Ο γεμάτος ευαισθησία ψιθυρισμός της Νιόβης Ιωάννου, τον οποίο είχα επισημάνει και στη συλλογή της Πορτατίφ, ορίζει την ένταση στην πλοκή των ποιημάτων της και σε αυτή τη συλλογή. Ψιθυρίζοντας, και όχι κραυγάζοντας, η ποιήτρια κάνει ανατομή στα ψυχολογικά τοπία που μοιράζεται με τον αναγνώστη ψύχραιμα και συγκροτημένα, μολονότι αυτά περιγράφουν τόνους οδύνης. Το επιτυγχάνει αυτό, επιστρατεύοντας αναπάντεχα σχήματα που αγγίζουν τον υπερρεαλισμό:
Ξέρω πως κάποτε θα βαδίσω
ανάμεσα σε σάρκινα δέντρα
θα φορούν τρομαγμένα πουλιά
ως τις ρίζες τους
(άτιτλο, σελ. 11)
Άτιτλα ποιήματα, σαν αυτό, παρεμβάλλονται ανάμεσα στα υπόλοιπα σε τυχαία σημεία σαν εσωτερικοί μονόλογοι εν είδει δεύτερου ψιθυρισμού. Ωστόσο, διέπονται και αυτά από τους κανόνες που ισχύουν για την υπόλοιπη συλλογή, με πιο χαρακτηριστικό ίσως τέτοιον κανόνα τη σύνδεση ετερόκλητων στοιχείων που παραδόξως δεν εμφανίζουν συμφραστική αντίσταση μεταξύ τους, αλλά μάλλον δημιουργούν την αίσθηση του παστίς. Ο μηχανισμός αυτός δημιουργίας μετασχηματισμών (παρομοιώσεων και μεταφορών) προσιδιάζει αρκετά με τον μηχανισμό δημιουργίας αναμνήσεων: έτσι όπως θρυμματίζονται στο ασυνείδητο, ενώνονται με γειτονικές αναμνήσεις με αποτέλεσμα, όταν ανασύρονται, να αποτελούν περισσότερο ένα μωσαϊκό από στιγμές-ψηφίδες παρά μια αυτούσια ανάμνηση. Τέτοια μωσαϊκά φτιάχνει και η Ιωάννου:
…το παρόν
αντέχει σε θερμοκρασία δωματίου
αλλιώς γίνεται αποδημητικό πουλί
και χάνεται μέσα στον καθρέφτη
πέντε βήματα από το ίδιο μονοπάτι
τα δάχτυλα σκοτεινά
το μέτρημα άδειο
πικρές γουλιές με το ζόρι
ένα κίτρινο φύλλο σέρνεται μαζί μου
τα παπούτσια σου στο μικρό χαλάκι της εξώπορτας
λασπωμένα
(από το ποίημα «Save»)
Στα ποιήματα της συλλογής συναντάμε συνήθως μια γυναίκα που δεν κατονομάζεται, περιγράφεται όμως ποικιλοτρόπως:
…το φόρεμά της ξεκούμπωνε τον ορίζοντα
δυο ψαράκια μικρά
κολυμπούσαν στα λευκά της παπούτσια
[…] έσπρωξε τον άνεμο μακριά
δυο φυσαλίδες μικρές κρύφτηκαν στα μαλλιά της
(άτιτλο, σελ. 25)
Μαζί με αυτήν, περιγράφονται μια ανδρική παρουσία, μια (δίδυμη; δημιουργούνται υπόνοιες) αδερφή, ίσως και μια δεύτερη:
…ίσως και να μην ήταν εκείνη
το κορίτσι με το ραγισμένο φόρεμα
που έσφιγγε στους αγκώνες τη φωνή του
ώσπου να πάψουν τα δάχτυλα
ώσπου να πάψουν
μοναχοκόρες είμαστε
πεινούσαμε πάντα αντικριστά
και κλείναμε τ’ αυτιά μας
ακούγοντας
τους κόκκους του ρυζιού
να πέφτουν με θόρυβο στο πάτωμα…
(από το ποίημα «Στις οκτώ»)
Και φυσικά υπάρχει η μητέρα:
…μ’ έμαθε ν’ αγαπώ το λερωμένο της φόρεμα
τα τρύπια παπούτσια
τα ψέματα μέσα στ’ ανακατεμένα της μαλλιά
στην τσέπη της είχε ένα παλιό εισιτήριο
και δυο δάχτυλα ραγισμένα…
(από το ποίημα «Εγώ νεκρή εσύ εχέμυθη»)
Είχα γράψει στο Πορτατίφ ότι η ποίηση της Ιωάννου είναι ποίηση του χώρου. Σε αυτή τη συλλογή όμως, το αίτημα για τοπικό προσδιορισμό δεν είναι τόσο έντονο. Αντίθετα, αυτός που αφήνει εμφανώς το αποτύπωμά του Στην πυρά είναι ο χρόνος. Στο μικροσκόπιο μπαίνει συνήθως η στιγμή – αν και σε όρους αδιανόητους, αφού η Ιωάννου καταφέρνει σε μια στιγμιαία πράξη («ένα χαρτί χαμηλού φωτισμού κατεπείγον ή εκτός σχεδίου/ δυο κούπες τσάι/ μια φέτα λεμόνι/ καθόλου ζάχαρη») να χωρέσει το αχώρετο («πάνω μας περνούσαν οι πόλεις τα φεγγάρια τα τρένα» από το ίδιο ποίημα με τίτλο «Ομολογία φθινοπώρου»).
