Vincit omnia veritas – Συνέντευξη της Ιωάννας Μπουραζοπούλου στη Χριστίνα Λιναρδάκη με αφορμή την τριλογία της “Ο Δράκος της Πρέσπας”
Χριστίνα Λιναρδάκη

Ο Δράκος της Πρέσπας ήταν για μένα μια φανταστική, με όλες τις έννοιες της λέξης, επιβεβαίωση του πώς η πραγματικότητα είναι ζήτημα ερμηνείας και η αναζήτηση της μίας και μοναδικής αλήθειας ουσιαστικά χαμένη υπόθεση. Ευχαριστώ θερμά τη δικαίως πολυβραβευμένη Ιωάννα Μπουραζοπούλου για τη συνομιλία μας, που ήταν ιδιαιτέρως αποκαλυπτική και κινούμενη στα όρια της φιλοσοφίας.

 

**

Ιωάννα Μπουραζοπούλου

Χ.Λ.: Ο δράκος της Πρέσπας είναι ουσιαστικά μια ιστορία συμφιλίωσης και ενότητας που ξεκινά από το ενάντιο, την αντιπαλότητα. Πραγματώνεται δε διαμέσου μιας αλχημιστικής διαδικασίας που υπογραμμίζεται ως τέτοια στο βιβλίο. Καταλύτης σε αυτήν είναι το άνοιγμα της ψυχής στην αλήθεια, το οποίο συντελείται ξανά μέσα από αντιπαλότητες: την εξωτερική πάλη της Βαλμίρας με την Κλάρα, την εσωτερική πάλη της Βαλμίρας με τον εαυτό της. Γιατί όλα πρέπει να εμπλέκουν μάχες;

Ιωάννα Μπουραζοπούλου: Επειδή η συμφιλίωση, η ελευθερία, η συντροφικότητα είναι κατά κανόνα πόθοι προς εκπλήρωση. Είναι πορείες προς το ιδανικό, όχι οριστικοί προορισμοί. Ακόμη κι η δημοκρατία ή η ισότητα είναι μάλλον επιδιώξεις παρά επιτεύγματα, αφού ουδέποτε πραγματώθηκαν πλήρως – μέχρι τώρα τουλάχιστον. Η πορεία εκπλήρωσης κάποιου ιδανικού, το ταξίδι στην Ιθάκη, με τις εσωτερικές διεργασίες και τις εξωτερικές προκλήσεις, είναι για μένα η πιο γοητευτική αφήγηση. Έστω κι αν δεν προκληθούν μάχες, με την έννοια των φυσικών αναμετρήσεων, ένα τέτοιο ταξίδι προϋποθέτει εκθεμελιώσεις και πόνους γέννας, καθώς υποχωρεί το παλιό για να αναδυθεί το καινούργιο. Οι ηρωίδες και οι ήρωες της τριλογίας του Δράκου ζουν σε ένα καθεστώς κανόνων και αξιών που βασίζεται στον φόβο και το μίσος. Έχουν αποδεχτεί διαχωρισμούς και απαγορεύσεις ως νομοτελειακές, εξουσιαστικές σχέσεις ως δεδομένες, στερεότυπα και προκαταλήψεις ως αντικειμενικά, και δοκιμάζουν για πρώτη φορά να τα αμφισβητήσουν. Αυτό το επώδυνο και ενδιαφέρον ταξίδι ανθρώπων και κοινωνιών προς μια νέα συνειδητοποίηση, γεμάτο αμφιβολίες, παλινωδίες και απώλειες, πλάνες και διαψεύσεις, αλλά και στιγμές ανάτασης, ανιδιοτέλειας και ψυχικού μεγαλείου, περιγράφει η τριλογία.

