Στo «Ροζ Παλ Ντάλιες» (εκδόσεις Γράφημα, 2023), ο Απόστολος Σπυράκης μας προσφέρει μια ανθοδέσμη από 23 περιπετειώδεις ιστορίες φτιαγμένες με μεράκι, ενδιαφέρουσα πλοκή και δράση, από εκείνες που θα επέλεγε κανείς να διηγηθεί τα χειμωνιάτικα βράδια δίπλα στο αναμμένο τζάκι και θα κρατούσαν ζωηρό το ενδιαφέρον της παρέας. Ο συγγραφέας περιγράφει τους δρόμους της τύχης που μπορεί να πάρει η ζωή ενός ανθρώπου για να συναντήσει το πεπρωμένο του και μιλά για τη γοητεία της γνώσης που αποκτά κανείς από τα βιβλία, αλλά και για τον τρόπο που η εμπειρία αλλάζει και διαμορφώνει το χαρακτήρα των ανθρώπων, για τα μαθήματα που δίνει η ίδια η ζωή. Τα διηγήματά του έχουν σαν σκηνικό κυρίως τη Θεσσαλονίκη και γενικά την Ελλάδα. Οι ιστορίες του αναφέρονται σε μοναχικές περιπέτειες ανθρώπων, αλλά και σε πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που συγκλόνισαν την ελληνική κοινωνία και τον κόσμο την εποχή που συνέβησαν. Σκοπός του συγγραφέα είναι να αναδείξει το μύθο του σύγχρονου ανθρώπου, όπως πλάθεται και προβάλλει μέσα από την πραγματικότητα, χωρίς καμιά φορά να γίνεται καν αντιληπτός.
Στο διήγημά του με τον ποιητικό τίτλο «Άνεμος στις Ιτιές», ο ήρωάς του, μετά τη συνταξιοδότησή του αγοράζει ένα σκάφος και ταξιδεύει με αυτό στα νερά του Αιγαίου, κάνοντας ένα όνειρό του αληθινό. Όταν κάποια στιγμή κολυμπά πάνω από ένα παλιό ναυάγιο, έξω από τις ακτές της Θεσσαλονίκης, νιώθει ότι βρίσκεται στον παράδεισο και βιώνει μια μεταφυσική εμπειρία.
[…] Στη διάρκεια του ενός λεπτού που έμεινε κάτω από την επιφάνεια, έκανε τη σκέψη ότι κάπως έτσι πρέπει να μοιάζει ο παράδεισος… Όταν έβγαλε το κεφάλι του επάνω από την επιφάνεια του νερού, είδε μια μελαχρινή γυναίκα, με πολύ μακριά μαλλιά, να στέκεται πάνω στο νερό σα να πατούσε σε μια στέρεη βάση. […]
Ο συγγραφέας μας μυεί στον τρόπο που γεννιούνται οι μύθοι, μέσα από την αλληλεπίδραση της ψυχής του ανθρώπου με τη φύση που δίνει στη φαντασία φτερά. Μέσα στο νήμα της αφήγησης προβάλλουν και οι μυθολογίες άλλων λαών, φανερώνοντας τον τρόπο που επηρέασε την ψυχή και τη φαντασία τους το φυσικό περιβάλλον στο οποίο έζησαν. Οι δοξασίες τους ριζώνουν ακόμα στην καρδιά και στο μυαλό των ανθρώπων και σε στιγμές κρίσιμες βγαίνουν στο φως.
