Σύγχρονη αλβανική ποίηση: Λιλιάνα Φουρτζή (Liljana Furxhi)

Η Λιλιάννα Φουρτζή γεννήθηκε στο χωριό Ίμστε – Μπουμπουλίμε της Λιούσνιας στην Αλβανία. Είναι απόφοιτος της Φιλολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Τιράνων. Το 1995 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Μπήκα για λίγο στο όνειρο, για λίγο» και το 2016 τη συλλογή «Η Αγία Μοναξιά». Ζει στην Αθήνα.

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΜΑΝΑ

Τώρα είμαι καλά, μανούλα αγαπημένη,

τα νύχια τ’ αφήνω, δεν τα κόβω,

τις νύχτες τα μασώ, τα ροκανίζω μπερδεμένη,

ακόμα κι η αυγή με βρίσκει να τα τρώγω.

Σκάω από ευτυχία, πώς να σου το πω,

το χαμόγελο ούτε στον ύπνο δεν τ’ αποχωρίζομαι, ποτές,

το χαράσσω σαν ο κλόουν στο χλωμό μου το πρόσωπο

κι οι δυο με το δάκρυ παίζουμε τυφλόμυγα, που λες.

Α, τι ήρεμη που είμαι τώρα, μανούλα μου χρυσή!

Τα γόνατά μου δεν τρέμουν τις κρίσιμες στιγμές.

Τα δένω με τη ζώνη που μου έβαλες στην προίκα εσύ,

και γίνομαι στήλη αγέρωχη, σαν οι ηλεκτρικές.

Τι τυχερή, που είμαι, μανούλα! Η μοίρα,

με αγαπάει, σαφώς.

Τις νύχτες γράφω στίχους, τους απλώνω στον ουρανό,

να τους διαβάσει η Ευτέρπη στης σελήνης το φως

και το πρωί προσμένω να μου πει κάνα λόγο καλό.

Είμαι καλά, ακριβή μου, μα τόσο καλά!

Η καρδιά;

Μα αυτή είναι τέλεια κρυμμένη πίσω από τα πλευρά.

 

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΜΕΝΗ

Αν ιδείς στο γιαλό ένα κύμα που έρχεται και σου μπερδεύεται

στα πόδια,

άκουσέ το, μην θυμώνεις, το κύμα είμαι εγώ. Με την καρδιά

στα δόντια.

Αν ιδείς πουλάκι πληγωμένο, που σέρνεται να σου ’ρθει

στα χέρια, το φτωχό,

μην του στερείς την αγάπη σου. Το πουλάκι είμαι εγώ

κι έρχομαι να γιατρευτώ.

Αν ιδείς σταγόνα βροχής, που καίει τα χείλη και γλιστράει,

με στεναγμό,

μην τη σφουγγίσεις με την ανάστροφη. Η σταγόνα

είμαι εγώ, περιπλανιέμαι το ορφανό.

Αν ιδείς μια σκιά κουρασμένη, που τρεκλίζει τοίχο – τοίχο

και γωνία τη γωνία,

μην την πατήσεις, μην την τρομάξεις, η σκιά είμαι εγώ,

ψάχνω καταφύγιο, με αγωνία.

Αν ιδείς πεταλούδα δακρυσμένη, που για ένα μαντίλι

στους ώμους σου στέκει,

μην την διώχνεις σαν ξένη. Η πεταλούδα είμαι εγώ,

ψάχνω μια στέγη.

 

ΠΑΤΕΡΑ

Από αύριο κιόλας θα γίνω σύννεφο

και θα σταθώ πάνω από το νωπό το χώμα σου.

Όσες φορές θα διψάς για νερό

θα στύβω την καρδιά μου στο στόμα σου.

Από αύριο κιόλας θα γίνω ασπάλαξ

και θ’ ανοίξω μέχρι σε σένα σήραγγα μικρή,

κι όσες φορές το σκοτάδι θα φοβάσαι

θ’ ανάβω την καρδιά μου σαν κερί.

Από αύριο κιόλας θα γίνω ιτιά για σένα

και θ’ απλώσω τα κλαριά στη δική σου φωλιά,

κι όσες φορές ο ήλιος θα καίει

απ’ το πρωί ως το βράδυ θα σου ρίχνω σκιά.

Από αύριο κιόλας θα γίνω αηδονάκι

θα σε ξυπνώ με καντάδες κάθε μέρα,

θα σου διαβάζω ποιήματα στιχάκι-στιχάκι.

μην φοβάσαι, πατέρα.

…Μέχρι να μου πεις,

μικρό μου κοριτσάκι,

φτάνει, ξεκουράσου λιγάκι!

 

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Τον προσκάλεσαν οι θεοί στον Όλυμπο.

Ο ουρανός σώπασε.

Ο άνεμος κόπασε.

Κι εκείνος έκανε προπόσεις στης Ιθάκης την υγειά.

Εμένα όμως, την Πηνελόπη, ζάλισε το κρασί,

μου ’βαλε φωτιά…

 

ΕΚΡΗΞΗ

Θα γράψω απόψε, όπως κι εψές, πριν δραπετεύσω…

Θα μπορέσω;

Θα τα κάνω κομμάτια τα γραμμένα χαρτιά στου ήλιου το φως.