 

Χ.Λ.: Παρά τη λειτουργία της αλήθειας ως καταλύτη στη διαδικασία της συμφιλίωσης, το βιβλίο διατρανώνει ότι δεν υπάρχει μία αλήθεια. Αντιθέτως, η αλήθεια (ως κάτι αντικειμενικό, ως πραγματικότητα) αναδεικνύεται σαν ζήτημα προς αμφισβήτηση. Πώς συμφιλιώνονται αυτές οι προσεγγίσεις;

Ι.Μ.: Ως μια παραλλαγή του σπηλαίου του Πλάτωνα. Περιορισμένοι στην οπτική της όχθης τους, οι τρεις πληθυσμοί που κατοικούν γύρω από τη λίμνη, θεωρούν, ο καθένας τους, τη δική του θέαση ως μοναδική. Οι θεάσεις των απέναντι όχθεων μοιάζουν παράλογες και εχθρικές, η ύπαρξη και μόνο των γειτόνων εκλαμβάνεται ως απειλητική για την δική τους. Όταν ανοίγει ο φακός και ατενίζουν το σύνολο της λίμνης, όταν δηλαδή βρουν τη δύναμη να υπερβούν το μίσος και τον φανατισμό, και να γνωρίσουν τους γείτονες, διαπιστώνουν πόσες ομοιότητες έχουν με αυτούς. Τότε επιχειρούν για πρώτη φορά να επενδύσουν στις ομοιότητές τους και να αξιοποιήσουν δημιουργικά τις διαφορές τους, αντί να καταδυναστεύονται από αυτές. Την ίδια εμπειρία διεύρυνσης πνεύματος βιώνει και ο Αλχημιστής, στο θεατρικό έργο που εξελίσσεται παράλληλα με το μυθιστόρημα. Εκείνος καταλύει το φράγμα του χρόνου και βλέπει τον εαυτό του ταυτόχρονα σε διαφορετικές ηλικίες, ως μαθητή και ως γέρο-δάσκαλο. Το τέλος του συναντά την αρχή του, διαγράφοντας κύκλο, όπως οι δρακολόγοι σπάνε το φράγμα των συνόρων και ενώνονται γύρω από τη λίμνη.

 

Χ.Λ.: Συγχρόνως, η αλήθεια της μιας συλλογικότητας/του καθενός τον εμποδίζει να δει την αλήθεια των άλλων, σε αυτό το συγκλονιστικό εύρημα του τέλους που ο καθένας βλέπει τη λίμνη όπως έχει μάθει να τη βλέπει και δεν μπορεί καν να δει πώς τη βλέπουν οι άλλοι.

Ι.Μ.: Αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο, αν όχι τακτική των συστημάτων εξουσίας, να οδηγούν κοινωνικές ομάδες ή λαούς στο να ορίζουν τους εαυτούς τους ως αντίθετοι των υπολοίπων. Έτσι όλη η περηφάνεια και ο αυτοσεβασμός της κοινωνικής ομάδας ή του λαού απορρέει από το γεγονός ότι είναι ασύμβατοι με τους γύρω τους. Τότε η αντιπαλότητα γίνεται μονόδρομος, αφού δεν υπάρχει άλλη ταυτότητα πέρα από εκείνη του ενάντιου. Το να συμβιώνεις με τον «άλλο» διατηρώντας την ιδιαιτερότητά σου και σεβόμενος τη δική του, παρουσιάζεται ως σχήμα οξύμωρο. Οι σύγχρονες κοινωνίες επιδιώκουν την ομοιογένεια, προτεραιότητα που δεν βλέπω στη Φύση. Το αντίθετο, η βιοποικιλότητα είναι εκείνη που θωρακίζει τα οικοσυστήματα. Όταν μειώνεται η βιοποικιλότητα τα οικοσυστήματα νοσούν ή καταρρέουν. Ομοίως, η ποικιλία πολιτισμών, θρησκειών, γλωσσών, ιδεών, εκδηλώσεων και εκφράσεων της ανθρώπινης αντίληψης, και η αλληλεπίδραση μεταξύ τους, είναι το φυσικό αντιβιοτικό των κοινωνιών. Τις προστατεύει από τον αφανισμό, όπως η ποικιλία των οικοσυστημάτων και η μεταξύ τους αλληλεπίδραση είναι το φυσικό αντιβιοτικό του πλανήτη. Οι ηρωίδες και οι ήρωες της τριλογίας νομίζουν ότι αν περιχαρακωθούν και εξολοθρεύσουν τους «αλλόχθιους» προστατεύονται, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι πρόκειται για υπονομευτικό μηχανισμό. Όχι μονοκαλλιέργεια, διδάσκει η φύση, όχι ένα είδος, αλλά πολλά και διαφορετικά. Θα σβήσει ένα είδος αν είναι μοναδικό.

