«Αρχαίος πίθηκος» της Χλόης Κουτσουμπέλη
Το πιο ώριμο μέχρι στιγμής ποιητικό βιβλίο της Χλόης κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Πόλις. Γραμμένο στο δοκιμασμένο εκφραστικό στιλ της ποιήτριας, συνδυάζει αριστοτεχνικά υπερρεαλιστικά στοιχεία με πικρό χιούμορ για να περιγράψει ρηγματώδεις καταστάσεις, ιδίως εκείνες που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων.
Τα ποιήματα που περιέχει εντυπώνονται με το ευθύβολο (καίτοι δοσμένο υπαινικτικά) βλέμμα τους και τις θεματικές τους. Οι τελευταίες περιλαμβάνουν προβληματικές καταστάσεις που είναι αποκαλυπτικές των παιδικών τραυμάτων του ποιητικού υποκειμένου και αφορούν τις κατεστραμμένες σχέσεις μεταξύ παιδιού και γονιών, την ανεπάρκεια των δεσμών στην ευρύτερη οικογένεια (μάλιστα, μια ενότητα τριών ποιημάτων τιτλοφορείται «Τρεις οικογενειακές ιστορίες τρόμου»), αλλά και λοιπές ιστορίες καθημερινής φρίκης, καθώς και μια δίψα για ζωή που συστηματικά ματαιώνεται από τη σκληρή πραγματικότητα που δεν αφήνει περιθώρια για ελπίδα.
Μερικές φορές, επισκεπτόμενη ξανά βιβλία και άλλα στοιχεία της κουλτούρας μας, η ποιήτρια τα αναπλαισιώνει και τα ερμηνεύει με νέους, αιφινιδιαστικούς τρόπους (π.χ. ποιήματα «Αγαύη», «Πενθέας», «Ρωμαίος», «Ιουλιέττα», «Περιμένοντας τον Γκοντό», «Ο Πέτρος και ο λύκος»).
Όλα αυτά αποδίδονται με στοιχεία γκροτέσκου που δημιουργούν ένα ζοφερό και έντονο ποιητικό σύμπαν, όπως φαίνεται και από το ποίημα που επέλεξα να παραθέσω εδώ:
Το πεινασμένο σπίτι
Όλη την ώρα γουργουρίζουν τα έντερά του
Ύπουλα τρώει τις καρέκλες,
ροκανίζει τα περίτεχνά τους πόδια,
ξεκοιλιάζει τη μαλακή τους σάρκα.
Το πρωί βρίσκω στην τραπεζαρία τα κουφάρια τους.
Τελευταία, άρχισε να καταπίνει επισκέπτες.
Η κυρία Ματέους η χαρτορίχτρα εξαφανίστηκε,
όταν ο διάδρομος τη ρούφηξε με θόρυβο.
Απομείναμε οι τέσσερις και δενόμαστε πάντα με σκοινί.
Η αδελφή μου επιμένει ότι θα προλάβουμε να μεγαλώσουμε.
Όμως εγώ, ο βενιαμίν, έχω πρόβλημα με την καρδιά.
Αλλάζει μέγεθος συνέχεια.
Γνωρίζω πια καλά.
Το σπίτι θα μας αποτελειώσει.
Θα φτύσει τον μπαμπά σε νέα κατοικία,
με μια φουσκωτή κούκλα για γυναίκα.
Τη μητέρα, την ευνοούμενή του, θα την ενσωματώσει.
Θα κάνει το πρόσωπό της ταπετσαρία,
η μορφή της θα εμφανίζεται στους πίνακες του σαλονιού,
θα φυσάει μια σάλπιγγα,
θα παίρνει μέρος στο κυνήγι της αλεπούς,
τα σαπούνια στο μπάνιο
θα έχουν το σχήμα του κορμιού της.
Μόνον η αδελφή μου θα σωθεί.
Ή έτσι νομίζει.
Είναι αλήθεια ότι θα φύγει,
το σπίτι όμως πάντα θα κρατά στα δόντια του
την ξύλινη καρδιά της,
θα χαμογελάει θριαμβευτικά
και θα γλείφει με την πελώρια γλώσσα τα παράθυρα.
«Αλιρρόη: Το μηδέν στον καθρέφτη» του Γιώργου Δελιόπουλου
Συγκινητική η συλλογή αυτή του Γιώργου Δελιόπουλου, που κυκλοφόρησε το 2023 από τις εκδόσεις ΑΩ. Τα ποιήματα της συλλογής διαρθρώνονται σε ενότητες, επτά συνολικά, μία είσοδο και μία έξοδο συν πέντε εποχές (της άρνησης, της οργής, του μηδενός, της θλίψης, στον καθρέφτη). Η είσοδος είναι μια απεύθυνση της Αλιρρόης στον αναγνώστη («Αγαπητέ μου άγνωστε, δεν γράφω για να με σώσεις», ποίημα «γράμμα δίχως όνομα»). Ήδη από αυτό τον στίχο και μόνο καταλαβαίνουμε τον τόνο της συλλογής, τα ποιήματα στην οποία αποδίδονται είτε με την ίδια την Αλιρρόη να μιλάει είτε με τη φωνή κάποιου άλλου που την παρατηρεί. Η έλλειψη μελλοντικής προοπτικής, η «ζουγκλοποίηση» της ζωής, οι αναμνήσεις που σπάνε, οι πολύτιμες στιγμές που καταρρέουν, η αμφισβήτηση της ίδιας της ύπαρξης – όλα ιστορούνται με στοχαστική και φιλοσοφική διάθεση που όμως αρθρώνεται με βαθύ και καίριο τρόπο, πάλλοντας δυνατά τις εσωτερικές χορδές του αναγνώστη.
