“Τι δεν είπαν τα ελάφια” της Κατερίνας Κοζή
Ευσταθία Π.
Κατερίνα Κοζή

Στο πρώτο ποιητικό βιβλίο της Κατερίνας Κοζή με τίτλο Τι δεν είπαν τα ελάφια, το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΑΩ τον χειμώνα του 2024 με ISBN 9786185845261, το εξώφυλλο σε συνδυασμό με τον τίτλο μας προϊδεάζουν για το περιεχόμενο και ταυτόχρονα μας γεννούν μια αναγνωστική προσδοκία. Η φιγούρα του μακρυκέρατου ελαφιού, στο εξώφυλλο που φιλοτέχνησε η Φωτεινή Χαμιδιελή δημιουργεί ένα αίσθημα επικείμενης μαρτυρίας. Πρόκειται να γίνουμε κοινωνοί ενός μυστικού, να εκτεθούμε σε όσα ο τίτλος ισχυρίζεται πως «δεν είπαν τα ελάφια». Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί το motto της συλλογής «Αιώνια ζωή την είδα/κι εσύ την είδες ελάφι» της Αλεξάνδρας Πλαστήρα. Έτσι, πριν καν περάσει κανείς στον κορμό των ποιημάτων, είναι σαφές πως η συλλογή έχει έναν φύλακα, ένα ζώο-τοτέμ, το οποίο στέκεται δίπλα μας κατά την ανάγνωσή της. Το ομώνυμο ποίημα, «Τι δε λένε τα ελάφια»(σ.14), αφορά μια τελετή μύησης, η ατμόσφαιρα της οποίας αποπνέει έναν έντονο ερωτισμό. Πρόκειται για μια μυσταγωγία μέσω της οποίας η γνώση για τον κόσμο μαζί με το συνακόλουθο ηθικό βάρος κληροδοτούνται από το ένα άτομο στο άλλο. Η γνώση αυτή προσλαμβάνει χαρακτηριστικά διαχρονικής θρησκευτικής αλήθειας, όταν στους δύο τελευταίους στίχους του ποιήματος χρησιμοποιείται εικονοποιία που παραπέμπει στην Καινή Διαθήκη: «Πόσοι θα γονατίσουνε μπροστά σου,/πόσοι θα πιουν το ξύδι φοβούμενοι τη λόγχη»(σ.14).

Αυτή η ατμόσφαιρα έντονης πνευματικότητας, η διάθεση για αποκατάσταση μέσα από τον λόγο και την έντονη επαναληπτικότητά του που παραπέμπει στην προσευχή, απλώνεται σε όλη την έκταση του βιβλίου, και κορυφώνεται στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, με τον τίτλο «Μάντρα». Στο σημείο αυτό παρακολουθούμε τη μεταμόρφωση του αφηγηματικού υποκειμένου σε «ζώο ήμερο», ενδεχομένως σε ελάφι. Το ζώο αυτό φαίνεται να ταυτίζεται με το «άγριο ζώο» από το ποίημα «Νερό»(σ.31), το ίδιο ζώο που εξημερώθηκε στο ποίημα «Να με αφορίζει ο έρωτας»(σ.33). Είναι σαφές πως η μεταμορφωτική δύναμη που υμνείται μέσα στη συλλογή είναι η Αγάπη, η αγάπη σε όλες της τις διαστάσεις, με μία έμφαση ωστόσο στην αγάπη προς τη Φύση και προς ένα Εσύ συνοδοιπόρο.

Το φεγγάρι, συχνά πανσέληνος, όπως αντίστοιχα ο ήλιος αλλά και το κόκκινο χρώμα, επανέρχεται συχνά μαζί με τους συμβολισμούς του μέσα στα ποιήματα που συναποτελούν τη συλλογή. Η συλλογή χωρίζεται διακριτά σε δύο μέρη. Το πρώτο φέρει τον τίτλο «Από σωματική και τροπική ύλη», χαρακτηρίζεται από μία έντονη σωματικότητα. Πρόκειται για μια εξιστόρηση της επανοικειοποίησης του Εγώ και της σύνδεσής του, όταν αυτό έχει πλέον καταφέρει να επαναπροσδιορίσει τη θέση του μέσα στον κόσμο, με το Εσύ. Το σύμπαν της συλλογής συνδυάζει στοιχεία από την πόλη και την εξοχή, από το αστικό και το φυσικό τοπίο. Μέσα του κατοικούν δύο ανθρώπινα όντα δίχως ονόματα, το αφηγηματικό υποκείμενο και το εσύ στο οποίο απευθύνεται. Παράλληλα με την ξενάγηση στον ιδιόμορφο εδεμικό Κήπο πραγματοποιείται και η αναγνώριση της επιθυμίας για (επανα)σύνδεση με τον Κόσμο.