 

Χ.Λ.: Το βαθύτερο νόημα του βιβλίου είναι ότι η αλήθεια είναι τελικά καλειδοσκοπική;

Ι.Μ.: Όπως κάθε ιστορία ανθρώπινων κοινωνιών, η τριλογία πλέει σε ένα πέλαγος νοημάτων, φιλοσοφικών, κοινωνικών, πολιτικών, τα οποία δυσκολεύομαι να ιεραρχήσω. Υπάρχει κάποιο εξέχον, βαθύτερο, νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη; Σε κάθε τόμο ξεδιπλώνεται ένα φάσμα αντιλήψεων και ένα πανόραμα συμπεριφορών, που οδηγούν σε συγκεκριμένα συμπεράσματα, αν περιοριστεί κανείς στην ανάγνωση του τόμου.  Στον επόμενο τόμο μια καινούργια πραγματικότητα ξεπροβάλλει, με τα δικά της επιχειρήματα, τις δικές της νόρμες και βιοθεωρίες, εμπλουτίζοντας τα συμπεράσματά μας. Διαβάζοντας και τους τρεις τόμους, διακρίνονται οι αναλογίες ανάμεσα στις όχθες, τα τριγωνικά σχήματα συμπεριφορών και η συμπληρωματικότητα των λαών. Νομίζω το βαθύτερο νόημα της τριλογίας είναι η ομορφιά των αναζητήσεών μας, όταν ξεπερνιέται ο φόβος και ο εγωισμός.

 

Χ.Λ.: Πάντως η αλήθεια φέρνει την ακύρωση και το τέλος των ψεμάτων και των σκοτεινών μυστικών, με έναν απελευθερωτικό τρόπο.

Ι.Μ.: Φέρνει την ανάδειξη μιας αισιόδοξης πιθανότητας. Η τριλογία είναι η πορεία προς την Ιθάκη, όχι η άφιξη στο λιμάνι της. Περιγράφει τους  Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες, τις Σειρήνες, τους Λωτοφάγους, τη σημασία της φιλοξενίας, την ανάγκη της αλληλεγγύης. Οι δύο πρωταγωνιστές, ο Εμμανουήλ και η λούνα, που φυγαδεύονται εσπευσμένα από τη νότια όχθη,  βρίσκουν καταφύγιο στις ξένες όχθες, όπως ο ναυαγισμένος Οδυσσέας έβρισκε καταφύγιο στα διάφορα νησιά. Η Ιθάκη είναι αυτό που σχηματίζεται προοδευτικά στο μυαλό των φυγάδων, καθώς δείχνουν εμπιστοσύνη στους αλλόχθιους, αφυπνίζονται και ωριμάζουν. Κάνοντας τον κύκλο της λίμνης γίνονται πρεσβευτές της ενότητας, παρότι τίποτε τέτοιο δεν ήταν στις αρχικές τους προθέσεις. Το αν η συνειδησιακή μεταβολή θα οδηγήσει σε κάποιο πολιτικό αποτέλεσμα, αφήνεται στην κρίση του αναγνώστη. Ήδη από την έναρξη του πρώτου τόμου ο Αχλημιστής μας προειδοποιεί ότι μόνο στα τρία από τα τέσσερα στάδια της μεταμόρφωσης θα μας συντροφεύσει. Στο τέταρτο στάδιο θα φτάσουμε μόνοι. Εκεί η λογοτεχνία σιωπά και τον λόγο έχει η ζωή.

