Στου ήλιου τα…γυρίσματα (για το βιβλίο “Μες στον κύκλο του ήλιου” της Ελένης Μωυσιάδου Δοξαστάκη)
Νίκη Μισαηλίδη
« Το φως χορεύει
μες στον κύκλο του ήλιου

για τα μάτια σου»

Με αυτούς τους στίχους ανοίγει την αυλαία η Ελένη Μωυσιάδου Δοξαστάκη στην ποιητική της συλλογή Μες στον κύκλο του ήλιου (εκδόσεις poema 2024, ISBN 9786185142438) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις poema. Η συλλογή αποτελείται από 93 ποιήματα ιαπωνικής φόρμας, χάικου, τα οποία συνθέτουν έναν λυρικό στοχασμό πάνω στην ομορφιά της φύσης, την εναλλαγή των εποχών, τη ροή του χρόνου και τη μνήμη. Η αγωνία του ανθρώπου, τα πάθη του και η απώλεια διατρέχουν υπόγεια το έργο, προσδίδοντας στα λιτά ποιήματα μια στοχαστική ένταση και συναισθηματική δύναμη. Με λόγο υπαινικτικό και ευαίσθητο, η ποιήτρια μετατρέπει το εφήμερο σε αιώνιο και προσκαλεί τον/την αναγνώστη/-στρια σε μια ήσυχη, εσωτερική περιπλάνηση — μες στον κύκλο του ήλιου.

Η Ελένη Μωυσιάδου Δοξαστάκη, δουλεύοντας με ευαισθησία πάνω στον παραδοσιακό ρυθμό των 5-7-5 συλλαβών, πλάθει ένα ποιητικό τοπίο όπου η αποτύπωση της φυσικής εικόνας καταλαμβάνει σημαίνουσα θέση. Η κάμπια, η πεταλούδα, τα χελιδόνια, οι δεκαοχτούρες, το τριζόνι, η μικρή αράχνη, η μέλισσα δεν είναι απλώς περιγραφές – είναι συμβολικές παρουσίες που αγγίζουν το ασυνείδητο και συνομιλούν με τις βαθύτερες υπαρξιακές αγωνίες, και συγκροτούν έναν ποιητικό κόσμο όπου κυριαρχεί η ομορφιά της φύσης και η επίδρασή της στον ανθρώπινο ψυχισμό.

«Δεκαοχτούρες.
Δεκαοχτώ φωνάζουν.
Σε όποιον τόπο» (σ. 13)

«Ένα τριζόνι!
Στου φεγγαριού τον κύκλο
κλαδιά χορεύουν.» (σ. 17)

«Μικρή αράχνη.
Δαγκώνει μελισσούλα
μέσα στον κρίνο!» (σ. 29)

Οι εικόνες αυτές είναι έντονες, συχνά οπτικές ή ακουστικές, και γεννούν μια βαθιά εσωτερικότητα. Η φύση δεν είναι απλώς το φόντο – είναι ο καθρέφτης του ψυχισμού, καθώς συνδιαλέγεται με τον άνθρωπο, προκαλώντας και αναδύοντας ένα ευρύ φάσμα συναισθημάτων. Η συναισθηματική παλέτα της συλλογής κυμαίνεται από τη μελαγχολία μέχρι τη χαρά και την ελπίδα, δημιουργώντας ένα ισορροπημένο συναισθηματικό τοπίο που διατρέχει ολόκληρο το έργο:

«Μελαγχολικό.
Λουλούδι μαραμένο.

Το απόγευμα» (σ. 14)

«Λιακάδες Μάη.
Λούζονται και οι ψυχές

στη ζεστασιά τους.» (σ. 14)

Μέσα σε αυτή τη συμπύκνωση σκέψης και εικόνας, ο/η αναγνώστης/-στρια καλείται να συμμετάσχει: να γεμίσει τα κενά, να αφουγκραστεί τον ρυθμό, να ακούσει τον εσωτερικό παλμό των λέξεων. Η ποιήτρια, με ελάχιστα μέσα, καταφέρνει να πλάσει έναν ολοκληρωμένο κόσμο, όπου το εφήμερο γίνεται διαχρονικό και το απλό — βαθύ, αναδεικνύοντας τη βαθιά ενότητα ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση: μια σχέση συν-πλεγμένη, αμοιβαία και καθοριστική.