Λες να’ ναι άχρηστα εντελώς;

Θα σηκωθώ τη νύχτα, αχτένιστη, με τις πιζάμες,

γιατί να προσποιούμαι;

Θα μιλώ ασυνάρτητα με σκιές, νυχτερίδες, κουκουβάγιες,

ας ενοχλώ, δεν πτοούμαι.

Θα κολυμπήσω στη λίμνη των ονείρων με τους κύκνους,

εσύ θα ’ρθεiς;

Θα φωνάξω τους θεούς να ευλογήσουν τις παραξενιές μου,

λες ν’ ακούσει κανείς;

Θα τους προσφέρω στίχους ιερούς, κρυφά απ’ τους αμύητους,

θα τους ιδούν; Και πόσοι;

Θα βγω καμιά μέρα στα χωράφια, που φυτεύω τους στίχους,

θα’ χουν φυτρώσει;

Θα ξεριζώσω την καρδιά να τη χαρίσω στην Ευτέρπη,

Λες να τη δεχτεί;

Όλες αυτές οι ρητορικές ερωτήσεις μέχρι το χάραμα,

…και λένε μετά πως η ζωή είναι απέραντη!

 

Η ΠΟΙΗΣΗ

Η ποίηση δεν έχει στεντόρεια φωνή

να ξυπνάει από τον ύπνο τις θάλασσες.

Είναι σιγομίλητη. Λαξεύει λέξεις

που συντρίβουν κι ένα βουνό,

γυρίζουν πίσω ένα ποτάμι,

σβήνουν ένα ηφαίστειο. Είναι και αόμματη. Κι όμως

κεντάει στα σύννεφα ταμπλό αγάπης,

που δεν τα αντιγράφει ούτε ο θεός,

δεν τα αλλοιώνει ούτε το δάκρυ…

Η ποίηση δεν μιλάει με λέξεις αδρανείς, νωθρές.

Γίνεται κρησάρα και κρησαρίζει τις θάλασσες.

 

ΓΥΜΝΙΑ

Είναι φορές που θέλω να πετάξω τα ρούχα από το μπαλκόνι,

τα κουστούμια στην γκαρνταρόμπα ξεχασμένα, όλα.

Ντυνόμαστε γιατί μας αρέσει ο ρόλος του κλόουν.

Πουλάμε κι αγοράζομε απλώς κανένα ψέμα.

Σιγά τα δώρα!

Είναι φορές που θέλω τα ρούχα να τα ρίξω στο τζάκι,

να μείνει ο πόνος γυμνός.

Με κουρέλια από πάνω δεν γιατρεύεται ούτε σπυράκι.

Αχ οι πεταλούδες, οι πεταλούδες .

…για να ρίχνονται στις φλόγες, κάτι ξέρουν, προφανώς!

 

ΤΑ ΠΛΟΥΤΗ ΜΟΥ

Δεν είναι ότι ξέρω πολλά από τη ζωή!

Ξέρω ότι έχω κι εγώ μια καλύβα

με σκεπή από κεραμίδια παλιά,

με τσιγκέλια εδώ κι εκεί

όπου κρεμάω τις σκέψεις μιαν τη μια.

Έχω ένα σεντούκι όπου κρύβω κάνα όνειρο

και το σκεπάζω με βασιλικό και δαφνόφυλλα.

Έχω έναν μπόγο, όπου βάζω την ελπίδα

όπως έβαζε η γιαγιά μου το σάβανο.

Έχω ένα πιθάρι, όπου κρύβω κάποια φιλιά

σαν πολύτιμα νομίσματα, παλιά.

Μια ξεχασμένη ψάθα ακουμπημένη στην κόγχη

σαν σκοπιά που φυλάει τη δική της σκιά.

Δεν είναι ότι σ’ αυτή τη ζωή είμαι πλούσια, όχι!

Ξέρω ότι έχω μια καλύβα όπου κρύβω μια θάλασσα!

 

 

Η ΑΓΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑ
Σηκώνει κεφάλι η καρτερικότητά μου!

Σπρώχνει τα σύννεφα με την άκρη του ματιού,

μπερδεύει τους ανέμους, αφανίζει τον ουρανό,

απλώνει στο μέτωπο το χλωμό του φεγγαριού

το φιλί της προσμονής.

Τους κομήτες τους μεταμορφώνει σε αεροπλάνα,

που κουβαλούν χιλιάδες στίχους, σε ακρογιάλια γραμμένοι.

Δίχως ημερομηνίες, ούτε ώρα, ούτε τόπο συνάντησης –

στίχοι γεννημένοι στην καρδιά κι εκεί βαπτισμένοι.

Σηκώνει κεφάλι το δάκρυ μου!

Με την άκρη του βλέφαρου σπρώχνει τον καιρό,

τσαλαπατάει τις ώρες, το σύμπαν το κάνει συντρίμμια,

στη ρωγμή της αναμονής φυτεύει

χιονολούλουδο.

Τη χιονοστιβάδα την κάνει έλκηθρο –

που κουβαλάει τους χτύπους, που παλεύουν με την πείνα.

Δεν έχει απαιτήσεις, δεν κάνει πείσματα,

κι η ψυχή με κάρβουνο σου γράφει πάνω στα κύματα:

Στην υγειά σου, νοσταλγία μου!

 

Λιλιάνα Φουρτζή

Από τη συλλογή Αγία Μοναξιά, Εκδοτικός οίκος ΑDA, Τίρανα 2016

Μετάφραση: Ανδρέας Ζαρμπαλάς

Περισσοτερα αρθρα