 

Χ.Λ.: Οι πέντε αισθήσεις στο βιβλίο έχουν μια εξαιρετική υλικότητα. Η πραγματικότητα συναρτάται πολύ με το τι γίνεται αντιληπτό μέσα από αυτές. Ισχύει λοιπόν πως οι αισθήσεις μας μπορεί τελικά να έχουν περιοριστική δράση; Μήπως δεν πρέπει εντέλει να πιστεύουμε τα μάτια μας;

Ι.Μ.: Η οπτική αντίληψη είναι λειτουργία του εγκεφάλου όχι των ματιών. Τα μάτια στέλνουν ουδέτερες πληροφορίες, που ο εγκέφαλος καλείται να ερμηνεύσει, να συσχετίσει και να κατανοήσει. Εκεί βρίσκεται η ρίζα των διαφορών μας. Σημασία δεν έχει τι βλέπουμε, αλλά πώς το ερμηνεύουμε, αφού την ερμηνεία θα καθορίσουν οι εμπειρίες μας, τα τραύματα και τα βιώματά μας, οι προκαταλήψεις και τα πιστεύω μας. Οι επικοινωνιολόγοι έχουν αναγάγει την χειραγώγηση των εντυπώσεών μας σε επιστήμη, ενώ η τεχνολογία των εικόνων δημιουργεί ψευδείς πραγματικότητες που δύσκολα ξεχωρίζουν από τις υπαρκτές. Από την άλλη, σύγχρονες θεωρίες Φυσικής αμφισβητούν ακόμη και το ό,τι βλέπουμε το ίδιο πράγμα ή το ίδιο χρώμα, αφού κανείς δεν μπορεί να δει με τα μάτια του άλλου. Η ερώτηση «αν πρέπει να πιστεύουμε στα μάτια μας», σηκώνει πολλή συζήτηση.

 

Χ.Λ.: Έχω δει, σε άλλες συνεντεύξεις σας, ότι ταυτίζετε τον Δράκο με τον φόβο που νιώθουμε για οτιδήποτε άγνωστο και απειλητικό. Μετά την ανάγνωση του βιβλίου σας, προσωπικά θα ταύτιζα τον Δράκο με τον ίδιο τον άνθρωπο, που γίνεται απάνθρωπος για τα λεφτά.

Ι.Μ.: Και δεν θα είχατε άδικο. Υπάρχουν πολλοί δράκοι κρυμμένοι στην τριλογία, που δεν μοιάζουν μεταξύ τους. Ο υπερφυσικός δράκος του μυθιστορήματος, που σπέρνει τον τρόμο και το μίσος, είναι προϊόν της δικής μας απληστίας και κτηνωδίας. Δίπλα σε αυτόν υπάρχει ένας ανθρώπινος δράκος σε κοινή θέα, δηλαδή τρεις γέροντες με το επώνυμο Δράκος, που κάποτε μοιράζονταν το ίδιο σπίτι και αναγκάστηκαν να χωριστούν μετά τον διχασμό. Ο ψυχικός τους δεσμός, ανεπηρέαστος από πολιτικές και συμφέροντα, ανεπηρέαστος από γεωγραφικούς, εθνικούς, θρησκευτικούς και γλωσσικούς διαχωρισμούς, παρουσιάζεται ως η αληθινή μαγεία στο παραμύθι. Έτσι ο υπερφυσικός δράκος ξεφουσκώνει όταν αποκαλύπτονται τα τεχνάσματα που τον δημιούργησαν, ενώ ο τρισυπόστατος Δράκος γιγαντώνεται όταν ενώνονται οι λαοί. Εμείς επιλέγουμε ποιον δράκο θα θρέψουμε.

 

Χ.Λ.: Βιβλία σαν το δικό σας δίνουν ορατότητα σε υπαρκτά προβλήματα όπως η εμπορία ανθρώπων και είναι πολύ σημαντικό αυτό, όχι μόνο επειδή αυξάνει την επίγνωση του κόσμου σχετικά, αλλά και γιατί συνηγορεί προς μια θέαση της λογοτεχνίας ως απεικόνισης της πραγματικής ζωής, η οποία είναι μαχητή για ορισμένες λογοτεχνικές θεωρίες.

