«Η τέχνη δεν μπορεί να είναι λογική κατασκευή και επιχειρηματολογία. Είναι προπάντων ψυχή. Όταν λείπει η ψυχή, τα άλλα δεν εκφράζουν τίποτα».
Τα λόγια είναι του Γιώργου Θεοτοκά, κορυφαίου εκπροσώπου της γενιάς του ’30. Η αλήθεια είναι ότι τα πρόσφατα έργα της Εύας Μαθιουδάκη φέρνουν στον νου μου τη γενιά αυτή. Όχι τόσο για τη δομή της πιο σύνθετης αφήγησης ή την εστίαση στην πολυπλοκότητα του ανθρώπινου ψυχισμού, όσο για τον δυναμισμό της γραφής που παραπέμπει σε καλές στιγμές έκφρασής της. Η γενιά του ’30, ερχόμενη σε αμεσότερη επαφή με τα δυτικά λογοτεχνικά πρότυπα, υιοθέτησε νέες μορφές αφηγήσεων και θεματικές. Μετέφερε το κέντρο βάρους στις πόλεις και στην Αθήνα, σε αντίθεση με την προσηλωμένη στο αγροτικό και επαρχιακό περιβάλλον πεζογραφία του 19ου αιώνα.
Το «Σώμα ερωτικό» (Καστανιώτης, 2024), της Εύας Μαθιουδάκη, είναι ένα έργο με ευρείες προεκτάσεις και διακρίνεται για τις σύνθετες μορφές αφηγηματικής έκφρασης. Εστιάζοντας στην πολυπλοκότητα του ανθρώπινου ψυχισμού και στην Αθήνα, συνδυάζει τη μυθιστορηματική βιογραφία και αυτοβιογραφία με την αστική ηθογραφία, την έρευνα με τη μαρτυρία και το ημερολόγιο. Ως προς τη θεματολογία, αφηγείται τη ζωή μιας μεταφράστριας, όπως γράφει ο υπότιτλος, της Στέλλας Βουρδουμπά η οποία είχε γεννηθεί κατά την πρώτη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα και την οποία η συγγραφέας είχε γνωρίσει ως φίλη του πατέρα της σε προεφηβική ηλικία.
Για την εξιστόρηση χρησιμοποιεί το τέχνασμα του κόκκινου τσουκαλιού, πρώτο δώρο της Στέλλας Βουρδουμπά προς την οικογένειά της:
«[…] Ήμουν βέβαια πολύ μικρή» γράφει «για να τη θυμάμαι να φέρνει αυτό το στενό και ψηλό κόκκινο εμαγιέ τσουκάλι στο σπίτι μας.
»Και το ’φερε η τύχη εκείνο το πρώτο σπίτι να μην υπάρχει πια, αλλά το τσουκάλι να παραμένει σχεδόν άθικτο στη γωνιά της αποθήκης. Ένα σκεύος παλιό όπως και οι αναμνήσεις μου από αυτήν τη μοναδική γυναίκα». […] (σελ. 177)
Η Εύα Μαθιουδάκη ανακαλύπτει το κόκκινο τσουκάλι στην αποθήκη, όπως ο Στρατής Μυριβήλης, στο έργο του «Η ζωή εν τάφω», τις χειρόγραφες επιστολές στο παλιό του μπαούλο ή ο Στρατής Δούκας, στην «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», το πρόσωπο που αφηγείται στον συγγραφέα. Τεχνικές δοκιμασμένες στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία ήδη από τον 18ο αιώνα, με λογοτεχνικό καρπό τον συγκερασμό της αυθεντικής προσωπικής εμπειρίας και της μυθοπλασίας από τη μια, του ρεαλισμού και της λυρικής έκφρασης από την άλλη.
Η Στέλλα Βουρδουμπά γεννιέται γύρω στα 1907 στα Χανιά. Ο πατέρας της κατάγεται από παλιά ευκατάστατη οικογένεια των Χανίων. Η μητέρα της είναι κόρη γιατρού από την Κωνσταντινούπολη. Οκτώ χρονών χάνει τον πατέρα της από ασθένεια. Η μητέρα δεν δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κόρη. Έτσι η γιαγιά της, Ευλαμπία Λαμπίδη, παίρνει την εγγονή μαζί της στην Αθήνα για να τη φροντίσει. Στην Αθήνα η Στέλλα Βουρδουμπά θα συνεχίσει την εκπαίδευσή της στη Γαλλική Σχολή Καλογραιών ως εσωτερική μαθήτρια. Στα δεκαεπτά της ωστόσο θα ερωτευθεί τον Γάλλο καθηγητή μουσικής Κλoντ Ντιμπουά, τον οποίο θα παντρευτεί κρυφά από τη γιαγιά και τη μάλλον αδιάφορη μητέρα και θα τον ακολουθήσει στο Παρίσι. Ο γάμος θα ναυαγήσει, όμως η Στέλλα με την οικονομική άνεση ενός κεφαλαίου που κληρονόμησε από τον πατέρα της, θα ζήσει για ένα διάστημα στο Παρίσι. Η πόλη θα ανοίξει σε εκείνη τους δρόμους της τέχνης και της λογοτεχνίας, κυρίως όμως της μετάφρασης.