Στο «Δόρυ του Όντιν», εμφανίζεται η όμορφη ατμόσφαιρα που επικρατεί στις ταβέρνες της Θεσσαλονίκης και οι φιλίες που αναπτύσσονται μεταξύ των μόνιμων θαμώνων και των ξένων που έρχονται στην πόλη. Εκεί, άνθρωποι συναντιούνται τυχαία, ενώνουν για λίγο διάστημα τις διαφορετικές ζωές τους, μοιράζονται μυστικά και εξομολογήσεις και μετά χάνονται για να ακολουθήσει ο καθένας το δρόμο του, αλλά οι ιστορίες τους μένουν. Η ομίχλη που σκεπάζει κάποιο απόγευμα το λιμάνι της γίνεται αφορμή για να διηγηθεί ένας υδραυλικός το παράδοξο γεγονός που του συνέβη την εποχή που εργαζόταν σε ένα λιμάνι της Βόρειας Θάλασσας. Τότε που είδε ξαφνικά ένα γίγαντα να βγαίνει από την ομίχλη, κραδαίνοντας το δόρυ του και τον πλησίασε για να του πει ότι το βράδυ κάποιος δικός του θα πεθάνει. Το ίδιο βράδυ πέθανε η άρρωστη μητέρα του…
Σε μια άλλη περίσταση, στις «πύλες του Ιεζεκιήλ», o Ηλίας, ένας Αλβανός μετανάστης, εξιστορεί την παράξενη εμπειρία που βίωσε σε μια καλύβα, στο δρόμο του προς τα ελληνικά σύνορα, όταν βρήκε εκεί, τυχαία, ένα βιβλίο σαν ευαγγέλιο και θέλησε να το διαβάσει. Ήταν γραμμένο σε μια ξένη γλώσσα, αλλά εκείνος άρχισε ξαφνικά να την καταλαβαίνει: «Μιλούσε για μια εκκλησία σαν παλάτι και για μια πύλη λαμπερή, κλειδωμένη, σφραγισμένη, απ’ όπου κανένας δεν μπορούσε να περάσει, μέχρι να γεννηθεί ο εκλεκτός που θα άνοιγε την πύλη, γιατί ήταν ο μόνος που είχε το δικαίωμα!»…
Οι ήρωές του γίνονται μέσα σε λίγες ώρες τόσο οικείοι που κανείς από την παρέα δεν θέλει να τους αποχωριστεί. «Σιγά μη φύγεις!», φωνάζει ο Γιώργος στον Ηλία που φεύγει για να δουλέψει στη Γερμανία, τη δική του νέα «Εδέμ» εκείνο το βράδυ: «Ό,τι στοίχημα θες, κι αύριο εδώ θα είσαι και θα πίνεις μαζί μας!».
Καμιά φορά λίγες ώρες αρκούν για να δεθούν οι άνθρωποι μεταξύ τους, όσο διαφορετικοί και αν είναι και να γεννηθεί μια φιλία. Οι ήρωες του Α. Σ. ηχούν παράξενα οικείοι, σαν να τους έχεις γνωρίσει κάποτε τυχαία σε μια παρέα φίλων, ή σε κάποιο ταξίδι, σε συνθήκες που γίνονται όλες οι εξομολογήσεις. Σε δεύτερο επίπεδο προβάλλει η πολυπολιτισμικότητα της Θεσσαλονίκης, η φιλική διάθεση που δείχνουν προς τους ξένους οι παρέες της, η ευκολία που τους ενσωματώνουν αυθόρμητα στον κύκλο τους.
Στα διηγήματα του Σπυράκη, ο κόσμος μέσα από το περιτύλιγμα του μύθου αποκτά μια χροιά μυστικιστική και αποπνέει έναν μαγικό ρεαλισμό που κάνει την ανάγνωση συναρπαστική. Οι ήρωές του είναι καθημερινοί άνθρωποι που βρίσκονται αντιμέτωποι με παράξενες καταστάσεις, άλλοτε δύσκολες που δοκιμάζουν τον ψυχισμό τους και φανερώνουν το χαρακτήρα τους και άλλοτε υπερρεαλιστικές που τους αποκαλύπτουν την ποιητική πλευρά της ζωής και αλλάζουν τη ματιά που ρίχνουν στον κόσμο.
