Δοκιμιακής φύσης είναι τα βιβλία που περιέχουν τα σφηνάκια αυτού του Γενάρη.
Ο Καρυωτάκης στις μέρες μας. Ήχοι και απόηχοι από τη ζωή και το έργο του των Ευσταθίας Δήμου και Χρύσας Φάντη
Δύο εμβριθείς μελέτες περιλαμβάνει το μικρό αυτό βιβλιαράκι που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σμίλη το 2024.
Η Ευσταθία Δήμου ασχολείται μάλλον με το κομμάτι των ήχων του υποτίτλου, χρησιμοποιώντας το σημείωμα αυτοχειρίας του Καρυωτάκη ως εργαλείο αποσαφήνισης της ζωής και του έργου του. Ο βασικός τίτλος του δοκιμίου της όμως είναι «Η απόκρυψη του ποιητή». Αντίθετα με τη βιογραφική μέθοδο, που θα επιχειρούσε να εξηγήσει τη δημιουργικότητα του Καρυωτάκη μέσα από τα γεγονότα της ζωής του, η Δήμου παραθέτει το σημείωμα της αυτοχειρίας του και, μέσω της σύγκρισής του με το σύνολο της καρυωτακικής ποιητικής παραγωγής, προσπαθεί να ερμηνεύσει τόσο τη ζωή όσο και την ποιητική δημιουργία του. Η σύγκριση είναι αποκαλυπτική των δυνάμεων που διαμόρφωσαν τόσο τον εσωτερικό όσο και τον ποιητικό του κόσμο: μεταξύ άλλων, ιχνηλατείται η μάχη με την πραγματικότητα, την «αποκρουστική» όπως τη χαρακτηρίζει στο σημείωμα αλλά και περιγράφει στο ποίημα «Όλα τα πράγματά μου έμειναν». Όπως σημειώνει η Δήμου, «τα πράγματα του Καρυωτάκη είναι οι πράξεις του που έπεσαν στο κενό, είναι ο χρόνος του που διεστάλη και τον άφησε μετέωρο μέσα σε μια διάρκεια που έχανε συνεχώς τις ρεαλιστικές της διαστάσεις και μεταπλαθόταν σε άψυχη ύλη, σε άμορφη μάζα, σε “πράγμα”». Αναφέρεται επίσης το κείμενό του με τίτλο «Φυγή», όπου εκεί γράφει «αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο». Το σημείωμα αυτοχειρίας του Καρυωτάκη διαμορφώνει μια σειρά από γέφυρες με την ποίησή του και επιτρέπει τη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο η τέχνη του και η ζωή του συνδέθηκαν κατά τρόπο αξεχώριστο, περισσότερο ίσως από ό,τι συνέβη με άλλους λογοτέχνες.
Ακολούθως, η Χρύσα Φάντη ασχολείται με τους απόηχους του υποτίτλου, ερευνώντας το πώς το στοιχείο της ειρωνείας στην ποίηση του Καρυωτάκη διαμορφώνει συγγένειες με σύγχρονους Έλληνες ποιητές. Πιο συγκεκριμένα, με αφορμή το έργο Ελεγείες και σάτιρες του ποιητή, διατείνεται πως «αποτέλεσε γόνιμο έδαφος πάνω στο οποίο πολλοί – αν όχι οι περισσότεροι – κατάφεραν να στηρίξουν, να εκθέσουν και να αναπτύξουν μια δική τους ηθική και ποιητική θέαση». Κατονομάζει έπειτα σύγχρονους ποιητές που φαίνεται να επηρεάστηκαν από το έργο του Καρυωτάκη: μεταξύ άλλων, τον Ντίνο Σιώτη, τον Γιώργο Βέη, τον Διονύση Καψάλη, τον Ηλία Λάγιο, τη Δήμητρα Χριστοδούλου. Καταγράφει επίσης αναφορές στον ίδιο ή σε ποιήματά του από πληθώρα άλλων ποιητών, π.χ. τη Διώνη Δημητριάδου, την Ελένη Κοφτερού, την Κυριακή Λυμπέρη, τον Χάρη Μελιτά, τον Κωσταντίνο Μπούρα. Εκτός από την ιχνηλάτηση των επιδράσεων του ποιητή στο έργο των νεοτέρων, η Φάντη κάνει επίσης μνεία σε ποιητικές αντιστίξεις που παρουσιάζουν το έργο του Καρυωτάκη δίπλα-δίπλα σε εκείνο άλλων ποιητών, όπως στου Άγγελου Σικελιανού, στη συλλογή του Σπύρου Βρεττού Ανιστόρητο (Καστανιώτης, 1999). Με όλους αυτούς τους τρόπους συνθέτει μια συνολική εικόνα της επίδρασης του μεγάλου ποιητή στο σύγχρονο ποιητικό τοπίο.
