Τα σφηνάκια του Οκτώβρη (για δύο βιβλία)
Χριστίνα Λιναρδάκη

Ο Μάγος Αλκαζάρ του Τάσου Ζαφειριάδη – ISBN 9786185697358

Η πόλη της Θεσσαλονίκης βρίσκεται στο επίκεντρο της εξαιρετικής αυτής συλλογής (με τον ευρηματικό υπότιτλο «Είκοσι και έξι χρησμοί/ σκονάκια-αλοιφές-φυλαχτά/ προστασία από τα κακά πνεύματα» που κυκλοφόρησε φέτος  από τις εκδόσεις Το Ροδακιό) του κομίστα και ορθοδοντικού(!) Τάσου Ζαφειριάδη ο οποίος καταθέτει ένα άκρως ενδιαφέρον δείγμα γραφής που φλερτάρει με την υλικότητα ενώ συγχρόνως της αντιστέκεται:

Το ψάρι είναι
            έχει χρώμα χρυσό
                                    μαύρο.
Λέγεται pablogarcia
και είναι κάτοικος
                        Θεσσαλονίκης.

(εναρκτήριο άτιτλο ποίημα με την αρίθμηση I)

Οι ιστορικές μνήμες, όπως είναι ενσωματωμένες στα τοπόσημα της πόλης και όχι μόνο, γίνονται βασική ύλη του ποιητή ο οποίος τις αναδεύει όπως «…στη στάχτη με τη μασιά/ καρφιά και μεντεσέδες/ πυρακτωμένους […] Η μασιά μού καίει τη παλάμη,/ μα δεν την αφήνω» (από το ποίημα «III. Πλατεία Τερψιθέας»). Οι ιστορικές ωστόσο μνήμες μπλέκονται αξεδιάλυτα με τις ατομικές, οι οποίες μπορεί να αποκαλύπτονται, μπορεί όμως και να αποσιωπούνται, όπως στο αξιοσημείωτο ποίημα «XI. Στον πρώτο», το οποίο περιέχει την αναπάντεχη ιστορία ενός κουρέα, για την οποία το ποιητικό υποκείμενο μαθαίνει μόνον αφότου εκείνος φεύγει από τη ζωή. Κι αυτό γιατί «ανάμεσα στις ψαλιδιές» τού μιλούσε μόνο για μπάσκετ («για τον Γκάλη και τον Γιαννάκη»). Η αναφορά στην αποσιώπηση του κυρ-Νίκου μιλά για την ανάγκη που νιώθουν κάποιοι άνθρωποι να μη μιλούν για πράγματα ουσίας, αλλά για επικαιρικά, επειδή εάν μιλήσουν για τα πρώτα αυτά αποκτούν μια υλικότητα που είναι δύσκολο πια να αγνοηθεί. Και από αρκετά άλλα ποιήματα της συλλογής προκύπτουν παρόμοια συμπεράσματα.

Οι ανασυστημένες ατομικές μνήμες μετασχηματίζουν σε κάθε περίπτωση την πόλη σε ένα ζωντανό ψηφιδωτό ανθρώπων, στο οποίο καθένας μετέχει με τη δική του προσωπικότητα και ιστορία. Ωστόσο η πραγματικότητα, και ιδίως η ιστορική, παρουσιάζεται συστηματικά σαν ύλη που διαφεύγει:

Από ψηλά οι τρούλοι
            σαν δέρμα δράκοντα
1.444 φολίδες
            στις καμπούρες του χαμάμ.
Από δίπλα περνούσε χείμαρρος.
Τα ίχνη του πια μόνο σε τεφτέρια και υποθέσεις.

(από το ποίημα «XVIII. Χαμάμ δράκων»)

Η μνήμη εκβάλλει όμως στο παρόν όπου ζει ο ποιητής: «Φιλιόμασταν και γύρω μας έπεφταν ναπάλμ/ Α, λίγο ακόμα να κρατούσε/ μα έπαθε φούιτ η αγάπη μας/ πάτησε στην Κομνηνών τριβόλια» (από το ποίημα «V. Κομνηνών»). Η γλώσσα του είναι ο γοητευτικός συνδυασμός καθομιλουμένης, ανατρεπτικών εικόνων και μεταβάσεων που εξάπτουν τη φαντασία.