Οι εικόνες που σχηματίζει η ποιήτρια είναι πολύ παραστατικές, αλλά απλώς αδύνατο να υπάρξουν:
…θα΄ρθω απόψε που λείπεις
να σε κοιτάξω στα μάτια
απόψε που λείπουν οι σημασίες
μια χτένα μαρμάρινη στο περβάζι
ένα λιωμένο σαλιγκάρι σε μια γραμμή από σπίτι
ο φράχτης που φτάνει ως τα χείλη μου
απόψε που λείπεις
(από το ποίημα «Απόψε που λείπεις»)
Ωστόσο είναι αυτές ακριβώς οι εικόνες που προσθέτουν δραματικότητα στα ποιήματα, καταμαρτυρώντας με δραστικό τρόπο το βάθος των συναισθημάτων τα οποία συγκλονίζουν το ποιητικό υποκείμενο και τα οποία εκπηγάζουν από την απουσία, τον μισεμό, τον χωρισμό ή τη φυγή. Το αποτέλεσμα είναι μια ποίηση ιδιαίτερα συμβολική, που παραδίδεται με μελαγχολική απαλότητα στον αναγνώστη:
ΚΥΝΟΔΟΝΤΑΣ
με δραπετεύει ο ήχος του βαμβακιού
θαρρείς σ’ ένα άγνωστο τραύμα
απλώνεται το αίμα
αγγίζω τους κύκλους που τελειώνουν στη διαπασών
την περιβολή του στόματος
όπου το φυλλαράκι του δυόσμου γίνεται μαύρο φωνήεν
σταδιακά αποκαθίσταται το κενό
η σωστή άρθρωση εαυτού είναι οφειλή αναγκαία
ένας κυνόδοντας
ακόμα παιδικός και βαθύς
σαν καλοκαίρι από μονάκριβη ρίζα
μια λεπτή ιδρωμένη κλωστή
στο συρτάρι μου
Και σε αυτή τη συλλογή, η θάλασσα είναι παρούσα, ακόμα και αν η παρουσία της γίνεται αισθητή στο πλαίσιο κάποιου υπαινιγμού («η πόλη έσκαγε με φόρα στους βράχους/ ερχόταν αχνίζοντας απ’ την απέναντι στεριά», ποίημα «Κάπου στη μέση»), αλλά επίσης παρών είναι ο ουρανός, το σπίτι, η άδεια καρέκλα – φυσικά στοιχεία και αντικείμενα που στο σύμπαν της συλλογής λαμβάνουν απροσδόκητες διαστάσεις.
ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ
φεύγοντας
πέταξαν τα μολύβια μακριά
έμειναν οι γραμμές ανερμήνευτες
στην πρόσοψη ένα φως αναμμένο
πιο κάτω η μάνα τους
μαύρη πόρτα βαθύσκιωτη
τους κουνούσε το χέρι
όταν ξημέρωνε
ανέβλυζε απ’ την ποδιά της το ποτάμι
περνούσε μέσα απ’ τις ρίζες των μαλλιών τους
εκείνα γίνονταν μικρά ελάφια
χοροπηδούσαν στις όχθες
γελούσαν στον ύπνο τους
η μάνα τους τ’ αγαπούσε πολύ σ’ εκείνο το σπίτι
τραγουδώντας έραβε ένα ένα τα δωμάτια
χωρίς ίχνος πληγής
τη μέρα που σκόρπισαν τα παιχνίδια στο πάτωμα
το μαντίλι της φτερούγισε στον αέρα φλεγόμενο
το πήρε μακριά οτ νερό
το ξέβρασαν τα κύματα
έσβησε
δεν έφταναν τα χέρια τους
δεν έφτασαν τα χέρια τους
να το πιάσουν
Η όποια χαρά και τρυφερότητα εγκλωβίζονται μέσα σε κιβώτια οδύνης. Φταίει το αποτύπωμα από τον πόνο της απώλειας, που διαποτίζει ολόκληρη τη συλλογή. «Το ποίημα» ωστόσο «παραμένει αθώο» (ποίημα «Μέσα στη νύχτα»), κάτι που δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ούτε για τον ποιητή ούτε για τον αναγνώστη. Ο πρώτος το διαμορφώνει με τα δικά του «ένοχα» φορτία και ο δεύτρος το προσλαμβάνει από το μετερίζι των δικών του καημών. Γι’ αυτό, καίτοι αθώο, το ποίημα είναι πάντα καίριο.
Χριστίνα Λιναρδάκη