Η Μαρία των ανθών
Πράξη 1η: ΤΟ ΚΑΡΚΙΝΑΚΙ
Η θεία μου πεθαίνει.
Παρακολουθώ τηλεφωνικά τις τελευταίες στιγμές της.
Νέα, ειδήσεις, αφηγήσεις τρίτων.
Στις 3.05 ψάχνει αντιεμετικό
στις 4.10 δεν εχει παλμό
στις 4.15 έρχεται το ασθενοφόρο
η πίεση χάνεται
η θεία σβήνει.
Λόγια αναμασώνται
βγαίνουν στην ατμόσφαιρα
προσβάλλουν τον αέρα
κάποιοι λένε θ’ αναπαυτεί
άλλοι τη μάχη πως έχει χάσει
οι γιατροί επιχειρούν
με τρυπάνια και μαχαίρια
υγρά και πλαστικούς σωληνες
φωνές, μαραθωνίους στους διαδρόμους
όμως
η θεία σβήνει
ντροπιασμένη απ’ τη λύπη μου
για τον χαμό της πιο γενναίας γυναίκας
αναρωτιέμαι
τι μπορώ να κάνω για εκείνη
καθώς
ο χρόνος περνά
σκίζει τη σάρκα μου σαν άγριο τριαντάφυλλο
που τα αγκάθια του αφήνει πάνω μου ως δώρο
όσο
εκείνη μετράει της τελευταίες της κλωστές
ίσως
η τραγικότερη συνειδητοποίηση
της ενηλικίωσης
είναι αυτή:
να μιλάμε για τους ζωντανούς
σαν να ‘ναι πεθαμένοι
και για τους νεκρούς
σαν να ‘ναι ακόμα ζωντανοί
η θεία έσβησε
και μαζί της
όλη η γλυκύτητα του κόσμου (μου).
Πράξη 2η: ΦΕΞΕ ΜΟΥ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΑΚΟΜΑ
Το πρόσωπό της
είχε δυο μάτια καστανά ορθάνοιχτα
ένα βλέμμα χαμένο
σε μονοπάτια μη γνώριμα
συσπάσεις στο κούτελο
στόμα ανοιχτό
μια έκφραση απάνθρωπη
όλη η φρίκη του πόνου
ζωγραφισμένη με πινέλο τραγωδίας
γεμάτο ακίδες και σύρματα
πάνω στο δέρμα της
δεν ζητά να κοιμηθεί
δεν ζητά ν’ αναπαυθεί
δεν ζητάει φαγητό
λίγο νερό
με το σφουγγάρι στα χείλη
το δωμάτιο
δεν έχει πια τα μεθυστικά αρώματα
που έριχνε πάνω της
στα βραδινά φορέματα με γκλίτερ
ούτε τη φασαρία του σπιτιού
απ’ όλη την οικογένεια που ετοιμάζεται
για μια κοινή έξοδο
το δωμάτιο
είναι λευκό
εξάκλινο
με κίτρινες διαχωριστικές κουρτίνες
η ησυχία καταλαμβάνει τον τόπο
όπως γαλήνια γεμίζει τους χώρους ταφής
κάποιος αναφωνεί
«αυτά τα ζωντανά κουφάρια
μόνο βογγούν
παυσίπονα ζητούν
ζωή είν’ αυτή;
πώς καταλήγει έτσι ο άνθρωπος»
λες
κι ο θάνατος
έχει μορφή
συγκεκριμένη
κι εμείς
– τάχα –
να του επιβληθούμε
θα μπορούσαμε.
Πηνελόπη Αλεξίου
(σε πρώτη δημοσίευση)