Η κυρίαρχη αίσθηση από τη συλλογή πάντως είναι εκείνη της βαθιάς αγάπης για μια πόλη που στάθηκε θεμέλιο της προσωπικής ιστορίας, πρώτο καταφύγιο, πρώτη μανία, πρώτη πληγή: «Αφού στραβός είναι ο βορράς της πόλης,/ όλα μοιάζουν λογικά» (από το άτιτλο ποίημα με την αρίθμηση ΧΙΧ) και που γι’ αυτό ακριβώς γίνεται αντικείμενο έρευνας:

Το Διάταγμα, λέει, της Θεσσαλονίκης
το υπέγραψαν στις 27 Φεβρουαρίου του 380 μ.Χ.
ο Θεοδόσιος ο Α’, ο Γρατιανός και ο Ουαλεντινιανός Β΄,
Συναυτοκράτορες
(πάντα της πάει αυτό το συν- της συμβασιλεύουσας)

(από το ποίημα «XX. Edictum ad populum»)

και εντέλει εργαλείο αυτογνωσίας: «ο καθαείς τη δική του πόλη ξέρει/ και μέσα κουβαλά/ και λεπτομέρειες οι άλλοι ας μη γνωρίζουν» (από το ποίημα «ΧΧΙΙΙ. Για παράδειγμα»). Γι’ αυτό και «Η καθ’ ημάς Θεσσαλονίκη/ δεν είναι/ η καθ’ υμάς Θεσσαλονίκη» (από το άτιτλο ποίημα με την αρίθμηση ΧΧVI) ούτε θα γίνει ποτέ, ας συμπληρώσω.

Σε πολλά ακόμη σημεία θα μπορούσα να σταθώ σε αυτή την άρτια, κατά τη γνώμη μου, από όλες τις απόψεις, συλλογή, πρώτη ατομική του Τάσου Ζαφειριάδη.

 

 

Το χάος είπε της Σόνιας Ζαχαράτου – ISBN 9786185763183

Αρμονική και έξοχα ισορροπημένη η ποιητική αυτή συλλογή της Σόνιας Ζαχαράτου (εκδόσεις Συρτάρι, 2024), επιχειρεί να εγκαθιδρύσει εκ νέου μια κοσμογονία, την ίδια στιγμή που αμφισβητεί την αναγκαιότητά της. Πρόκειται για μια αντίφαση που γίνεται πρόδηλη π.χ. στο ποίημα «Υμέναιος» το οποίο ξεκινά σε ύφος υψηλό  («…να στεφανωθώ με τον λουλουδιασμένο υμέναιο/ να μπω στον μύθο μου/ να σε υποδεχθώ, μυθώδη μου,/ με στεφάνια ηρωικά/ καθώς αφικνείσαι από τους ουρανούς,/ μέσα σε μια έκρηξη,/ Ιανέ, αρσενική Εκάτη, Ίακχε, Ορφέα/ Απόλλωνα και Άδη») για να καταλήξει με μια στροφή 180 μοιρών στην πλήρη απομυθοποίηση: «…ίδιος ξαφνικά με τον παχουλό Βούδα σε μικροαστική κουζίνα του ’50, όπου τρανζίστορ παίζει κι ένα παλιό ρεφρέν “κάθε βραδάκι στις 8”, αλλά και με τα χέρια της θεάς Κάλι, μπαρουτοκαπνισμένα και απελεύθερα… *η θεία Κάλλι μαγειρεύει ένα πεντανόστιμο παστίτσιο».

Δεν είναι όλα τα ποιήματα έτσι. Το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής, αλλά και άλλα – αν και λιγότερα συγκριτικά με τα υπόλοιπα – με έξοχο λυρισμό χτίζει απαράμιλλες εικόνες, χτίζοντας ένα καταφύγιο ομορφιάς για τον αναγνώστη:

…Υπάρχει μια λεύκα πίσω από το σπίτι,
πασπαλισμένη ασήμι και ήχους,
με μίσχους λεπτούς που σαλεύουν τα φύλλα,
με πράσινες στρογγυλές αγκαλιές για το βλέμμα.
Υπάρχουν λίμνες  με κρύσταλλα,
βατράχια και σγουρές πεταλούδες
στο χρώμα των μαλλιών σου που αγαπώ.

