Συνειδητοποίησα ότι ένας καινούργιος κόσμος με συρματοπλέγματα, δεν είναι καινούργιος, αλλά απελπιστικά παλιός.
(ΑΝΝΑ, σελ. 338)
Είμαι Εγώ και Είμαι Εσύ, έχουμε πολλά πρόσωπα και υπάρχουμε παντού.
[…] Και κάποια στιγμή θα γίνω ένα κομμάτι ενός Χαμένου γαλαξία
που ψάχνει το Χαμένο του Σύμπαν.
(ΤΕΤΑΡΤΗ, σελ. 279)
Η προσήλωση στον ανθρωπισμό και την αγάπη βρίσκεται στον πυρήνα του συγκλονιστικού βιβλίου της Χλόης Κουτσουμπέλη Ιερεμιάδα (εκδόσεις Εστία 2023). Αναφερόμαστε σε ένα έργο πολιτικό και οικολογικό, βαθιά ανθρώπινο, που εμπερικλείει τη μάχη του ανθρώπου με το κακό και την πορεία του προς την αυτογνωσία.
Η Ιερεμιάδα εκκινεί την ιστορία της από την Παλαιά Διαθήκη και τον Προφήτη Ιερεμία ο οποίος περιέρχεται σε απόγνωση για την κακία και την ανηθικότητα, τους ψευδοπροφήτες που παραπλανούν τον λαό. Η λογοτεχνική ματιά της Κουτσουμπέλη συνιστά προειδοποίηση προς τον σύγχρονο άνθρωπο για την καταστροφή που επίκειται από την αλαζονική του στάση απέναντι στη φύση και τον συνάνθρωπο. Ιδωμένο από οικολογική και ανθρωπιστική ματιά, το μυθιστόρημα προβάλλει το αίτημα ενός νέου ουμανισμού, απόρροια του αδηφάγου κυνισμού που απειλεί να μας καταστρέψει.
Το βιβλίο με τις αλληγορίες και τους συμβολισμούς του βαδίζει πέρα από την απτή αντίληψη. Αγγίζει το υπαρξιακό και τη δημοκρατία, τον Προμηθέα άνθρωπο με τον γύπα που ο ίδιος γεννάει και τού κατατρώει τα σπλάχνα. Ξεδιπλώνει τον άρρωστο κόσμο μας, αυτόν που χτίζουμε αιώνες και τον οποίο πορευόμαστε. Ένα μαύρο σάβανο τον τυλίγει. Το τέρας που τον απειλεί είναι η ασθένεια, ένας θανατηφόρος ιός, όπως αυτός τον οποίο έζησε πρόσφατα η ανθρωπότητα.
Χειριζόμενη με επιδεξιότητα ένα πλήθος ιστορικών και ανθρωπολογικών στοιχείων, όπως και λογοτεχνικών επιρροών, η Κουτσουμπέλη μετατρέπει το έργο σε φιλοσοφικό δοκίμιο, μια λογοτεχνική κραυγή αλήθειας για τον φρικτό κόσμο που διανύουμε. Σαν τον Μόμπι Ντικ στο αριστούργημα του Μέλβιλ, βάζει τους ήρωες να αναμετρηθούν με τον Λεβιάθαν, το τέρας που φωλιάζει στην ψυχή ενίοτε και του υποτιθέμενα καλού ή ανώτερου. Προσπαθώντας να άρει τον ρατσισμό και τις προκαταλήψεις, εκθέτει στις αφηγήσεις των ηρώων της την καταστροφική δύναμη τής ανθρώπινης αλαζονείας και του τυφλού μίσους. Συνδέει έτσι με το υπέρτατο «είναι» και τους βαθύτερους σκοπούς της ζωής.
Το μυθικό τέρας της Ιερεμιάδας, ο ιός Κέρβερος, μας φέρνει αντιμέτωπους με τους αρχέγονους φόβους και το ένστικτο της επιβίωσης. Βγάζει στην επιφάνεια τον έως τώρα κόσμο μας, την αμετροέπεια και την απληστία, τον εγωισμό, την ανάγκη μας για απόλυτο έλεγχο πάνω στα πάντα. Θεωρώντας πως γίναμε Θεοί, καταστρέφουμε τους όρους από τους οποίους εξαρτάται η ύπαρξή μας, τη φύση και τον συνάνθρωπο. Φαουστικός και νεοδαρβινικός ο κόσμος που έχουμε οικοδομήσει, πιστός στον άτεγκτο και χωρίς συναίσθημα εξορθολογισμό, με μία και μοναδική λατρεία, τον εαυτό μας.
