,τι αφορά στις γυναίκες.  

Σε αυτό το βραβευμένο μυθιστόρημα,  γραμμένο από την Ντζαίλί Αμαντού Αμάλ,  Πελ και η ίδια, γεννημένη στο βορειότερο τμήμα του Καμερούν, μέσα από τις ιστορίες τριών γυναικών με αλληλένδετα πεπρωμένα,  αναδύεται σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση ο άκαμπτα εθιμοτυπικός τρόπος ζωής των γυναικών σύμφωνα με το Κοράνι  χωρίς κανένα παράθυρο διαφυγής ή έστω ελπίδας για οποιαδήποτε απόκλιση.  

Οι αφηγήσεις, στις οποίες μπλέκονται οι τύχες των τριών γυναικών, δεν μπορούν παρά να συγκλονίσουν και να προβληματίσουν  τους αναγνώστες. Μοναδικός προορισμός τους ο γάμος. Ο γάμος που αποφασίζεται αποκλειστικά από τον πατέρα και εμπεριέχει μόνον υποχρεώσεις και κανένα δικαίωμα. Για ό,τι στραβό συμβαίνει υπαίτιες είναι πάντα οι γυναίκες, ακόμη και στις περιπτώσεις βαριάς και συστηματικής κακοποίησης.  

 «…Να υποταχτείτε στον σύζυγό σας. 
Να είστε γι’ αυτόν δούλη, και αυτός θα είναι αιχμάλωτος σας. 
Να μην δυσανασχετείτε. 
Να μην είστε οξύθυμες. 
Να μην είστε φλύαρες. 
Να μην είστε απρόσεκτες. 

Να μην εκλιπαρείτε, να μην ζητάτε τίποτα.. […]» 

Να, να… Μακρύς ο κατάλογος των εντολών που δίνει ο εξουσιαστής αλλά και παντελώς απόμακρος πατέρας στην κόρη του την ημέρα του γάμου της, η οποία μπορεί να είναι η δεύτερή,  η τρίτη ή και η τέταρτη νύφη του γαμπρού,  καθώς για τους άντρες ισχύει η πολυγαμία.  

Στους Πελ με κέντρο τον πατέρα,  κάθε οικογένεια ζει στο δικό του οικοδομικό συγκρότημα, περιφραγμένο και ξέχωρο από τα άλλα, οργανωμένο και χωρισμένο σε επιμέρους τμήματα σύμφωνα με τα συγγενικά δίκτυα που διαμορφώνονται στο εσωτερικό του πολυγαμικού νοικοκυριού.  

Έτσι όπως εκτυλίσσονται,  η μία μετά την άλλη, οι συγκινησιακά φορτισμένες αφηγήσεις των τριών νεαρών γυναικών, παρασύρουν τον αναγνώστη να συμπάσχει στις αγωνίες τους, ενώ παράλληλα μαθαίνει τους κώδικες λειτουργίας αυτών των πολυπληθών οικογενειών, όπου η εκπαίδευση των κοριτσιών, η ελεύθερη βούληση και η επιλογή δεν υφίστανται.  Κάθε πρόθεση «ανυπακοής» ή έστω απόκλισης από τα ισχύοντα καταπνίγεται άμεσα με θεματοφύλακες τις ίδιες τις γυναίκες, ακόμη και τις μητέρες. Εύλογα λοιπόν, προκύπτει η απορία για το ποιών γυναικών τα δικαιώματα μιλάμε σήμερα, τη στιγμή που σε πολλά και διαφορετικά μέρη του κόσμου είναι ανύπαρκτα,  με τις  γυναίκες εκεί να στερούνται και τις βασικές ελευθερίες της ανθρώπινης ύπαρξης; Οι δε γυναίκες αυτές, προκειμένου να επιβιώσουν και να προστατέψουν τα παιδιά τους καταφεύγουν σε απίστευτες ίντριγκες- η μία εναντίον της άλλης – συντηρώντας σθεναρά με αυτόν τον τρόπο τα ισχύοντα.  

Ό,τι και να συμβαίνει από το στόμα όλων κρέμεται η λέξη «Υπομονή!», διότι όπως λέει και μια παροιμία των Πελ: «Στο τέρμα της υπομονής σε περιμένει ο παράδεισος», αδιάφορο αν η διαδρομή μπορεί να αποβεί και κόλαση. 

Η συγγραφέας, πριν καν ξεκινήσει η ανάγνωση,  μας πληροφορεί πως το βιβλίο είναι προϊόν μυθοπλασίας εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα. Ούσα και η ίδια μία Πελ, όπως αναφέρεται στο βιογραφικό της και έχοντας παντρευτεί στα δεκαεφτά της χρόνια γνωρίζει όλες τις δυσκολίες με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπες οι γυναίκες που ζουν στο Σαχέλ. Ως απαράμιλλη αφηγήτρια καταφέρνει να στήσει μία πολύ καλά δεμένη πλοκή που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον χωρίς να ξεφεύγει διόλου σε μελό,  με τις τρεις εμπλεκόμενες γυναίκες: την Ραμλά,  την Ιντού και την Σαφιρά να δίνουν η κάθε μια διαφορετική διάσταση στην ιστορία,  να την αλληλοσυμπληρώνουν χωρίς κενά ή υπερβολές, ενώ ταυτόχρονα μας μυούν στον κόσμο τους, στους κανόνες και τα πιστεύω του ως ένα εφιαλτικό Παραμύθι. 

«Οι ανυπάκουες» διαβάζονται απνευστί, προκαλώντας διαρκώς το ενδιαφέρον αλλά και πλείστους όσους προβληματισμούς, κάτι που μόνον η καλή λογοτεχνία μπορεί και καταφέρνει. Στην ποιότητα του βιβλίου συμβάλει με καταλυτικό τρόπο και η μετάφραση από τα γαλλικά του Άγγελου Μουταφίδη μαζί με τις επεξηγηματικές και ενδιαφέρουσες υποσημειώσεις που βοηθούν στην καλή κατανόηση πολλών σημείων. 

«Ούτε ο γιατρός έδειξε σοκαρισμένος. Δεν ήταν βιασμός. Ό,τι έγινε ήταν φυσιολογικό. Είμαι απλώς μια νιόπαντρη πιο ευαίσθητη από τις υπόλοιπες. Ο άντρας μου είναι νέος και ερωτευμένος! Λογικό είναι να φλέγεται από πόθο! Έτσι γίνεται συνήθως. Άλλωστε, ποιος τόλμησε να κάνει λόγο για «βιασμό»; Δεν υφίσταται βιασμός εντός γάμου». 

Περισσοτερα αρθρα