Το διήγημα «Στο ζενίθ του λυκόφωτος» αναφέρεται σε θέματα ψυχικής υγείας, τα οποία ο συγγραφέας προσεγγίζει με ιδιαίτερη ευαισθησία. Η νεαρή ένοικος του διπλανού διαμερίσματος επισκέπτεται το γείτονά της, αργά τη νύχτα, μπαίνοντας κρυφά από την μπαλκονόπορτα. Εκείνος κάποια στιγμή το αντιλαμβάνεται, θυμώνει και παραφυλάει για να την πιάσει, γοητεύεται όμως από τη μαγεία του σκηνικού και παραμένει κρυμμένος:
[…] Σε λίγο θα ξημέρωνε κι οι δυο τους στέκονταν μετέωροι στα σκοτεινά, ξαφνικά το κορίτσι σηκώθηκε προσεκτικά κι άρχισε να κινείται αδιόρατα, όπως ήρθε, σαν οπτασία, σαν αερικό. Πραγματικά οι κινήσεις της ήταν αιθέριες καθώς δρασκέλιζε το χώρο και τραβούσε μαλακά τη συρόμενη πόρτα, κατευθυνόμενη προς το μπαλκόνι. Έπειτα, την είδε να σκαρφαλώνει στο δέντρο, κι από κει να περνά στο μπαλκόνι της και να χάνεται… Καθώς ξημέρωνε, σκεφτόταν αυτό που είχε συμβεί και το ασυνήθιστο του πράγματος τον είχε γεμίσει μ’ ένα συναίσθημα βαθύ, που θα έλεγε κανείς ότι του άρεσε… Αποφάσισε ότι ευχαρίστως θα το ξαναζούσε όλο αυτό κι ένα σωρό σκέψεις πλημμύρισαν το μυαλό του, μια πνευματικότητα και μια ηρεμία τον είχε κατακλύσει…
Σε άλλα διηγήματα προβάλλουν οι παθογένειες της σύγχρονης κοινωνίας. Μια ληστεία γίνεται σε ένα φούρνο την ώρα της νυχτερινής βάρδιας, στο «Pac Man» και ο ήρωας καταφέρνει να αφοπλίσει το ληστή και να ειδοποιήσει την αστυνομία. Το ίδιο πρωί η γυναίκα του τον είχε προειδοποιήσει να προσέχει γιατί είχε δει τον εαυτό της στον καθρέφτη να γελά «και αυτό δεν ήταν καλό σημάδι»… «Από τα βάθη της Ασίας καταγόταν η γυναίκα του και είχε μια μεταφυσική αντίληψη για τα πράγματα»…
Σε αυτή την περίσταση, οι δοξασίες που υπάρχουν στα μύχια της ψυχής κάποιων ανθρώπων τρέφονται από τα κακώς κείμενα της πραγματικότητάς μας.
Σε μια εποχή υλιστική, ο συγγραφέας στρέφει την προσοχή του σε ζητήματα που αφορούν την ψυχή του ανθρώπου και την ανάδειξη της εσωτερικής του κλίσης, τη σημασία της κοινωνικής προσφοράς. Στο διήγημα «Στην Ανατολή του Αρκτούρου», ένας φυσικοθεραπευτής, με σπάνιες ικανότητες, σαν εκείνες που είχαν οι παλιοί θεραπευτές, αποφασίζει να ζήσει στο Άγιο Όρος και να προσφέρει ανιδιοτελώς τις υπηρεσίες του στους μοναχούς. Κοντά τους βρίσκει την ηρεμία και την πνευματικότητα που αναζητούσε. Τη μέρα που παίρνει την απόφασή του αυτή, στο όνειρό του παρουσιάζεται ένας αρχαίος θεραπευτής στεφανωμένος από μια λευκή λάμψη.
