Γνωστές οι δυστοπικές συνθήκες στις οποίες τοποθετεί τους ήρωές της η Βασιλική Ηλιοπούλου και Το αθώο δεν αποτελεί εξαίρεση. Τι γίνεται λοιπόν όταν το μικρό αδερφάκι ενός 6χρονου παιδιού χάνεται από προσώπου γης; Και, λίγο μετά, η μητέρα του αυτοκτονεί μην μπορώντας να αντέξει το βάρος της απουσίας; Το παιδί καταλήγει στο ορφανοτροφείο ρημαγμένο και εκεί μεγαλώνει όπως μπορεί.
Η Εύα, η ηρωίδα του βιβλίου και ο φακός μέσα από τον οποίο βλέπουμε τα γεγονότα όπως ξετυλίγονται, είναι ένα τέτοιο παιδί. Τη συναντάμε όταν εκείνη είναι πια 20 χρονών, παντρεμένη με κάποιον πολύ μεγαλύτερό της που πεθαίνει στις πρώτες σελίδες. Την τραγικότητα δηλαδή των πρώτων χρόνων της ζωής της και του ορφανοτροφείου ακολούθησε η τραγικότητα ενός παράταιρου γάμου με μια πατρική πιθανώς φιγούρα, ουσιαστικά έναν γέρο, που διάλεγε μέχρι και τα ρούχα που εκείνη φορούσε. Μετά τον θάνατό του, η Εύα αποφασίζει να τον κηδέψει στην κοινή τους πατρίδα, το νησί, βρίσκοντας έτσι την αφορμή να επιστρέψει στο σημείο μηδέν, 14 χρόνια μετά τα γεγονότα.
Η Εύα, όντας ένα κορίτσι του ορφανοτροφείου, δεν έχει καμία σχέση με τα παιδιά της ηλικίας της. Τη βλέπουμε μάλιστα σε μια σκηνή δίπλα σε συνομίληκά της κορίτσια με τα οποία δεν έχει τίποτα κοινό. Δεν έχει άποψη για το πώς θα ντυθεί, έχει προφίλ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά όχι φίλους, ούτε κι έξω έχει φίλους και ο μόνος άνθρωπος που νιώθει ότι μπορεί να συμβουλευτεί είναι ένα μέντιουμ που λέει τα ταρώ στο διαδίκτυο χωρίς προσωπική συναισθηματική εμπλοκή. Κι ενώ αγνοεί πολλά πρακτικά ζητήματα, κάποια ιδιαίτερα σημαντικά, η Εύα δίνει μεγάλη προσοχή σε ό,τι της λένε για να μην της ξεφύγει τίποτα και παρατηρεί πολύ προσεκτικά. Φαίνεται ωστόσο να έχει καθηλωθεί στον «μαγικό» τρόπο σκέψης που είναι χαρακτηριστικός της παιδικής ηλικίας:
«Αναρωτήθηκε γιατί οι άνθρωποι που κατασκεύασαν το πλοίο, αντί ν’ ανοίξουν αληθινά παράθυρα στις καμπίνες, έφτιαξαν ζωγραφιστά. Θυμήθηκε όμως πως όταν ήταν μικρή στο ορφανοτροφείο την έδεναν για πολύ καιρό στο κρεβάτι μέχρι να μάθει να μην υπνοβατεί. Και σκέφτηκε πως είναι πολύ επικίνδυνο για ένα παιδί που υπνοβατεί να κοιμάται σε μια καμπίνα με ένα παράθυρο αληθινό, ανοιχτό στη θάλασσα. Αλλά και κλειστό ακόμα ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί, σκέφτηκε η Εύα, γιατί όταν η θάλασσα φωνάζει τα παιδιά, εκείνα την ακούν».
Έχει η Εύα επίγνωση της κατάστασής της; Ίσως ναι, ίσως και όχι. Βλέπουμε την αντίδρασή της όταν κοιτάζει μια σέλφι που τράβηξε μαζί με τον νάνο Αρρίκο, παλιό γνώριμό της από το ορφανοτροφείο, τον οποίο ξανασυναντά:
«Έπειτα έσκυψαν και οι δύο μαζί στο ΜΜ [το κινητό της] για να δουν τη φωτογραφία. Τα δύο πλάσματα που τους κοιτούσαν μέσα από εκεί ήταν αγέλαστα, σαν να είχαν ποζάρει για μια τυπική φωτογράφιση ταυτότητας ή διαβατηρίου, που κάποιος τους ανάγκασε να κάνουν. Σαν ένα τυπικό πρώτο βήμα προτού συνεχίσουν τον δρόμο τους, μόνο και μόνο για να αφήσουν πίσω την εικόνα τους, ώστε να μπορεί κάποιος να ψάξει γι’ αυτούς αν τυχόν τους κατάπινε η ομίχλη, σκέφτηκε η Εύα, και τους δύο μαζί, καθώς δεν διέφεραν και πολύ. Και ποιος θα έψαχνε για μας; Αναρωτήθηκε η Εύα. Είμαστε οι τελευταίοι των ανθρώπων, οι τελευταίοι τελευταίοι των ανθρώπων, δεν υπάρχουν άλλοι μετά από μας, είμαστε οι μοναδικοί τελευταίοι, είμαστε οι μοναδικοί, σκέφτηκε κι ένιωσε μια αναστάτωση στις ρίζες των μαλλιών».