Το μεταφραστικό έργο της Στέλλας Βουρδουμπά είναι γνωστό, ιδιαίτερα από τις εκδόσεις Γκοβόστη και Δαρεμά, όμως για τη ζωή της λίγα στοιχεία διαθέτουμε. Μετά από έρευνα, η Μαθιουδάκη παρουσιάζει στοιχεία της προσωπικότητάς της. Πλάθει μία ελεύθερη γυναικεία προσωπικότητα στο έργο, που διέρρηξε τα δεσμά με τις συμβάσεις της εποχής. Παρά τα τραυματικά βιώματα από την αδιαφορία της μητέρας, παρά τον πλούτο, την ανατροφή σε περιβάλλον συντηρητικό, διεκδίκησε το αυτεξούσιο στην προσωπική της ζωή και δεν δίστασε να ζήσει σε οικονομική ένδεια με τη γραφή και την πνευματικότητα ως αντίτιμο. Παράλληλα με τη ζωή της Στέλλας, η συγγραφέας διαγράφει την εικόνα ενός ολόκληρου κόσμου, μιας εποχής τραυματισμένης από τη μικρασιατική καταστροφή, τους δύο παγκοσμίους πολέμους και τον ακόμη χειρότερο εμφύλιο, μια ανεπανόρθωτη καταστροφή.
Η εξιστόρηση δομείται πάνω στην αντίθεση ανάμεσα στον κόσμο του παιδιού και των μεγάλων, στο οικείο και στο αλλότριο, στην ουτοπία και τον ρεαλισμό. Ιστορικά εκτείνεται από τις αρχές του εικοστού αιώνα έως τη μεταπολίτευση. Περιλαμβάνει την κατοχή και το αντάρτικο, τη δικτατορία, τη μεταπολίτευση, ειδικότερα τις δεκαετίες ’50, ’60, ’70, με τη βαθμιαία αστικοποίηση του πληθυσμού και τις κοινωνικές αλλαγές που συντελούνται στη χώρα. Θίγει ζητήματα όπως της διάζευξης και της χηρείας, της τεκνοποιίας, της θέσης της γυναίκας, το γλωσσικό.
Η Στέλλα Βουρδουμπά στα παιδικά της χρόνια θα στιγματιστεί από το τραύμα του θανάτου του πατέρα και την απουσία έκδηλης αγάπης της μητέρας. Στην εφηβεία θα γευτεί τον έρωτα και το πάθος. Στην ενήλικη ζωή, τον γάμο και την απόρριψη. Θα γνωρίσει τον πνευματικό κόσμο του Παρισιού και θα αναμειχθεί στην ελληνική αντίσταση. Χανιά, Παρίσι, Αθήνα. Γεγονότα και πρόσωπα αληθινά και επινοημένα.
Η Μαθιουδάκη αφηγείται τη ζωή της Βουρδουμπά μέσα από τρεις πρωτοπρόσωπες φωνές: τη φωνή του πατέρα της, Μιχάλη, της Μαρίας, μιας νεαρής δασκάλας με την οποία είχε συνδεθεί φιλικά η ηρωίδα και της ίδιας της Στέλλας –αυτοβιογραφική αφήγηση. Χωρίζει το έργο σε τρία ομώνυμα μέρη: «Ο Μιχάλης», «Η Μαρία», «Η Στέλλα». Βάζει τα πρόσωπα που αφηγούνται να επικοινωνούν μέσα στις ενότητες και καθιστά τον εαυτό της μέρος της ιστορίας. Είναι το μικρό κορίτσι που συνοδεύει τον Μιχάλη στις επισκέψεις του στο σπίτι της Στέλλας, η κόρη του. Το αναφέρει η ίδια στις σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου και το σχολιάζει στο Β’ Μέρος η Μαρία. Ως μότο των τριών μερών χρησιμοποιεί αποσπάσματα από μεταφράσεις της Βουρδουμπά, γνωριμία με το έργο της. Τοποθετεί επίμετρο, σημειώσεις, βιβλιογραφία. Με τις τεχνικές αυτές αποδεσμεύεται από το παραδοσιακό σχήμα της βιογραφίας.