Οι ήρωές του συναντούν συχνά απρόβλεπτες καταστάσεις, όπου δοκιμάζεται, όχι μόνο η φυσική αντοχή τους και το θάρρος τους, αλλά και η ηθική τους στάση, όταν έρχονται αντιμέτωποι με ηθικά διλήμματα. Τότε, μυθικές παρουσίες εμφανίζονται από το παρελθόν, δίνοντας τη δική τους λύση. Στο διήγημα «Δαρδάνειες Πύλες», ο ήρωας ανακαλύπτει έναν αρχαίο κύλικα στο σπίτι του πατέρα του που έχει πεθάνει και αναρωτιέται αν πρέπει να τον πουλήσει σε κάποιον συλλέκτη ή να τον κάνει δωρεά στο μουσείο. Τότε, ένας τεράστιος πολεμιστής εμφανίζεται από το πουθενά, αρπάζει το κύπελλο και εξαφανίζεται περνώντας μέσα από τον τοίχο, μαζί με αυτό που του ανήκει.
[…] Όταν ξύπνησε, γύρισε να κοιτάξει αν το κύπελλο ήταν στη θέση του. Ησύχασε βλέποντας ότι βρισκόταν όπως το είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι, κι έμοιαζε περισσότερο γυαλιστερό από πριν. Έκανε να σηκωθεί για να το χαϊδέψει πάλι και τότε είδε απ’ το πουθενά να εμφανίζεται ένας τεράστιος πολεμιστής, με πανοπλία σιδερένια, που γέμιζε μοναχός του την κάμαρα ολόκληρη. Ο γίγαντας ούτε που του έδωσε σημασία, άρπαξε μόνο τον κύλικα με το αριστερό του χέρι, πέρασε μέσα απ’ τον τοίχο με μια δρασκελιά κι εξαφανίστηκε.
Η ιδέα να διαφυλάξουμε σπάνια αντικείμενα από τo παρελθόν σε μουσεία, δεν είχε σαν εναρκτήριο έναυσμα την αγάπη, δεν προέκυψε αρχικά από την ανάγκη μας να διαφυλάξουμε πολύτιμα κομμάτια από την ιστορία μας, πριν γίνουν αντικείμενο συναλλαγής; Ο συγγραφέας αναρωτιέται γιατί οι πέτρες και τα βράχια που είναι εκατομμυρίων ετών δεν μας κάνουν καμία εντύπωση, αφήνοντας έτσι έναν υπαινιγμό για την καταστροφή που προξενεί ο άνθρωπος στη φύση.
Όλοι οι ήρωες του Σπυράκη αποπνέουν έναν διακριτικό ρομαντισμό και μια ευγένεια ψυχής που στρέφει το βλέμμα τους πέρα από τα υλικά αγαθά. Φανερώνουν σε κάθε περίσταση την αγάπη τους για τη φύση, την καλοσύνη και το σεβασμό τους προς το συνάνθρωπο, ακόμα και όταν είναι παραβατικοί, όπως ο καλοσυνάτος κλέφτης στο «Κρασί πικραλίδας». Όλοι αναζητούν την ψυχική ηρεμία και την πνευματική ανάταση κοντά στη φύση. Ωστόσο, την εποχή της πανδημίας του κορονοϊού, όταν ο ήρωας καταφεύγει στην εξοχή για να αποδράσει από την αποπνικτική ατμόσφαιρα της πόλης, δεν καταφέρνει ούτε εκεί να ηρεμήσει γιατί ακόμα και εκεί οι συζητήσεις των ανθρώπων περιστρέφονται γύρω από το ίδιο θέμα, στο «Βάλια Κάλντα».
Υπάρχουν κάποιες στιγμές που και η πραγματικότητα παρεκκλίνει από την κανονικότητά της για να αγκαλιάσει το παράλογο, δημιουργώντας αναπάντεχα κρίσιμες καταστάσεις. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι κάποια από τα διηγήματά του παρουσιάζουν κρίσιμα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που προξένησαν οι καταστάσεις αυτές και συγκλόνισαν την ελληνική κοινωνία, αλλά και τον κόσμο τον καιρό που συνέβησαν.