Αφού η σύνδεση αυτή επιτευχθεί, περνάμε στο δεύτερο μέρος, «Από γη και ύδωρ», όπου πλέον κυριαρχεί το φυσικό στοιχείο, με το οποίο το ποιητικό Εγώ διασταυρώνεται διαρκώς και συχνά ταυτίζεται. Το άτομο που έχει καταφέρει να σταθεί και να διεκδικήσει την αυθυπαρξία του στο πρώτο μέρος, μας αφηγείται την οργανική του σύνδεση με τον κόσμο, και πιο συγκεκριμένα με το περιβάλλον. Πάνω στην αφήγηση αυτή έρχεται συχνά αντιμέτωπο με τα κακώς κείμενα της εποχής που βιώνει. Αυτό που γίνεται έντονα σαφές στο δεύτερο μέρος είναι η ανάγκη για σταθερότητα και ασφάλεια σε έναν κόσμο που διαχρονικά διέπεται από επισφάλεια: «Προσπάθησαν να σε εξαγοράσουν με ένα μήλο/ενώ εσύ ονειρεύεσαι/βρεγμένα κατακόκκινα σαγκουίνι»(σ.36). Εδώ ο μύθος του προπατορικού αμαρτήματος αντιστρέφεται, η Εύα επιθυμεί ένα άλλο φρούτο, και όχι το μήλο που της δίνουν. Η επιθυμία για έρωτα και συντροφικότητα διαπλέκεται αρμονικά με την επιθυμία για σταθερότητα. Η συμβίωση απαιτεί από το άτομο να επινοήσει εκ νέου τον κόσμο, να βρει έναν τρόπο να προστατεύσει το Άλλο από τις καταστροφές, να φτιάξει οάσεις στη στέρφα γη. Το εμείς αποτελεί έναν νέο τόπο, έναν τόπο οικειότητας που καλείται να προφυλάξει και να οριοθετήσει. Αυτό υπογραμμίζεται όταν το ποιητικό εγώ δηλώνει: «δημιουργώ πολέμους ταμπουρώνω το σπίτι μας»(σ.35) ή λίγο πιο κάτω: «Το μόνο που χρειάζομαι είναι λίγο πάγο ακόμη/λίγο ακόμα μπλε να χαρτογραφηθώ»(σ.38). Έτσι, το σώμα γίνεται πατρίδα και χάρτης, πεδίο πολέμων και φυσικών καταστροφών, ταυτίζεται με τα στοιχεία της φύσης, μετασχηματίζεται διαρκώς.

Εστιάζοντας στον ρόλο που παίζουν το σώμα και η φύση στη συλλογή, και στον τρόπο με τον οποίο συνδέονται οργανικά και εκβάλλουν το ένα μέσα στο άλλο, μπορούμε να μιλήσουμε έναν οικοφεμινιστικό προσανατολισμό. Η οπτική αυτή δεν βασίζεται μόνο στη σχέση γυναικείου σώματος-φύσης και στην κατάργηση των ορίων ανάμεσα στον Άνθρωπο και το Περιβάλλον, αλλά και στην κριτική που ασκείται χαμηλόφωνα μεν, συστηματικά δε, σε όλη την έκταση της συλλογής στην κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή, όπως στο ποίημα «Ιστορία»(σ.12) με τους μισθωτούς σωτήρες και τους πανάκριβους νησιώτικους ανέμους, στο «Μύθος»(σ.17) με τον τόπο που «κρανίου τόπος πια» αλλά και στο ποίημα «Νερό» όπου βλέπουμε «νερό μη απορροφήσιμο/νερό νεκροταφείο». Η λύση που προτείνεται μέσα στη συλλογή, αυτή που γνωρίζουν και δεν είπαν τα ελάφια, είναι η πίστη στην επανορθωτική δύναμη της Φύσης, η επαναδόμηση μιας λατρευτικής σχέσης με την Πλάση, η οποία στο ποίημα «Φύσει αδύνατον»(σ.30) παρουσιάζεται να «Σε γλεντάει/σε φυτεύει/σε ξεπερνάει». Διακριτικό στοιχείο του βιβλίου άλλωστε αποτελεί η πίστη σε μια συμπαντική ενότητα που θα επέλθει μέσα από μία επαναδιαπραγμάτευση του τρόπου που σχετιζόμαστε με τον Άλλον και με τον Κόσμο.

Το σύμπαν αυτό συντίθεται από μικρά σε έκταση ποιήματα που δεν υπερβαίνουν την έκταση της μίας σελίδας, τα οποία διακρίνονται από έντονη λυρική εικονοποιία και γλωσσικούς πειραματισμούς. Το στοιχείο της επανάληψης και της παρήχησης ενισχύει την αίσθηση προσευχής που επισημάνθηκε παραπάνω. Ταυτόχρονα ποιήματα στα οποία κυριαρχούν οι αισθήσεις εναλλάσσονται με ποιήματα στα οποία είναι σαφής ο γλωσσικός πειραματισμός και η έμφαση που δίνεται στη σημασία της συγγραφικής διαδικασίας («Ρυθμίσεις»σ.22,«Υπερσυντέλικος»σ.29). Οι εναλλαγές στον ρυθμό από ποίημα σε ποίημα υπογραμμίζουν πως το βιβλίο, πέρα από μία σύνθεση με σαφή θεματική που διαδραματίζεται σε ένα σύμπαν ενιαίο, αποτελεί και μια δοκιμή ύφους, όπως οφείλει να είναι μία πρώτη ποιητική συλλογή που δεν έρχεται με ακλόνητες βεβαιότητες, αλλά για να μοιραστεί ποιήματα ειλικρινή και ευρύχωρα μέσα στα οποία μπορεί να βυθιστεί όποια/όποιος την πάρει στα χέρια του.

Περισσοτερα αρθρα