Μολονότι είναι πολλά τα πρακτικά ζητήματα που δεν γνωρίζει, και μολονότι πιθανώς δεν έχει πλήρη επίγνωση του τι είναι η ίδια, η Εύα είναι πάντως ψύχραιμη και μεθοδική. Και είναι ψύχραιμη και μεθοδική παρά τις επίμονες αναμνήσεις από τις γυναίκες που καθόρισαν τη ζωή της (τη φωνούλα της μικρής αδερφής της, το θέαμα της απαγχονισμένης μάνας της, την άρνηση της γιαγιάς της), οι οποίες τη στοιχειώνουν σε ολόκληρο το βιβλίο και πιο δυνατά από τη στιγμή που επιστρέφει στο νησί. Και παρ’ ότι το παιδί μέσα της είναι η κυρίαρχη παρουσία ή ίσως μάλλον ακριβώς γι’ αυτό, είναι αποφασισμένη. Αποφασισμένη να βρει τη ρίζα του κακού.
Έτσι, μεταξύ άλλων, επιστρέφει στο ερειπωμένο πατρικό της – που πλέον κατοικείται από αλλοδαπούς εργάτες – για να αγγίξει το τσιγκέλι του ταβανιού απ’ όπου κρεμάστηκε η μάνα της, σαν σε μια προσπάθεια να αγγίξει εκείνη ή κάτι δικό της. Συγχρόνως, βρίσκει τα υπόλοιπα παιδιά που στο μεταξύ έχουν επίσης μεγαλώσει. Και φέρνει τα πάνω κάτω.
Αλλά φτάνει στο επιθυμητό αποτέλεσμα, γιατί εντέλει γίνεται η αποκάλυψη του εγκλήματος. Γιατί φυσικά για έγκλημα επρόκειτο. Στις τελευταίες βέβαια σελίδες, αλλά δεν έχει σημασία: τελικά η σιωπή σπάει. Ο άνθρωπος που έφταιγε περισσότερο απ’ όλους, γιατί ήταν επιλογή του όχι μόνο να μη σώσει τη μικρή Ειρήνη αλλά και να εξαφανίσει τη σορό της μετά, φρόντισε βέβαια για τα προς το ζην της Εύας έκτοτε. Ήταν όμως ένα τραγικό ζην, που ακύρωσε την πράξη του από κάθε νόημα.
Το τέλος του βιβλίου βρίσκει αυτόν και την Εύα να πορεύονται προς τον γκρεμό, μετά την ομολογία του. Θα πέσει μόνο ο Μορρές; Ή μήπως και η Εύα; Ή μήπως τελικά η Εύα θα ζήσει; Και πώς; Θα κρατήσει το πατρικό της σπίτι ή θα το παραχωρήσει στον δήμαρχο; Θα επιστρέψει στην πόλη; Τι είδους μέλλον την περιμένει;
Τα ερωτήματα που μένουν αναπάντητα είναι πολλά, όπως σε κάθε καλό βιβλίο που κλείνει με κάποια βασικά ζητήματα να παραμένουν ανοιχτά, επιτάσσοντας την ενεργητική συμμετοχή του αναγνώστη και τη δική του απόφαση για το πιθανό τέλος.
Η αίσθηση όμως που αφήνει στον αναγνώστη Το αθώο είναι η ίδια με αυτήν που έχουμε όταν κοιτάμε μια χαίνουσα πληγή. Η πληγή δεν κλείνει με τη δικαίωση, σταματά ίσως μόνο το αίμα που τρέχει. Το σοκ είναι εκεί, το ίδιο και ο πόνος. Το αν θα επουλωθεί τελικά το τραύμα, θα εξαρτηθεί από το πόσο ευνοϊκό θα αποδειχθεί το μέλλον. Στο τι μπορεί να επιφυλάσσει, γιατί εκεί κρύβονται και η καταστροφή και η λύτρωση – χωρίς καμία από τις δύο να είναι εξασφαλισμένη. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι πιο λυπηρό από αυτή την αβεβαιότητα.
Χριστίνα Λιναρδάκη