Ο «φόνος» ως μυθολογικό εργαλείο (για τη συλλογή διηγημάτων “Μικρές ιστορίες μετά φόνου” της Κατερίνας Ευαγγέλου-Κίσσα, ISBN: 978-618-210-244-2)
Λίλια Τσούβα

Η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα στο βιβλίο της «Μικρές ιστορίες μετά φόνου» (εκδόσεις Ελκυστής, 2024), καταγίνεται με κοινωνικά προβλήματα που εμφανίζονται σε κλειστά και απομονωμένα περιβάλλοντα, αλλά και με τη σκοτεινή ή εξεγερμένη φύση του ανθρώπου που καταλήγει στην αφαίρεση ζωής ή στην κατάπνιξη του νοσηρού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο επιβιώνει.

Η Ευαγγέλου-Κίσσα σκηνοθετεί δεκαπέντε ιστορίες με θύτες αλλά και θύματα, ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο, έχουν υποστεί σωματική ή ψυχολογική βία και δεν έχουν δυνατότητες διαφυγής γιατί η ζωή τους είναι κοινωνικά προδιαγεγραμμένη. Ο φόνος συνιστά την κορύφωση των μύθων, η αισθητική αντιμετωπίζει το άρρωστο και το απόβλητο ως άξιο προσοχής, τη βία ως κοινωνιογενή (behaviorism).

Τα διηγήματα παρουσιάζουν εύρος τεχνοτροπιών κινούμενα ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον νατουραλισμό, την ηθογραφία και τη δυστοπία. Πρωταγωνιστές άνθρωποι που κατατρύχονται από εμμονές δημιουργημένες από το περιβάλλον, καθορίζονται από έμφυτες ορμές ή την πίεση της στιγμής. Μέθυσοι, αυταρχικοί λόγω πλούτου και δύναμης, άνθρωποι που κινούνται σαν μηχανές λόγω μιας εποχής που έχει απομακρυνθεί από την τέχνη και την επικοινωνία, αλλά και τα θύματά τους, άνθρωποι που ζουν μέσα στον πόλεμο, γυναίκες που υπομένουν κακοποιητική συμπεριφορά μέσα στην πατριαρχία. Προσωπικότητες από τη μια «αγγελικές» που υφίστανται την αδικοπραγία. Από την άλλη, όντα στερημένα ευγενών καταβολών, συμπλεγματικά, που λειτουργούν με τον εγωκεντρισμό ή το ένστικτο. Ο μηχανισμός της βίας έρχεται ως αντίδραση ή άμυνα στη διαφθορά, στην εξαθλίωση, την ανεργία, τη στυγνή καταπίεση.

Η συγγραφική ματιά φέρνει στην επιφάνεια τον καθοριστικό ρόλο του κοινωνικού περιβάλλοντος στη διαμόρφωση του εγκλήματος, ενός περιβάλλοντος που δρα εργαστηριακά, διδάσκοντας και τελικά αναπαράγοντας τη βία (μπιχεβιορισμός). Η γραφή απεικονίζει την εσωτερική περιπέτεια των πρωταγωνιστών, τις νοσηρές καταστάσεις μέσα στις οποίες επιβιώνουν. Τα σκηνικά  συχνά παραπέμπουν στην ελληνική επαρχία, σε εποχές παρελθοντικές που ωστόσο δεν έχουν εκλείψει. Το πλαίσιο δράσης σε κάποιες περιπτώσεις είναι εξωπραγματικό (κατηγορία του φανταστικού) ή δυστοπικό.

Η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα εισάγει τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες στον αινιγματικό κόσμο των ηρώων της, σε έναν κόσμο που απειλεί τη λογική και ενεργοποιεί καταστάσεις αλλόκοτες και παράδοξες. Όλες, ωστόσο, εκκολάπτουν μια λογική επεξήγηση που κατατάσσει το εκάστοτε παράδοξο στη σφαίρα του πιθανού.

[…] «Αχ… Τι τα θες καημένη Λίτσα… Τα βγάζεις απ’ το μυαλό σου», αναστέναξε η Λίτσα καθώς στέγνωνε σε μια πετσέτα τον ήδη καθαρισμένο πάγκο της κουζίνας της. Είχε τελειώσει με αυτό το δωμάτιο. Σειρά είχε το σαλόνι. Τώρα που είχε την ευκαιρία μιας και ήταν μόνη της, θα έκανε μια γερή γενική. Έπρεπε να στρώσει, ζύγωνε χειμώνας. Ο άντρας της είχε πάει εκτάκτως… πού σκατά να έλεγε πως είχε πάει αλήθεια;… Στα τσακίδια; Στον διάολο; Στον αγύριστο σίγουρα…  Τέλος πάντων, θα σκεφτόταν τι δικαιολογία θα έβρισκε για την απουσία του αργότερα. Δε θα ήταν δύσκολο να την  πιστέψουν εξάλλου, θα λέγανε όλοι ‘‘δεν άντεξε στο τέλος ο ανθρωπάκος και την έκανε… ’’Προς το παρόν προείχε να απαλλαχτεί από τον τεράστιο λεκέ που είχε αφήσει η λίμνη αίματος μπροστά στο τζάκι. («Μια πάρα πολύ καλή νοικοκυρά», σελ. 93)

Οι μυθοπλασίες είναι σύντομες, έχουν γρήγορη κορύφωση, ορισμένες ιδιαίτερα τραγική. Η έκπληξη είναι το δομικό τους στοιχείο. Το ρεαλιστικό χωροχρονικό πλαίσιο αφήνει να αναδυθούν οι ταξικές αντιθέσεις, τα τυραννικά αισθήματα, ο κομφορμισμός, η βία, το εν γένει τερατώδες της κοινωνίας και του πολιτισμού. Τοποθετώντας η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα τον φόνο, συμβολικό ή πραγματικό, στο κέντρο της αφηγηματικής παλέτας, υπαινίσσεται την παθογένεια που μαστίζει τις κοινωνίες μας, το κενό επίσης στο οποίο βυθίζεται η άχαρη ζωή της επαρχιακής μικροαστικής κοινωνίας. Με λεπτή ειρωνεία, σαρκασμό ενίοτε και χιούμορ, καταγράφει μια πραγματικότητα που δεν είναι τόσο φανταστική, αντίθετα συχνή και αποτρόπαια. Επιθυμεί επίσης να στηλιτεύσει την απώλεια της ανθρωπιάς και της ευαισθησίας που δεν έπαψε να χαρακτηρίζει τον πολιτισμό μας.

Προσεγμένα διηγήματα που κατασκευάζουν με συνέπεια μια τραγική πλοκή και προσηλώνονται στη σχέση αιτίου-αποτελέσματος. Το άτομο μέσα στην κοινωνία. Η πεζή πραγματικότητα που στρέφει τα μάτια στις σκοτεινές πλευρές της κοινωνίας, σχολιάζει τις  οικογενειακές και συζυγικές σχέσεις, τις νόρμες, τις συμβάσεις, μέμφεται τον φαρισαϊσμό και τον αμοραλισμό, κραυγάζει την ανάγκη για δικαιοσύνη, αυτοδιάθεση, επικοινωνία.

Περισσοτερα αρθρα