Αποδεσμεύεται όμως και από την πιθανότητα της αστικής ηθογραφίας λόγω των αναφορών της στη ζωή της Αθήνας της εποχής. Μπολιάζει την αφήγηση με πλούσια διακειμενικότητα, με αναφορές στα μεγάλα πνευματικά δημιουργήματα του πολιτισμού, στη γαλλική και ρωσική λογοτεχνία. Συνομιλεί συνεχώς με το μεταφραστικό έργο της Βουρδουμπά, ανοίγει συζητήσεις με ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής, κάνει συγκρίσεις ως προς τα λογοτεχνικά κινήματα, τις τάσεις. Ο Κοσμάς Πολίτης, ο Καραγάτσης, ο Τερζάκης, η γενιά του ’30, περνούν από τις σελίδες του έργου, αλλά και ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, ο Μπαρπύς, η Μπέτυ Σμιθ. Συνδέονται με την εποχή και το μεταφραστικό έργο της Στέλλας.
Αυτό όμως που φέρνει στο προσκήνιο η νουβέλα της Εύας Μαθιουδάκη είναι ο κόσμος των βιβλίων, κυρίως ο παραγνωρισμένος κόσμος των μεταφραστών και μεταφραστριών. Παρά το σημαντικό έργο που επιτελούν, υπάρχουν φορές -ακόμη και στις μέρες μας- που δεν αναφέρεται ούτε το όνομά τους στο εξώφυλλο. Η Μαθιουδάκη επικεντρώνεται στο ζήτημα, θίγει την πολυπλοκότητα, τη σημασία του έργου της μετάφρασης. Υπό αυτή την έννοια, το «Σώμα ερωτικό» είναι παράλληλα ένα αυτοαναφορικό έργο, εφόσον σχολιάζει τη μετάφραση, τη γραφή, την καλή και ελαφρά λογοτεχνία, τον δημιουργό, τη δημιουργό, την ψευδωνυμία.
[…] Τότε ήταν η πρώτη φορά που άρχισε να συνειδητοποιεί ότι η μετάφραση δεν αποτελεί μόνο τη μεταφορά ενός ήδη υπάρχοντος κειμένου από τη μια γλώσσα σε μια άλλη, ότι δεν μπορείς να μιλήσεις για ένα μεταφρασμένο λογοτεχνικό βιβλίο έτσι απλά, «είναι καλό», «είναι κακό», «είναι μέτριο», ότι η τέχνη του μεταφραστή δεν απαιτεί μόνο την άριστη γνώση δύο γλωσσών. […] (σελ. 32)
Κινούμενη μεταξύ της ελληνικής και της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής παράδοσης και αντικρίζοντας τον άνθρωπο χωρίς προκαταλήψεις, με βούληση ελεύθερη και αισιόδοξη, η Εύα Μαθιουδάκη μέσα από την προσωπικότητα και το έργο της Στέλλας Βουρδουμπά, αναδεικνύει τη δύναμη του ανθρώπου να επιζήσει, παρά τα τραύματα, τους πολέμους, την ανέχεια. Φιλοσοφικό και υπαρξιακό το υπόβαθρο του βιβλίου, ποτισμένο από τα ιδεολογικά ρεύματα και τις πολιτικές ζυμώσεις της εποχής, αποτυπώνει τη βαθιά διάσταση της δοκιμασίας του κάθε ατόμου στη ζωή. Για τον έρωτα και τον θάνατο, τη βία και τον πόνο, τη λογοτεχνία και τη μετάφραση, γραμμένο με ζωντάνια και σφρίγος, το «Σώμα ερωτικό» είναι το ωριμότερο έργο της Μαθιουδάκη και από τα σημαντικά της πεζογραφίας μας.
[…] Όχι, δεν στάθηκα άτυχη. Τυχερή είμαι κι ας έκλαψα τον Σωτήρη δεκαπέντε χρόνια. Τόσο μου πήρε.
Όχι μόνο γιατί ο Σωτήρης με πλήγωσε και μ’ εγκατέλειψε με τον χειρότερο τρόπο, αλλά γιατί για χρόνια πολλά δεν είχα νέα του, γιατί η πολιτική κατάσταση ισοπέδωσε κάθε μας ελπίδα να ξαναβρεθούμε σε κείνο το καλύτερο αύριο που είχαμε ονειρευτεί.
Τώρα μετρώ τη ζωή μου αλλιώς, ξέρω ότι το μεγαλείο ενσαρκώνεται στα ταπεινά, στα ελάχιστα, και μακαρίζω εκείνον τον κουτσό γέρο της γειτονιάς που, σέρνοντας το ποδάρι του, ποτίζει και ξεβοτανίζει καθημερινά το περιβόλι του.
Ένα περιβόλι θα έπρεπε να είναι το μέτρο του ανθρώπου, ένα περιβόλι που χρόνο με τον χρόνο προσαρμόζουμε στις ανάγκες μας. […] (σελ. 160)