
Ελλάδα, Ελλάδα, των αιώνων ιαματική πηγή, γράφει η ποιήτρια Κάριν Μπόγιε. Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, στη συλλογή με τίτλο Στον πυθμένα των πραγμάτων (εκδόσεις Εντευκτηρίου 2023, ISBN: 9789607568793) ανθολογεί και μεταφράζει ποιήματα της Κάριν Μπόγιε, προτάσσοντας το ποίημα «Προς την Ελλάδα» και δίνοντας έμφαση στην ελληνολατρία της.
Μας είχε συστήσει την ποιήτρια στη δίγλωσση ποιητική της συλλογή «Δέρμα από πεταλούδες» (εκδόσεις Intellectum, 2018), στην οποία εκτός από την Μπόγιε ανθολογούσε και μετέφραζε ποιήματα των Έντιθ Σέντεργκραν, Τούμας Τρανστρέμερ, Γιλά Μοσσάεντ. Σε έναν κόσμο ανταγωνισμού και επικίνδυνων οικονομικοπολιτικών συμφερόντων οι πολιτιστικές ανταλλαγές χτίζουν γέφυρες επικοινωνίας και συνεργασίας.
Στη συλλογή «Στον πυθμένα των πραγμάτων», η Χουλιούμη επικεντρώνεται στο ποιητικό έργο της Μπόγιε, μιας δημιουργού που -όπως αναφέρει η ίδια στην εισαγωγή της- τη συγκινεί. Παρουσιάζει στοιχεία της προσωπικότητας και του έργου της ποιήτριας. Η Μπόγιε έκανε την εμφάνισή της με έμμετρη ποίηση. Στην πορεία ωστόσο υιοθέτησε τον ελεύθερο στίχο της νεωτερικής ποίησης. Ας πούμε όμως δυο λόγια για την εποχή κατά την οποία έζησε όπως και για τον μοντερνισμό, την αισθητική που πρόβαλε τον ελεύθερο στίχο. Τα δύο αυτά στοιχεία, μαζί με την αμφιφυλόφιλη φύση της, διαμόρφωσαν και καθόρισαν την ποιητική πορεία της Μπόγιε.
Το ρεύμα του μοντερνισμού χρονολογείται μεταξύ του 1910 και 1940. Προετοιμάζεται ωστόσο από το 1890 και κορυφώνεται τη δεκαετία του 1920, όταν η Μπόγιε είναι 20 χρονών. Αν και διακρίνεται από αντινομίες, συνδέεται σε γενικές γραμμές με την επικράτηση του διαφωτιστικού και ορθολογικού πνεύματος, της εκβιομηχάνισης και της αστικοποίησης, της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας. Παράλληλα, συνδέεται με το ανώνυμο πλήθος των μεγαλουπόλεων, την ιδεολογία του ωφελιμισμού και του κυνικού ατομικισμού, την αλλοτριωμένη ύπαρξη, την κορύφωση της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν γεννιέται η Μπόγιε, η τεχνολογία -και κατ’ επέκτασιν η εκβιομηχάνιση- είχε μετατρέψει ριζικά την καθημερινότητα των ανθρώπων όπως και την εργασία. Το ίδιο και η αστικοποίηση. Οι άνθρωποι μετακινήθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα και το γυναικείο φύλο εισήλθε στην παραγωγή. Ο Διαφωτισμός είχε επιφέρει ένα θετικιστικό αλλά και αισιόδοξο πνεύμα, ο μαρξισμός είχε καταδείξει την ταξική πάλη και τη διαλεκτική εξέλιξη της Ιστορίας, ο φροϋδισμός είχε δώσει προτεραιότητα στις ασυνείδητες δυνάμεις και ο δαρβινισμός παρουσίαζε τον άνθρωπο ως ισότιμο με τα υπόλοιπα ζώα βιολογικό οργανισμό. Οι επαναστατικές αυτές ιδέες που εκφράστηκαν από τον Μαρξ, τον Δαρβίνο, τον Νίτσε, τον Φρόιντ, τον Αϊνστάιν, αλλά και το αυτοκίνητο, το αεροπλάνο, το τηλέφωνο, η διαρκώς εξελισσόμενη τεχνολογία, επηρέασαν βαθιά τη σκέψη των κοινωνιών. Η έως τότε θεώρηση του κόσμου καταρρίφθηκε. Η παράδοση αμφισβητήθηκε. Δημιουργήθηκε μια αίσθηση ρευστότητας. Στη λογοτεχνία αμφισβητήθηκε ο ρομαντισμός, ένα κίνημα που εστίαζε στον καλλιτέχνη, τον οποίο και θεωρούσε προνομιούχο μέλος της κοινότητας.