Η Αλιρρόη είναι το σύμβολο της γυναίκας που πλέκει και ξηλώνει τον εαυτό της στην αέναη κυκλικότητα της ζωής, του θανάτου και της αναγέννησης· της γυναίκας που έχει μυριάδες λόγους να πενθήσει και πενθεί. Οι πέντε εποχές μιλούν για τις διαθέσεις και τις ψυχικές καταστάσεις από τις οποίες περνά, όχι χωρίς απώλειες. Εγκλωβισμένη στην εσωτερική της σκέψη, στοχάζεται τη δράση χωρίς να τεκμαίρεται ότι την επιχειρεί.
Η έξοδος είναι μια διαβεβαίωση των παραπάνω. Οι καταληκτικοί στίχοι γνέφουν στον αναγνώστη μια τελευταία εντύπωση: «θάλασσες οι δρόμοι/ και μακραίνουν μέσα» ή, σαν να λέμε, η ζωή είναι πρωτίστως μια δραστική εσωτερίκευση.
Επέλεξα να παραθέσω ένα χαρακτηριστικό ποίημα από την «εποχή του μηδενός»:
μακαρισμοί
Καθυστέρησα πολύ την αναχώρηση
οι ορίζοντές μου γέρασαν σε τείχη
με το πηγαινέλα της ζωής
όταν βγήκα στις πεπατημένες μνήμες
βρήκα κι άλλα τείχη πιο μεγάλα
όση ώρα με σημάδευαν οι πέτρες τους
απ’ τις τέσσερις γωνίες του μυαλού
ένιωθα αόριστη – κάποια, κάτι, τίποτα –
σαν αντωνυμία στους αιώνες
πλέον κάθομαι ξυπόλητη, έβαλα πιτζάμες
το κεφάλι πάνω-κάτω και μονολογώ
μακάριοι αυτοί που δεν πείνασαν να φύγουν
μακάριοι μακάριοι μακάριοι.
«Μολυσμένος τόπος» της Αναστασίας Παρασκευουλάκου
Έχοντας ασχοληθεί με το ζήτημα των μεταναστών στη λογοτεχνία, με τη συγγραφή σχετικού επιστημονικού άρθρου και την παρουσίασή του σε παγκόσμιο συνέδριο ανθρωποκοινωνιολογίας, βρήκα τη συλλογή της Παρασκευουλάκου (εκδόσεις Έλικας, 2023) καίρια και απερίφραστη πάνω στη συγκεκριμένη θεματική, αν και κάπως φλύαρη – ένας μικρότερος αριθμός ποιημάτων θα δημιουργούσε ένα εντονότερο ποιητικό σύμπαν, το οποίο θα ωφελείτο επίσης από μια μικρότερη δόση βερμπαλισμού.
Ολόκληρη η συλλογή πάντως, κι είναι αξιοσημείωτο αυτό, πραγματεύεται σταθερά το ζήτημα της μετανάστευσης και τη συνθήκη του μετανάστη που εγκαταλείπει την πατρίδα του, μην αντέχοντας τη φρίκη του πολέμου. Κι αν ο πόλεμος απειλεί τη ζωή, η μετανάστευση συχνά κάνει το ίδιο. Κάποτε ωστόσο προβάλλει ως η καλύτερη λύση σε μια σειρά ζοφερών εναλλακτικών.
Η επιλογή ενός ανθρώπου να μεταναστεύσει για να ξεφύγει από τον πόλεμο δεν είναι καθόλου απλή: εμπλέκει πολλές θυσίες και εξαντλεί όσα αποθέματα κουράγιου και δύναμης πιθανόν διαθέτει, εν μέσω αντιξοοτήτων που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή του ίδιου και των αγαπημένων του, από τους οποίους συχνά αναγκάζεται να χωριστεί. Όλα αυτά συνθέτουν την καίρια θεματική της συλλογής.
Επέλεξα να παραθέσω ένα εύγλωττο ποίημα:
Πάντα ξένος
Περιστέρι από άλλη χώρα
κουρνιάζεις στο πέλαγος.
Άγουρη φράση με το πρωινό ξύπνημα
αγωνίζεσαι να ολοκληρώσεις μια πρόταση
στο στόμα της ανθρωπότητας.
Σε κάθε επιστροφή,
ξένος.
Με τον καιρό σε κοιτάζουν
μονοπάτια, δρόμοι,
βουνά, θάλασσες.
Γυρίζεις πλευρό κάτω από το δέντρο.
Σε κερδίζει ο ύπνος.
Κανείς δε σε ρωτά πια τίποτα.
Αγκάθι στην εξορία,
υπάρχεις σαν μικρός θάνατος,
δεν εγκαταλείπεις.