Πέρα από την καθαρά αισθητική και συναισθηματική λειτουργία της φύσης, σε πολλά ποιήματα της συλλογής, η επαφή του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον λειτουργεί ως αφορμή για φιλοσοφικό και κοινωνικοπολιτικό στοχασμό. Το χάικου γίνεται εργαλείο εσωτερικής αναζήτησης αλλά και υπαρξιακής αγωνίας, αγγίζοντας ζητήματα μνήμης, ταυτότητας, νοήματος και ιστορικής βαρβαρότητας. Η ποιήτρια διαμορφώνει έναν σχεδόν διαλογικό τόνο, απευθυνόμενη συχνά σε δεύτερο πρόσωπο — είτε προς τον άλλον, είτε προς τον ίδιο τον εαυτό:

«Σαν την αράχνη.
Πλέκεις τον ιστό σου.

Πιάνεσαι μέσα.» (σ. 23)

Η ποιητική φωνή μοιάζει να στέκεται απέναντι στον άνθρωπο, να τον βλέπει και ταυτόχρονα να τον αφουγκράζεται. Η αναμέτρηση με το ψεύδος του κόσμου και η αντίθεση με τη φυσική αλήθεια —η οποία διασώζεται και εκφράζεται μέσα από την άνοιξη— δηλώνεται με τόλμη:

«Ψέμα ο κόσμος.
Η άνοιξη το ξέρει.

Γι’ αυτό ανθίζει.» (σ. 19)

Η συλλογή βρίθει από απορίες. Υπαρξιακά ερωτήματα τίθενται με τη γλώσσα της απλότητας, χωρίς να απαντώνται απαραίτητα, αλλά διατηρώντας την έντασή τους:

«Θυμάσαι, για να ζεις;
Ή ζεις για να θυμάσαι;

Ιδού η απορία.» (σ. 29)

«Άξενος καιρός.
Σύννεφα στη σκέψη μου.

Πού θα με πάνε;» (σ. 30)

Σε άλλα σημεία, η απάντηση δίνεται όχι ως τελική αλήθεια, αλλά ως σοφία που απορρέει από την ίδια τη ροή του χρόνου:

«Ο χρόνος ξέρει.
Γεννήθηκε με γνώση.

Καλό σχολείο!» (σ. 18)

Όμως, η υπαρξιακή στοχαστικότητα της συλλογής δεν περιορίζεται στο εσωτερικό τοπίο. Απλώνεται και στο κοινωνικό σώμα, θίγοντας έμμεσα τη βία, τον πόλεμο, την απώλεια. Με σιωπηλό, αλλά συνταρακτικό τρόπο, η Μωυσιάδου Δοξαστάκη καταθέτει εικόνες φρίκης μέσα από ποιητικές μεταφορές που μιλούν με την οικονομία και τη δύναμη του υπαινιγμού:

«Αρνιά – κατσίκια.
Βελάσματα και μάντρες.

Οι λύκοι, γύρω.» (σ. 32)

«Μέρες πολέμων.
Αθώων αίμα ρέει.

Ο ήλιος βλέπει.» (σ. 32)

Ο ήλιος, εδώ, δεν είναι απλώς στοιχείο του φυσικού κόσμου. Είναι το πανθ’ ορών, ο σιωπηλός μάρτυρας της ανθρώπινης αγριότητας, η σταθερά απέναντι σε μια ιστορία που μοιάζει να επαναλαμβάνεται με πόνο.

Ανάμεσα στις αισθητικές, υπαρξιακές και φιλοσοφικές αναζητήσεις της συλλογής Μες στον κύκλο του ήλιου, η θρησκευτική διάσταση εμφανίζεται διακριτικά, μα ουσιωδώς. Η ποιήτρια επικαλείται στιγμές της θρησκευτικής ζωής, όπως η γέννηση και η σταύρωση του Χριστού, όχι ως θεολογικά γεγονότα, αλλά ως συμβάντα ανθρώπινης και συλλογικής μνήμης — ως αρχετυπικά βιώματα που εμπεριέχουν χαρά, προσμονή, οδύνη, λύτρωση.

«Ευχής ημέρα.
Όμορφη σαν αγκαλιά.

Τα Χριστούγεννα!» (σ. 28) και

«Το μονοπάτι.
Άνθη, αγκάθια κι ουρανός.

