Θα ξεκινήσω με μια αναφορά στην διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο. Ο Μάνος Χατζιδάκις επέλεξε να δώσει την περίφημη διάλεξη σε μια εποχή που, όπως αναφέρει, δεν ήταν ούτε ηρωική ούτε επική· μια εποχή όπου τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου έμειναν μετέωρα και απλώθηκαν παντού — στην πολιτική, στην τέχνη, στις πιο απλές στιγμές της ζωής.
Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή Τρίχορδα και Μονόχορδα για πέντε εποχές, διέκρινα αυτήν ακριβώς τη συνέχεια στη δική μας αντιηρωική και αβέβαιη πραγματικότητα· στη δική μας κουρασμένη, γεμάτη ρωγμές και αδιέξοδα εποχή.
Αν οι απαρχές του ρεμπέτικου συνδέονται με τα τραγούδια των φυλακών, στα Τρίχορδα και Μονόχορδα του Ηλία ακούγεται ο ήχος που διαπερνά τους αόρατους τοίχους του δικού μας παγκόσμιου εγκλεισμού — το τραγούδι κάποιου νέου περιθωρίου που διαρκώς διευρύνεται σε απρόβλεπτα κοινωνικά στρώματα και σήμερα μπορεί να περιλαμβάνει ανύποπτους πολίτες, φοιτητές, μαθητές, διανόηση, καλλιτέχνες. Γίνεται το ρεμπέτικο όλων εκείνων που ζουν με την απειλή να χαρακτηριστούν παραβατικοί εξαιτίας της στάσης και της ίδιας της ύπαρξής τους.
Τρίχορδα και μονόχορδα για 5 εποχές είναι ο αποκαλυπτικός τίτλος της συλλογής στην οποία ο Φραγκάκης καταφέρνει να ενσωματώσει ποίηση, μουσικότητα και φιλοσοφικό στοχασμό σε μια υβριδική σύνθεση. Με όργανα από τη μια τα τρίχορδα — δηλαδή τον ήχο του ρεμπέτικου που, όπως γνωρίζουμε, σταδιακά έσπασε τα όρια του εγκλεισμού και απλώθηκε στην πόλη, στις γειτονιές και τους δρόμους — κι από την άλλη τα μονόχορδα, με τον διττό ρόλο τους: σαν καθαρή νότα του στοχασμού και του μέτρου, αν θεωρήσουμε πως πρόκειται για αναφορά στο μονόχορδο του Πυθαγόρα, μα και σαν τη φωνή του ενός, από τον χάλκινο ήχο ενός μουσικού οργάνου με το όνομα τρόμπα μαρίνα, που άνθισε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης και αποτελεί άμεσο απόγονο του αρχαίου μονόχορδου.
Ο Φραγκάκης πατά πάνω σ’ αυτή τη διπλή βάση:
Τα τρίχορδα/τρίστιχα μιλούν για την κοινωνία, το σώμα, το τραύμα και το συναίσθημα που το διατρέχει.
Τα μονόχορδα/μονόστιχα αναζητούν την εσωτερική πειθαρχία, το μέτρο και τον φιλοσοφικό στοχασμό.
Η συλλογή διαρθρώνεται σε πέντε ενότητες εποχές, που δεν αντιστοιχούν σε φυσικούς κύκλους αλλά σε συναισθηματικά στάδια. Η “Εξέγερση οριζόντων” είναι η αφύπνιση, η ρήξη, ένας ξεσηκωμός ανοιξιάτικος· ο “Άγιος (Θ)έρως” μια έκρηξη από φως και έρωτα · η “Συγκομιδή πανσέληνων” περίοδος απολογισμού και ωρίμανσης· ενώ ο “Ιανός του χιονιού” η σιωπή και η φθορά του χειμώνα· τέλος, η “Αναγέννηση” λειτουργεί ως υπέρβαση της εποχής — μα και μετάβαση ίσως σε μια νέα συνείδηση
Σε αντιστοιχία με το ρεμπέτικο, ο λόγος του είναι λιτός και γεμάτος εσωτερική δύναμη — «γυμνός και απέρριτος» — σε μια εντυπωσιακή αρμονία φόρμας και περιεχομένου.