Δεσπόζουσα έκφραση του ρομαντισμού ωστόσο ήταν «η αρρώστια του αιώνα»· ένα αίσθημα πρόωρης γήρανσης, απόρροια της απόλυτης μελαγχολίας που κατέκλυζε τον ρομαντικό ποιητή. Ύψιστη έκφρασή του η τάση αυτοκτονίας. Ο βίαιος θάνατος για τον ρομαντισμό ήταν το έσχατο μέσο προκειμένου ο άνθρωπος να ξεφύγει από την ασφυκτική κατάσταση που τον ταλάνιζε, έναν συνδυασμό φλογερού πόθου και απογοήτευσης ή εξαπάτησης.
«Η αρρώστια του αιώνα» στην Ευρώπη θα παραταθεί με το spleen του Μπωντλέρ. Στα τέλη του 19ου αιώνα θα βρει την έκφρασή της στους λεγόμενους «καταραμένους ποιητές», τον Πωλ Βερλαίν, τον Ρεμπώ και άλλους. Θα επιβιώσει έως τον μεσοπόλεμο. Θα περάσει και στην Ελλάδα μέσα από τις ποιητικές μεταφράσεις και φυσικά θα κορυφωθεί μετά τη μικρασιατική καταστροφή.
Η Κάριν Μπόγιε γεννημένη το 1900, με την ανατολή του 20ού αιώνα, μεγαλώνει σε κοινωνία που δέχεται την επίδραση των κοινωνικοπολιτικών μεταβολών που αναφέραμε, αλλά και του spleen, της βαθιάς μελαγχολίας που κληροδότησε ο ρομαντισμός. Τα στοιχεία αυτά αναπόφευκτα επηρεάζουν τη ζωή και τη σκέψη της, όπως και ο μοντερνισμός, η αισθητική που αρέσκεται στις τολμηρές μεταφορές και στους ετερόκλητους συνδυασμούς λέξεων, στις εικόνες, που έλκεται από την ελεύθερη συνειρμική γραφή. Η συμβολική και υπαινικτική ποιητική γλώσσα του μοντερνισμού αδιαφορεί για την ανάγκη κατανόησης. Γι’ αυτό και παραβιάζει τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες. Λατρεύει την ασυνέχεια, την έλλειψη συνοχής και στρέφεται στον απλό καθημερινό άνθρωπο, όχι στον προνομιούχο ποιητή, επιχειρώντας να εκφράσει την αγωνία του, να τον βοηθήσει να διατηρήσει την ισορροπία του μπροστά στις σαρωτικές κοινωνικές αλλαγές.
Η Μπόγιε στη ζωή της είναι ανατρεπτική. Αν και έχει μεγαλώσει σε εύπορο και αστικό περιβάλλον, αμφισβητεί τον καθωσπρεπισμό της τάξης της. Επιζητώντας την αυτονομία, υποστηρίζει την αμφιφιλοφιλία της. Αναπτύσσει επίσης κοινωνικοπολιτική δράση. Αρθρογραφεί σε φοιτητική εφημερίδα, γίνεται μέλος σοσιαλιστικής ομάδας περιοδικού, του φεμινιστικού κινήματος. Το έργο της απηχεί εν μέρει τις αγωνίες της εποχής. Αφενός εικονοποιεί τη μελαγχολία του ρομαντισμού, αφετέρου αποτυπώνει τον μοντερνισμό. Ο ελεύθερος ανομοιοκατάληκτος στίχος που υιοθετεί, αποτελεί συνέχεια των λογοτεχνικών εξελίξεων των αρχών του 20ού αιώνα. Τα ποιήματά της αντανακλούν το εξπρεσιονιστικό πνεύμα και τη ρευστότητα, τον πολλαπλό και διασπασμένο εαυτό των ανθρώπων της εποχής. Η πληθώρα των αισθήσεων που παρατηρούμε στο έργο της και η επαναληπτική παρουσία του θανάτου, όπως και η μεταφυσική διάσταση, φανερώνουν μεν την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα, φανερώνουν όμως και την αμφιθυμία της εποχής.
Η Μπόγιε ταλανίζεται από την υπαρξιακή αγωνία, βασικό πόλο της ποίησής της. Ταλανίζεται επίσης από έναν συγκερασμό ερωτικού πόθου και μελαγχολίας που απορρέει από την κοινωνική απογοήτευση. Μιλά για «απελπιστικό γκρίζο», «βρομιά», »άδειο», «κακόβουλα βέλη». Αναζητώντας παραμυθία, στρέφεται στη θάλασσα, στα μικρά παρηγορητικά πράγματα. Υμνεί τις χαρές της ζωής, τη φύση, τα σύννεφα, όμως ο χρόνος και ο θάνατος επανέρχονται στη θεματολογία, όπως και η στωική αντίληψη, το να μπορείς να αντέχεις την ανώτερη και κατώτερη μοίρα σου.