[…] – Η κατάσταση στο Σταθμό έχει καταντήσει απάνθρωπη. Διαμορφώθηκε μια ταξική κοινωνία που αναπαράγει όλη την ανισότητα και την αδικία. Οι πάνω και οι κάτω. Μία ελίτ τού πνεύματος αποφασίζει για την τύχη των ενοίκων του κατώτερου ορόφου, που αποτελούν το υπηρετικό προσωπικό της. Εκτός από θέμα επιβίωσης, για μας είναι και θέμα καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. […] (ΙΣΑΑΚ, σελ. 288)
Αναδεικνύοντας τους απάνθρωπους όρους του πολιτισμού μας μέσα από τους μονολόγους των ηρώων που διαμορφώνουν την πλοκή του έργου, η Κουτσουμπέλη στρέφεται προς τις αξίες του ρομαντισμού, προς τα βασικά και θεμελιώδη: την απλότητα και την αγάπη, τον έρωτα, την επικοινωνία, την αναγνώριση της ετερότητας και της ατομικότητας. Δεν επικαλείται τον παραδοσιακό κόσμο. Η στροφή δεν εκπορεύεται από τη νοσταλγία, αλλά από τη βαθιά γνώση ότι «ο μετέωρος άνθρωπος –ο εξόριστος από τον Θεό και το κέντρο του Σύμπαντος- […] υποπτεύεται ήδη ότι μόνον ένας κόσμος που ξεκινά από αυτόν και καταλήγει στον Άλλο –τους άλλους μετέωρους ανθρώπους- έχει κάποια λογική υπάρξεως ή δυνατότητα να επιβιώσει. […] Τον μετέωρο άνθρωπο θα ισορροπήσει μόνον το άπλωμα του χεριού στους άλλους κατοίκους του πλανήτη και στη φύση ή στις θάλασσες που αιώνες τώρα αγκάλιαζαν την ύπαρξή του».[i]
Έναν νέο Ορθό Λόγο προτείνει στην Ιερεμιάδα η Κουτσουμπέλη. Μια ανοιχτού τύπου δημοκρατία, αντίδοτο στον τυραννικό αυταρχισμό των εξουσιών, αλλά και στο αντιανθρώπινο δόγμα «η επιστήμη για την επιστήμη». Πηγή του έχει την ανάγκη για ηθικό φρένο και όριο, τη συνειδητοποίηση της επώδυνης ματαιότητας, την αντίληψη πως η ανθρωπότητα δεν μπορεί να επιβιώσει σε έναν κόσμο χωρίς νόημα.
Η ανάγκη να συμφιλιωθούμε με τη βαθύτερη, την πιο πνευματική έννοια του κόσμου, οδηγεί τη συγγραφέα να συνθέσει διαφορετικούς χαρακτήρες από διάφορες φυλές και πολιτισμούς οι οποίοι αναμειγνύονται μεταξύ τους και αλληλεξαρτώνται. Δίνοντας έμφαση στην απώλεια της φωνής και της μνήμης, της ικανότητας του ανθρώπου να συνδεθεί με το παρελθόν, στοιχεία που συγκροτούν την υπόστασή του και με τα οποία οικοδόμησε τον πολιτισμό του, τονίζει τη σημασία της ταυτότητας και του προσώπου.
Η μυθοπλασία οικοδομείται σε έναν μελλοντικό χωροχρόνο ερημιάς και θανάτου, ο οποίος βρίσκεται σε διαρκή αντιπαράθεση με τον παρόντα χρόνο: του θετικισμού και της επιστημοσύνης, της εικονικής πραγματικότητας, των υπερβολικών φιλοδοξιών, της εγωιστικής αφοσίωσης στην καριέρα. Μέσα σε ένα πλοίο, μια νέου τύπου Κιβωτό, ελάχιστοι επιβιώνουν από τη συλλογική και ανεπανόρθωτη καταστροφή που επιφέρει ο ιός. Στις σποραδικές κοινότητες που απαρτίζουν στη νέα γη όπου φτάνουν, οι περισσότεροι χωρίς φωνή και μνήμη, ο φόβος για τον επικείμενο και πανταχού παρόντα θάνατο, αλλά και ο κίνδυνος, γίνονται μοχλός που εξωθεί στη συνύπαρξη, την αυτοοργάνωση, την αλληλοβοήθεια. Εμπλέκοντας στις προσωπικότητες των ηρώων τη φροϋδική έννοια της απώθησης (εξωθεί τα τραυματικά βιώματα στο ασυνείδητο), η συγγραφέας βρίσκει αφορμή να μιλήσει για την αιωνιότητα της στιγμής, για τη σημασία της κάθε ημέρας.