Το διήγημα «Νήσοι των Νοτίων Θαλασσών» μας ταξιδεύει στο μακρινό 1963 τη βραδιά της δολοφονίας του Λαμπράκη και σκιαγραφεί με εντυπωσιακή δεινότητα το εκρηκτικό πολιτικό κλίμα της εποχής που προμήνυε τις δυσάρεστες πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν στα επόμενα χρόνια και την κατάλυση της δημοκρατίας. Η μαρτυρία ενός νεαρού ιδιοκτήτη κυλικείου που βρισκόταν κοντά στον τόπο της εκδήλωσης όπου μιλούσε ο βουλευτής ζωντανεύει τα γεγονότα εκείνης της νύχτας και φανερώνει τις διαστάσεις που μπορεί να πάρουν οι κρυφές δυνάμεις που υπονομεύουν τη δημοκρατία μιας χώρας, αν παραμείνουν ανεξέλεγκτες.
Το «Ροζ Παλ Ντάλιες», που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή, είναι η ιστορία της φιλίας ενός ανθοπώλη και ενός εργολάβου κηδειών. Μέσα από τα μάτια τους προβάλλει η ελληνική κοινωνία πριν και μετά την οικονομική κρίση του 2009, όταν σταμάτησε το χρήμα να ρέει άφθονο και τα γλέντια να κρατούν μέχρι τα ξημερώματα στα νυχτερινά κέντρα. Μέσα της εμφανίζονται τα παιχνίδια της μοίρας και η ειρωνεία της τύχης να προσφέρει ο ένας λουλούδια στην κηδεία του άλλου, το παράλογο του θανάτου.
Στις σελίδες του βιβλίου του εμφανίζεται η αγάπη του για την ιστορία, ο σεβασμός του στις ιστορίες των λαών, όπως διαφαίνεται και από τη μεσαιωνική νουβέλα του «Καστροφύλακας», όπου εμφανίζεται η διαχρονικότητα του πολέμου, ντυμένη με τα χρώματα του μύθου.
Ο Απόστολος Σπυράκης θυμίζει στις Ροζ Παλ Ντάλιες του, σε μια εποχή που ο κόσμος έχει πάψει να θυμάται, καταστάσεις ανεξέλεγκτες που έριξαν τη σκιά τους πάνω στην ανθρωπότητα και την ελληνική κοινωνία ξαφνικά και συνεχίζουν να ρίχνουν τη σκιά τους στο μέλλον. Προτείνει, ως μόνο αντίβαρο, τη συλλογική δράση που έχει τόσο ατονήσει στις μέρες μας.
Κάθε περίσταση που περιγράφει ο συγγραφέας στα διηγήματά του πυροδοτεί σκέψεις στο μυαλό του αναγνώστη για τη χρυσοθηρική εποχή μας και τον τρόπο που επηρεάζει την ψυχή του ανθρώπου και τη συρρικνώνει. Μέσα από τα μάτια των ηρώων του προτάσσει την ανάγκη της επαναμάγευσης του κόσμου με τα ευγενικά ιδανικά της φιλίας, της καλοσύνης προς τον συνάνθρωπο, της αγάπης, του σεβασμού της ιδιαιτερότητας, της ομορφιάς που υπάρχει γύρω μας και κινδυνεύει να χαθεί. Καταγγέλλει με το δικό του υποδόρειο ποιητικό τρόπο την υλοφροσύνη της εποχής και την απληστία του σύγχρονου ανθρώπου, αναδεικνύοντας την ομορφιά και τον πλούτο της φαντασίας, την ομορφιά της φύσης που επαναφέρει την αρχαία εκείνη μαγεία στον κόσμο.
Οι «Ροζ Παλ Ντάλιες» του είναι φτιαγμένες από μικρά και μεγάλα τραύματα, μικρά και μεγάλα θαύματα…