Ι.Μ.: Σε κάθε όχθη, οι γητευτές του δράκου – διαχειριστές του κεφαλαίου, γιατί ο υπερφυσικός δράκος είναι βασικά ένα εμπορικό προϊόν – συνδέονται με το κοινό έγκλημα. Επειδή η δίψα για χρήμα και εξουσία, αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσει σε σύμπραξη με τον υπόκοσμο. Έτσι σε κάθε τόμο της τριλογίας υπάρχει μια όψη του υποκόσμου που υπηρετεί τη διεφθαρμένη εξουσία, άρα είναι και σε θέση να την εκβιάζει. Ενόσω λοιπόν οι τρεις λαοί της λίμνης μάχονται λυσσαλέα για τα ιδανικά τους, ο υπόκοσμος των τριών χωρών βρίσκεται σε απόλυτη σύμπνοια και αγαστή συνεργασία. Υπηρετεί την εγχώρια πολιτική εξουσία και ταυτόχρονα την ελέγχει, ενώ κάνει τη βρώμικη δουλειά για τους ξένους εντολείς. Από τη στιγμή που θα στηθεί ένα τέτοιο πλέγμα ανίερων σχέσεων, αλληλοεξαρτήσεων και αλληλοεκβιασμών, οι λαοί έχουν μικρές πιθανότητες να διακρίνουν τη διαφορά μεταξύ ιδεολογίας και ανήθικης σκοπιμότητας.

 

Χ.Λ.: Να δούμε και τον ρόλο του ύπνου στο βιβλίο; Ο ύπνος, τις φάσεις του οποίου συνδέετε με το πλήθος και το περιεχόμενο των ραψωδιών της Οδύσσειας, είναι ένα φανταστικό εύρημα έτσι όπως τον παρουσιάζετε; Ή υπάρχει και επιστημονική βάση σε όλο αυτό; Φαίνεται πολύ αληθοφανής η εξήγηση.

Ι.Μ.: Ο ύπνος είναι ένα άγνωστο σύμπαν που μόλις τον 20ο αιώνα ξεκινήσαμε να εξερευνούμε.  Διάβασα βιβλία σύγχρονων νευρολόγων και εντυπωσιάστηκα από τις θεωρίες και τις ανακαλύψεις. Ουσιαστικά ούτε καν το θεμελιώδες ερώτημα «γιατί κοιμόμαστε;» δεν έχει απαντηθεί ικανοποιητικά. Έχει αποδειχτεί η σχέση του ύπνου με τη μνήμη, με την αντίληψη, με τον έλεγχο των εμπειριών μας. Οι ανακαλύψεις είναι ραγδαίες, αλλά όσα συμπεράσματα κι αν εξαχθούν, η επιστήμη επιφυλάσσεται ότι άλλα τόσα μπορεί να μας διαφεύγουν. Ακριβώς επειδή το πεδίο του ύπνου είναι ακόμη ανεξερεύνητο, αποφάσισα να το εκμεταλλευτώ μυθοπλαστικά. Όχι, δεν υπάρχει καμία σύνδεση μεταξύ ομηρικού έπους και ύπνου, αλλά βοήθησε να συνδέσω τον κόσμο του συνειδητού με εκείνον του ασυνείδητου. Η Οδύσσεια, αυτό το υπέροχο αρχαιοελληνικό έπος, αποτελεί σημείο αναφοράς για τους σύγχρονους πολιτισμούς και είναι αναγνωρίσιμο από όλους τους κατοίκους του πλανήτη ό,τι γλώσσα κι αν μιλάνε. Άρα μας ενώνει ο Όμηρος. Μας ενώνει η Τέχνη. Ο πλανόδιος θίασος των Όναρ (αρχ.ελλην. «όνειρο»), που περιοδεύει από όχθη σε όχθη και δίνει παράσταση σε κάθε τόμο, σαν αύρα που αναδύθηκε από το πανανθρώπινο έπος, γίνεται η συγκολλητική ουσία των λαών της λίμνης.