Η μνήμη θα επανέλθει. Οι ελάχιστες κοινότητες των επιβιωσάντων ασθενών θα έρθουν σε επαφή με τους υγιείς, τους απρόσβλητους. Στο μεταξύ όμως θα έχουν ανασυρθεί όλα τα τρωτά του πολιτισμού: θέματα πατριαρχίας και ρατσισμού, έμφυλης βίας, φιλίας, εγωισμού, ερωτικών σχέσεων. Αλλά και τα φιλοσοφικά ζητήματα του χρόνου, της ζωής και του θανάτου, της αλήθειας και της πλάνης, του καλού και του κακού. Θα έχει επίσης ωριμάσει η ψυχική και πνευματική ανάγκη για οικοδόμηση μιας καινούριας κοινωνίας, υπό νέους, πιο υγιείς όρους, στη βάση του αληθινού έρωτα και της αγάπης, που συνιστούν τις γενεσιουργές δυνάμεις του καλού, οι οποίες θα επαναλάβουν τον αέναο συμπαντικό κύκλο της ζωής και του θανάτου.
Οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των ηρώων του έργου ενώνονται με τις υπαρξιακές αγωνίες και τα ερωτήματα του αρχέγονου ανθρώπου, με τα ορμέφυτα, το ένστικτο της επιβίωσης, αλλά και την ανθρώπινη ανάγκη για άγγιγμα και συντροφικότητα, για συνεργασία, επικοινωνία, γραφή, τέχνη. Οι χαρακτήρες που οικοδομεί η Κουτσουμπέλη συνάδουν απόλυτα με τα στοιχεία που τους αποδίδονται. Ανάμεσά τους η Άννα, alter ego της συγγραφέως, αλλά και η εκ γενετής μουγκή (όχι εκ του ιού) Τερέζα, ο αυθεντικός τύπος ανθρώπου, που επιβιώνει χάρη στην αλήθεια του, στην πίστη προς τα βιβλία και τη γνώση, την αναζήτηση και την έρευνα, τον έρωτα, τη φύση, τη μητρότητα, τα πιο γονιμοποιά στοιχεία της κοινωνίας.
Η πρόοδος έχει πεθάνει προ πολλού. Η Χλόη Κουτσουμπέλη, πορευόμενη χέρι χέρι με τον παππού Θερβάντες, αλλά και με τον Χέρμαν Μέλβιλ, τη Μάργκαρετ Άτγουντ, στο ώριμο έργο της Ιερεμιάδα, κάνει ρομαντική έκκληση για μία κοινωνία ανοικτής επικοινωνίας και δημοκρατικής ισότητας, αμοιβαίας εμπιστοσύνης, συνομιλίας, έρωτα, αγάπης. Θέτοντας ηθικούς φραγμούς στον άκρατο επιστημονισμό, στοχάζεται την ανάγκη μιας νέας κουλτούρας, ενός νέου ουμανισμού. Η φύση και η τεχνολογία, η κοινότητα των ανθρώπων και η λογοτεχνία, οι ιδέες, συνενώνονται σε αυτή την κουλτούρα.
Το έργο με τους διαλόγους, τις περιγραφές, την εικονοποιία, την πλοκή, κρατά σε διαρκή εγρήγορση τον αναγνώστη και την αναγνώστρια, γεννώντας έναν καταιγισμό συναισθημάτων και προσφέροντας τη δυνατότητα πολλών ερμηνειών. Η Χλόη Κουτσουμπέλη μέσα από το εφιαλτικό σκηνικό, μέσα από τον ζόφο και τον πρωτογονισμό, αφήνει να αναδυθεί το αισιόδοξο μήνυμα της νίκης του έρωτα και της αγάπης. Αλλά και το αίτημα για δημιουργία ενός κόσμου πιο φυσικού, πιο αρμονικού, χωρίς συρματοπλέγματα, χωρίς τις τεχνικές του διαχωρισμού και του εγκλεισμού.
[…] Η καθημερινή ζωή μας με πρωτόγονα μέσα, χωρίς κανένα επίτευγμα του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού, με τον περιορισμένο και ελεγχόμενο καταμερισμό της τροφής, χωρίς καμία πολυτέλεια, όπου τίποτε δεν πετιέται και εξοικονομούμε κάτι από τα πάντα, αυτή η απλή τόσο στοιχειώδης ζωή που έχει ως μοναδικό στόχο την επιβίωσή μας, κατά κάποιο τρόπο μάς έφερε πολύ κοντά στους προγόνους μας, σε εκείνα τα όντα που μόλις είχαν σηκωθεί στα δύο πόδια, οσμίζονταν τον αέρα γύρω τους, μάθαιναν τον ουράνιο χάρτη και ένιωθαν ότι είναι κομμάτι του αχανούς κόσμου. Δεν πίστευαν ότι είχαν περισσότερα δικαιώματα στο Σύμπαν από ό, τι ένα λουλούδι ή μια λιβελούλα. Ερωτεύονταν για να νικήσουν το θάνατο. […] (ΑΝΝΑ, σελ. 120)
Λίλια Τσούβα
[i] Γεώργιος Γραμματικάκης. Ο μετέωρος άνθρωπος και το μέλλον του. Ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.newsnowgr.com/article/1344515/g-grammatikakis–o-meteoros-anthropos-kai-to-mellon-tou.html (τελευταία πρόσβαση, 21.6.2023)