Κινούμενη διαρκώς ανάμεσα στη διάψευση και την ελπίδα, στη μελαγχολία και την αισιοδοξία, δημιουργεί ποιήματα με εσωτερικότητα και λυρισμό. Κάνει χρήση του αρχαιοελληνικού μύθου, μοντερνιστικό στοιχείο και αυτό, αλλά και αποτέλεσμα των σπουδών και των ενδιαφερόντων της. Τα αρχαιόθεμα ποιήματα αντλούν από τον Οδυσσέα, τον Προμηθέα. Το ανθρωπιστικό αίσθημα που κατακλύζει τους στίχους από μια ποιήτρια που λάτρεψε την Ελλάδα και τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό δεν εκπλήσσει. Η αρχαία Ελλάδα έθεσε ως κέντρο του πολιτισμού της τον άνθρωπο. Ο αρχαίος ελληνικός λόγος πιστεύει στον ελεύθερο άνθρωπο μέσα σε μια ελεύθερη πολιτεία. Στην κλασική Αθήνα η τέχνη, η φιλοσοφία, η πολιτική (δημοκρατία), έχουν κέντρο τον άνθρωπο. Στον «Προμηθέα Δεσμώτη» ο Αισχύλος παριστά τον ήρωα αλυσοδεμένο σ’ έναν απόκρημνο βράχο, τιμωρημένο από τους θεούς γιατί μετέδωσε τη φωτιά στους θνητούς, ευεργετώντας τους. Αν και καρφωμένος όμως στον βράχο, δεν υποτάσσεται στις απειλές του Δία. Απειλεί ο ίδιος τον θεό μηνώντας του ότι γνωρίζει κάποιο μυστικό που αν δεν το μάθει, θα χάσει τον θεϊκό του θρόνο. Στον λόγο της εξουσίας δηλαδή ο Τιτάνας αντιτάσσει τον δικό του κραταιό λόγο ο οποίος αναδύεται από τη δίκαιη συνείδησή του. Η Μπόγιε, κάνοντας στους στίχους της επίκληση για αλήθεια και εντιμότητα, αυθεντικότητα, δικαιοσύνη, αγνότητα, διέπεται από ένα ανθρωπιστικό πνεύμα ταιριαστό με την αρχαιοελληνική παιδεία και τα πιστεύω της.
Διέπεται όμως και από έντονο ερωτισμό. Το πρόσωπο του έρωτα, με τη συνταρακτική του δύναμη, συνδεδεμένο με την ένωση και τη συγχώνευση, παραλληλίζεται με τον θάνατο. «Εσύ είσαι ο θάνατος», γράφει στο ποίημα «Εστίες». «Μα σ’ αγαπώ, θάνατέ μου,/ εσένα, μεγάλε πικρέ θάνατέ μου,/ που τη ζωή μου στο κλειστό σου χέρι σβήνεις./ Εσένα, γλυκέ, γλυκέ θάνατέ μου – / Σ’ ευλογώ κάθε στιγμή που πληγώνεις! (σελ. 47) .
Στα πενήντα δύο ποιήματα που μεταφράζει η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, από πέντε ποιητικές συλλογές της Μπόγιε, με το εναρκτήριο «Προς την Ελλάδα» και το επιλογικό «Νεκρή Αμαζόνα» (που έγραψε ο Σουηδός ποιητής Γιάλμπαρ Γκούλμπερ συγκλονισμένος από τον αδόκητο θάνατό της) εκτός συλλογών, ανευρίσκουμε φιλοσοφική διάθεση, αλλά και ένα πλήθος καλολογικών στοιχείων που αναδεικνύουν την ποιητική δεξιοτεχνία της Μπόγιε: παραστατική εικονοποιία, μεταφορές, παρομοιώσεις, αντιθέσεις, σχήμα κύκλου.
Το άγχος που διατρέχει την ποίησή της αναμφίβολα πηγάζει και από τη σεξουαλική της ιδιαιτερότητα και είναι συνδεδεμένο με το άγχος της ταυτότητας. Πολύ αργότερα, τη δεκαετία του 1990, θα αναδυθούν η λεσβιακή και γκέι θεωρία και κριτική. Ο κλασικός φεμινισμός τον οποίο ασπάζεται η Σουηδή ποιήτρια, είχε περιθωριοποιήσει ή αγνοήσει τον λεσβιασμό.
Η Κάριν Μπόγιε αυτοκτονεί το 1941, τη νύχτα που τα χιτλερικά στρατεύματα εισβάλλουν στις Θερμοπύλες οδεύοντας προς την Αθήνα, το ηλιόλουστο λίκνο των θεών, των αιώνων ιαματική πηγή, του γένους μας το πιο λευκό όνειρο, όπως γράφει στα ποιήματά της. Την ίδια χρονιά αυτοκτονεί και η Βιρτζίνια Γουλφ (Virginia Woolf, 1882-1941), κατεξοχήν εκπρόσωπος του μοντερνισμού. Η διάθεση της Γουλφ θα επιδεινωθεί το 1940, μετά τη σφοδρή αεροπορική επιδρομή των Γερμανών εναντίον του Λονδίνου και την πιθανότητα οι Γερμανοί να καταλάβουν την Αγγλία και να συλλάβουν τον Εβραίο σύζυγό της.
Η μεταφράστρια Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη προσεγγίζοντας με προσοχή τα ποιήματα της Κάριν Μπόγιε, μεταφέρει το αίσθημα και το βάθος του ποιητικού της έργου.