 

Χ.Λ.: Θα ήθελα να μου πείτε και για τα ονόματα των ηρώων/ηρωίδων σας. Τα εμπνευστήκατε από παραδόσεις/τη λαϊκή κουλτούρα;

Ι.Μ.: Υπάρχουν τόσα πολλά ονόματα στην τριλογία, τριών διαφορετικών εθνοτήτων, που είναι δύσκολο να τα απαριθμήσω. Τα περισσότερα  επιλέχθηκαν με βασικό κριτήριο να τα θυμάσαι εύκολα, ειδικά τα ξένα, να τα συγκρατεί στη μνήμη του ο αναγνώστης – τεράστιο πρόβλημα στα πολυπρόσωπα μυθιστορήματα – και να τα ξεχωρίζει μεταξύ τους. Συνεπώς έπρεπε να έχουν διαφορετικό αρχικό γράμμα και τονισμό ή να έχουν αρκετές συλλαβές, κάτι που βοηθάει στον μεταξύ τους διαχωρισμό. Το αντίθετο ίσχυσε για την πρωταγωνιστική  ομάδα του πρώτου τόμου, τους «πεζογράμματους». Εκεί αναζητήθηκαν ψευδώνυμα με το ίδιο αρχικό, το πεζό λάμδα – «λούνα», «λέανδρος», «λαοκόων», «λυγκέας», «λιράνα», που το καθένα έχει τη δική του ερμηνεία, επειδή σε αυτή την περίπτωση η επιλογή δεν ήταν τυχαία. Ευτυχώς η ομάδα διαθέτει διερμηνέα που μας εξηγεί τον ρόλο κάθε μέλους, όπως υποδηλώνεται από το ψευδώνυμό του. Η ομάδα των πεζογράμματων αποτελεί την πρώτη μας σύνδεση με τη ραψωδία «λ» της Οδύσσειας, τη λεγόμενη Νέκυια, που βρίσκεται στο υπόβαθρο της πλοκής.

 

Χ.Λ.: Μολονότι μεγάλο μέρος του βιβλίου μοιάζει με κατάβαση, παρόμοια της νέκυιας του Ομήρου, όπου κάνετε πολλές φορές αναφορά, το τέλος του είναι φωτεινό και ελπιδοφόρο. Θα μπορούσε να μην είναι.

Ι.Μ.: Η κατάβαση του Οδυσσέα στον Άδη είναι η πιο μυστικιστική σκηνή της Οδύσσειας, γιατί εκεί ο Οδυσσέας συναντά το παρελθόν του, τους νεκρούς ήρωες της δικής του αρχαιότητας, Θησέα, Τειρεσία, Ηρακλή. Διαγράφει έναν μεταφυσικό κύκλο στο χρόνο, παρόμοιο με του Αλχημιστή στο θεατρικό έργο. Επανέρχεται όμως στη ζωή, ξαναβγαίνει στον κόσμο των ζωντανών, αφήνοντας πίσω το σκοτάδι του Άδη, για να ξεκινήσει το ταξίδι του προς την Ιθάκη. Αυτόν τον κύκλο καλείται να κλείσει η πρωταγωνίστρια στο τέλος της τριλογίας. Να μην δραπετεύσει στο εξωτερικό για να σώσει τον εαυτό της. Να επιστρέψει στον κόσμο της, δηλαδή στον πρώτο τόμο, στην Ελλάδα, από την οποία αναγκάστηκε να το σκάσει, όπως ο Οδυσσέας επέστρεψε στο καράβι και στους συντρόφους του μετά την κατάβαση στον Άδη. Να εκπληρώσει, όπως κι εκείνος, την αποστολή της. Φυσικά υπάρχουν κίνδυνοι, για τους οποίους έχει προειδοποιηθεί, όπως προειδοποιήθηκε και ο Οδυσσέας από τον Τειρεσία. Τώρα όμως που αφυπνίστηκαν οι όχθες και η συμμετοχή της λούνα έγινε καθοριστική για την έκβαση των εξελίξεων, είναι δυνατόν να τους εγκαταλείψει; Όπως ανέφερα και σε προηγούμενη ερώτησή σας, η απάντηση στο δίλημμα της πρωταγωνίστριας, δίλημμα που όλοι έχουμε βιώσει κατά καιρούς, ανήκει στον αναγνώστη.-

Περισσοτερα αρθρα