Δύσκολος δρόμος!» (σ. 20)

Μες στον κύκλο του ήλιου και την αδιάκοπη κίνησή του, εντάσσεται και η εναλλαγή των εποχών, στοιχείο που λειτουργεί ως βασικός άξονας της συλλογής. Η ροή του χρόνου δεν αποδίδεται με αφηρημένο τρόπο· αντίθετα, η ποιήτρια την αποτυπώνει ποιητικά, με την αρωγή της φύσης και, ειδικότερα, με μοτίβα που αντλεί από τη χλωρίδα. Δέντρα, λουλούδια, φύλλα και καρποί προσωποποιούνται, ενσαρκώνουν τη μεταβολή και γίνονται σύμβολα όχι μόνο της χρονικής προόδου αλλά και των ψυχικών καταστάσεων που τη συνοδεύουν. Το φθινόπωρο, με τη θλίψη και την ομορφιά της παρακμής, σκιαγραφείται με ελαφριά ειρωνική χάρη:

«Πρωτοχορευτές
στους κύκλους της βροχής

τα πεσμένα φύλλα.» (σ. 15)

Ο χειμώνας εμφανίζεται οικείος και προστατευτικός, με μια αίσθηση εγκλεισμού που εμπεριέχει ζεστασιά:

«Βαρύς χειμώνας.
Η γάτα γουργουρίζει.

Το τσάι ζεστό.» (σ. 19)

Η άνοιξη, εκρηκτική στην εικαστικότητά της, γίνεται πίνακας εν κινήσει:

«Πίνακας φύσης:
κλωνάρια ανθισμένα

και μια μέλισσα.» (σ. 19)

Το καλοκαίρι, τέλος, καταφθάνει με τη γλύκα της νύχτας και την προσμονή της νέας ημέρας:

«Βράδυ Ιούνη.
Ιούλης ξημερώνει.

Μελώνει η νύχτα.» (σ. 15)

Στην ποιητική σύνθεση της Ελένης Μωυσιάδου Δοξαστάκη, το χρώμα δεν είναι απλώς στοιχείο περιγραφής, αλλά ενεργό μέσο έκφρασης τόσο της συναισθηματικής διάθεσης της ποιητικής φωνής όσο και του φιλοσοφικού στοχασμού. Το πορτοκαλί, το πράσινο, το κίτρινο, το κόκκινο, το λευκό, το γκριζογάλανο και τα χρώματα της σέπιας συγκροτούν μια πλούσια χρωματική παλέτα, η οποία διαπλέκεται με τα στοιχεία της φύσης, δημιουργώντας έναν λυρικό πίνακα ζωγραφικής. Τα χρώματα είναι φορτισμένα με συμβολική σημασία, διατηρούν μνήμη και νόημα, ενεργοποιούν το βίωμα. Το χρώμα γίνεται φορέας του χρόνου και της μεταμόρφωσης, όπως στο χαρακτηριστικό:

«Πράσινο φύλλο.
Ελπιδοφόρο ήταν.

Τώρα κίτρινο.» (σ. 31)

Η μετάβαση από το πράσινο στο κίτρινο δηλώνει την πορεία από τη νεότητα στην ωριμότητα, από την ελπίδα στη φθορά — μια κίνηση μέσα στον ίδιο τον κύκλο της ζωής. Το πορτοκαλί γίνεται σύμβολο του ερωτήματος, της απορίας μπροστά στη δύση, στο πέρασμα:

«Τι να ζητάει
απ’ το γέρμα της μέρας

το πορτοκαλί;» (σ. 14)

Το κόκκινο, ζωηρό και παλλόμενο, αποδίδεται στις παπαρούνες, που αν και ανεμοχαϊδεμένες, διατηρούν την ένταση και τη ζωντάνια:

«Ολοκόκκινες—
Ανεμοχαϊδεμένες—

οι παπαρούνες.» (σ. 21)

Αντίθετα, το γκριζογάλανο φέρει μια ήσυχη ροή, ένα άγγιγμα υπαρξιακής σιωπής:

«Γκριζογάλανο
σύννεφο, σαν ποτάμι.

Άηχη ροή.» (σ. 24)

Η Ελένη Μωυσιάδου Δοξαστάκη καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στην απλότητα της φόρμας και στη βαρύτητα των θεμάτων. Το χάικου αποκαλύπτεται ως όχημα πολυστρωματικής εμπειρίας. Μέσα από τη συμπύκνωση σκέψης και εικόνας, ο/η αναγνώστης/-στρια καλείται να συμμετάσχει: να γεμίσει τα κενά, να αφουγκραστεί τον ρυθμό, να ακούσει τον εσωτερικό παλμό των λέξεων. Η συλλογή Μες στον κύκλο του ήλιου δεν είναι απλώς ένα ημερολόγιο εποχών ή συναισθημάτων. Είναι μια καταγραφή ζωής με όλες τις αντιφάσεις της: χαρά και οδύνη, φύση και απώλεια, πίστη και ερώτηση. Είναι μια σπουδή στο ελάχιστο, το οποίο —όταν είναι ουσιαστικό— λέει τα περισσότερα.

Περισσοτερα αρθρα