Ο βράχος του Σίσυφου του Κωνσταντίνου Λίχνου
«Φιλοσοφικό διήγημα» χαρακτηρίζει το βιβλίο αυτό, που κυκλοφόρησε το 2024 από τις εκδόσεις Γράφημα, το ίδιο το εξώφυλλό του. Και είναι πράγματι, ωστόσο δοκιμιακό είναι το σημείωμα του συγγραφέα που προηγείται και αποτελεί μια εμβριθή εισαγωγή στον μύθο και επίσκεψή του μέσα από το πρίσμα του Ομήρου και του Σωκράτη, αλλά και του Νίτσε, του Καμύ, του Σαίξπηρ. «Η αποδοχή της τιμωρίας του [Σίσυφου], που οι θεοί του επέβαλαν, δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως πράξη μεταμέλειας ή υποταγής, αλλά ως πράξη ανυπακοής και αυτοχειραφέτησης», όπως γράφει ο Λίχνος.
Η διαπίστωση αυτή δίνει τον τόνο στο φιλοσοφικό διήγημα που ακολουθεί, το οποίο περιέχει τον υποβλητικό μονόλογο του Σίσυφου. Σε αυτόν συναντάμε το φρόνημά του: «Υπακούοντας, αναγνωρίζω στους θεούς εξουσίαˑ μα, στην ανυπακοή θ’ απόβαινα δειλός και φυγόμαχος. Το χατίρι των αθανάτων, να λυγίσω, να ικετεύσω για έλεος, δεν πρόκειται να το κάνω ποτέ. Θα βάλω τον βράχο μου μέσα στο μεγάλο τους μάτι, που όλα τα βλέπει! Θα τους δείξω εγώ με ποια θέληση επέλεξαν ν’ αναμετρηθούν». Σταδιακά, ο Σίσυφος, ο βράχος του και ο λόφος γίνονται ένα σύστημα συμβιωτικό μέσα από την αέναη επανάληψη. Ο Σίσυφος αρχικά δηλώνει «Με λένε Σίσυφο και σέρνω τον βράχο μου» για να πει λίγο παρακάτω «Με λένε Σίσυφο και κρατιέμαι απ’ τον βράχο μου» και πιο κάτω «Με λένε Σίσυφο, και ίσως να έχω ανάγκη τον βράχο μου». Σε ένα μεταβαλλόμενο σύμπαν, ο βράχος γίνεται η σταθερά μέσα στην οποία διαχέεται η ίδια η ύπαρξη του Σίσυφου, ο οποίος διατρανώνει το γεγονός: «Με λένε Σίσυφο, ο κέρδιστος των ανδρών, και γίνηκα ο βράχος μου! Χωρίς αυτόν, δεν μπορώ να διανοηθώ την ύπαρξή μου». Και έτσι δικαιολογείται και ο τίτλος του βιβλίου. Είναι τελικά ο βράχος πιο σημαντικός από τον Σίσυφο; Ή είναι ο Σίσυφος ο βράχος;
Υπάρχει όμως πάντα το ανηλεές ερώτημα: «Το βαρύτερο ερώτημα δεν είναι το “πόσο θ’ αντέξω ακόμη”, αλλά το “γιατί συνεχίζω”. Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα που επικρέμεται πάνω μου. Πιο βαρύ κι απ’ τον βράχο». Η απάντηση που προσφέρει το διήγημα είναι αδυσώπητη, όπως και η κατάληξή του: ο Σίσυφος γίνεται ολοκληρωτικά ένα με τον βράχο του κι έτσι δεν έχει άλλη επιλογή από το να συνεχίσει να τον κουβαλά, «αλύγιστοςˑ απτόητοςˑ άπελπις…».