«Στο περιβόλι της ψυχής τα χόρτα έβαζε η μάννα.
Λάπατα γενναιόψυχα και σέσκουλα ανδρειωμένα.»
Ο ποιητής βαδίζει τον πιο παλιό δρόμο, βαθιά προσωπικό για τον ίδιο μα και για τον αναγνώστη, ώστε όχι ιδιωτικά, μα συλλογικά πια να μας οδηγήσει μπροστά στην πολιτική φθορά και την κοινωνική κόπωση· συλλογικά να κοιτάξουμε έναν κόσμο που δείχνει να έχει χάσει τον προσανατολισμό του.
«Εδώ, καλύψαμε τ’ αγάλματα μην δούνε τη ντροπή μας.». ένας στίχος που μοιάζει με καταγραφή και εξομολόγηση μαζί. Μια ποίηση που δεν ψάχνει για σωτηρία — ψάχνει όμως για την αλήθεια που γεννά η συμπύκνωση.
«Η ομορφιά κρύβεται σε θαμπά τζάμια.
Μήνυμα σαφές – η σύναξη των πάγων αναβάλλεται.»
Αλλού πάλι:
«Ο εξευμενισμός επετελέσθη με εκρήξεις λάβας.
Οι ψευδαισθήσεις επιτρέπονται πάντα κατά το θέρος.»
Και νομίζω πως μας κοιτάζει κοιτάζοντας και τον εαυτό του· χωρίς αυταπάτη μα και χωρίς καταδίκη, για να συμπληρώσει επιστρέφοντας στη διαλεκτική:
«Κανείς χειμώνας δεν είναι οριστικός και αμετάκλητος.»
Δεν θα μπορούσα να μην σταθώ σε δύο στοιχεία που διατρέχουν υπόγεια το βιβλίο: το ένα είναι η γυναικεία φιγούρα — ταυτόσημη με τον έρωτα — το άλλο είναι το υγρό στοιχείο, το νερό, η βροχή. Στους στίχους του η βροχή μυρίζει, μουλιάζει τα βιβλία μας, αφήνει πίσω της ένα χαλί από νεράτζια, επιστρέφει ξανά και ξανά σαν μια τελετουργία κάθαρσης, σαν υπόμνηση πως όλα μεταμορφώνονται.
Σχετικά με τη γυναικεία φιγούρα, αλλού εμφανίζεται σαν ένα κορίτσι που ξαπλώνει στο αψεγάδιαστο φως κι αλλού τα κορίτσια μόνα σαν περιφρονημένα που ξεμακραίνουν, φιλήδονα κορίτσια με κορμιά μονοκοτυλήδονα. «Θλίψη είναι των κοριτσιών τα μάτια που αγνοήσαμε», γράφει ο Φραγκάκης — και στο σημείο αυτό ο συνειρμός με μεταφέρει στον επικήδειο λόγο για τα ρεμπέτικα του Ηλία Πετρόπουλου:
«Είναι σοφός όποιος αγαπά κι ελπίζει, και είναι σοφώτατος ὅποιος λυπάται», γράφει ο Πετρόπουλος. «Δεν σε αναπολώ παρά σαν μιαν όμορφη κοπέλα (ω, μεγαλείον των υψηλών γυναικών) να έρχεσαι με την αγκαλιά γεμάτη άνθη, και τότε σε φιλούσα και με αντιφιλούσες, πίστη μου κι ἐλπίδα μου. Αγάπησα κάποιαν κυπαρισσένια τέως άγνωστη που δεν ξεχνιέται», για να συμπληρώσει έπειτα: «Έρωτα μάθετε οι ενοικούντες επί της γης. Πάντα οι απογοητευθέντες σώζουν την οικουμένη.»
Ο Φραγκάκης, απ’ τη δική του μεριά, κλείνει τη συλλογή του με έναν στίχο — σχεδόν προσευχή: «Κάλλος να ποιείτε. Μα μην ξεχνάτε να απελπίζεστε.»