(από το ποίημα «Η λεύκα κι εσύ»)

Η αγάπη, και δη η ερωτική, αποτελεί μοχλό της συλλογής και σημείο έμπνευσης για αρκετά ποιήματα (π.χ. «Μνήμη», «Πόθος», «Spes»). Και κρίνεται σε κάθε περίπτωση απαραίτητη. Στο ποίημα «Οικογενειακή ιστορία», για παράδειγμα, ο μυστικός δείπνος γίνεται με τη «Μάνα στη θέση του Χριστού/ να μοιράζει οίνον, άρτον και καρπούς». Το ποιητικό υποκείμενο τη ρωτάει «Τι χρειάζεται η αγάπη;», για να πάρει την απάντηση «Κι εγώ, πώς χωρίς αυτήν;».

Το χάος ωστόσο συνεχίζει να υπάρχει, παρά την παρουσία της: «…το σκοτεινό πλαίσιο/ της κουίντας./ Έναν πόντο πιο ‘κει/ ανοίγει το επέκεινα./ Στα μάτια, το προοίμιο/ του επερχόμενου καταποντισμού» (από το ποίημα «Θέατρο»).

Αρκετές είναι οι επιμέρους θεματικές ενότητες, με σημαντική εκείνη της μετάνοιας όπως φαίνεται στο  ποίημα «Ο φόνος» όπου εξομολογείται η μυθική Αγαύη, ή στα ποιήματα «Blue dark» όπου η νέμεση κυνηγά τον βολεμένο άνθρωπο της Δύσης ο οποίος αδιαφορεί μπροστά στο δράμα των μεταναστών. Τα ποιήματα εμπεριέχουν επανάληψη ουσιαστικά συγκεκριμένων στίχων: «Κι εκείνη την άγνωστη να δεις,/ εκείνη τη Συριανή που/ πέτρινη στεκόταν με το ακέφαλο σώμα/ της κόρης της στα χέρια,/ Ο πατέρας της κρατούσε το κεφάλι,/ ολόξανθο κι ολάνθιστο,/ λίγο πιο κει, λίγο πιο πέρα,/ σαν να ήταν δύο παιδιά·/ μα εκείνα ένα είχαν γεννήσει,/ ολόκληρο» (Blue dark 1) αλλά και «και η Αμάλ η Συριανή,/ με το ακέφαλο σώμα στα χέρια,/ με το ακέφαλο σώμα της κόρης της στα χέρια,/ στέκει ακίνητη./ Κι ο πατέρας με το ολόξανθο κεφάλι,/ λίγο πιο κει,/ λίγο πιο πέρα,/ σαν να ήταν δύο παιδιά·/ μα εκείνα ένα γέννησαν,/ ολόκληρο» (Blue dark 2).

Ωστόσο το χάος εξακολουθεί να υφίσταται, παρά και τη μετάνοια, κυρίως επειδή εκείνη έρχεται αργά:

Έξοδος

Στριμωχτήκαμε στην έξοδο,
κόκκινο φως αναβοσβήνει,
κραυγές εμβρύων μας ακολουθούν.
Έξοδος κινδύνου,
πόρτα περιστρεφόμενη
μας επιστρέφει
στην άβυσσο της μήτρας.
Κι από την άλλη,
έξοδος παγίδα,
ο τρόμος του ανοιχτού χώρου,
διάσπαρτα συντρίμμια,

πολτοποίηση.

Παράλληλα, η θάλασσα και οι λέξεις/τα γράμματα της αλφαβήτου γίνονται μοτίβα που ολοένα επανέρχονται δίνοντας συνεκτικότητα στην πραγματικά επιτυχημένη αυτή ποιητική συλλογή.

Περισσοτερα αρθρα