Ονομαστική αξία. Δοκίμια για τη μετάφραση του Θανάση Χατζόπουλου
Όπως και σε άλλα βιβλία του, έτσι και σε αυτό που κυκλοφόρησε το 2024 από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, ο Θανάσης Χατζόπουλος ασχολείται με το ζήτημα της γλώσσας. Της γλώσσας ως μέσου έκφρασης και επικοινωνίας, ως μεταιχμιακού σημείου ανάμεσα στο είναι του κόσμου, το μη-είναι της εσωτερίκευσής του, αλλά και ως μέτρο της απόστασης «ανάμεσα στο πράγμα και τον εαυτό του». Με ποιητικότητα που βρίθει μεταφορών και παρομοιώσεων, ο Χατζόπουλος ερευνά το μυστήριο της μετατόπισης της γλωσσικής περιγραφής από τη μία γλώσσα στην άλλη, δηλαδή της μετάφρασης.
Όμως βέβαια η μετάφραση πόρρω απέχει από μια απλή μετατόπιση αλλά και από τη γλωσσική περιγραφή. Η μετάφραση συντελείται στο προ-λεκτικό, στο επίπεδο εκείνο του νοήματος που κρύβεται πίσω από τις περιγραφές και είναι κοινό για όλες τις γλώσσες. Αυτό το επίπεδο οφείλει να ιχνηλατήσει ο μεταφραστής «αποφλοιώνοντας το πράγμα από τις λέξεις […] γα να παλέψει με αυτή τη σάρκα την οποία χρειάζεται και πάλι να ονομάσει, από ό,τι έχει καταλάβει από εκείνην, κι όχι τόσο από τις λέξεις που την σκέπαζαν ή ήταν το κουκούτσι της».
Απαιτείται επομένως όχι μόνο αποφλοίωση, αλλά αποδόμηση κανονική, η οποία ακολουθείται από την αναδόμηση «με υλικά που μοιάζουν αλλά δεν είναι τα ίδια με εκείνα του αρχικού περιβάλλοντος». Και μοιάζει το αρχικό κείμενο με κάτι άγνωστο το οποίο ατενίζει ο μεταφραστής: «το άγνωστο κείμενο, το άγνωστο του κειμένου, το κείμενο ως άγνωστο, ένα άγνωστο προς διερεύνηση και κατοίκηση». Τα κείμενα κατοικούνται, αν όχι από προθέσεις, ίσως τότε από λατρεία που είναι τόσο μεγάλη όσο μεγάλη πρέπει να είναι και η λάτρα κάθε γωνιάς του κειμένου που οφείλει να κάνει ο μεταφραστής. Άλλωστε και η λάτρα από το ρήμα «λατρεύω» προέρχεται, για να δηλώσει «τη φροντίδα και την περιποίηση, προϊόν λατρείας».
Οι μεταφορές συνεχίζονται: το πρωτότυπο κείμενο λειτουργεί ως γονότυπος, όμως ο μεταφραστής «λειτουργεί υποχρεωτικά με τον φαινότυπο της λέξης του πρωτοτύπου». Η δουλειά του δεν έχει να κάνει «με τις ίδιες τις λέξεις και τις φράσεις, αλλά με τη σκιά τους. Τη σκιά του οικείου, που αντιστοιχεί εντούτοις σε μια προβολή του ξένου στη δική του επικράτεια».
Χειμαρρώδης, καταδηλωτικός, ο Χατζόπουλος αντιμετωπίζει τη λειτουργία της μετάφρασης ως έναν άλλον φακό μέσα από τον οποίο μπορούμε να κοιτάξουμε τη γλώσσα και να προβληματιστούμε. Για τη φύση της, τα φανερά και τα αφανή της σημεία, για τη σημασία της. Και ισοδυναμεί αυτή η συλλογή επιμέρους δοκιμίων του για το θέμα με έναν ακόμη, πολύτιμο κρίκο στην οικεία συζήτηση.