“Ριμαχό” του Παναγιώτη Νικολαΐδη
Χριστίνα Λιναρδάκη

Ο Ριμαχό πρωτοεμφανίστηκε στην κυπριακή λογοτεχνία ως Ριμακό από τον ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη το 1973. Ο Χαραλαμπίδης σημείωνε τότε ότι το όνομα ήταν αναγραμματισμός του ονόματος «Μακάριος», ενώ αποτελούσε επίσης ευθεία παραπομπή στη ρίμα, ένα από τα χαρακτηριστικά της ποίησης. Ο Ριμαχό στη συνέχεια εμφανίστηκε στα ποιήματα και άλλων δύο Κύπριων ποιητών, μάλιστα ένας από αυτούς του έδωσε και θηλυκό τύπο: Ριμαχόνα. Στην ποιητική συλλογή Ριμαχό του Παναγιώτη Νικολαΐδη (εκδόσεις Σμίλη, 2022), ο Ριμαχό κάνει την επανεμφάνισή του, όχι όμως ως ο ήρωας ή ο πρωταγωνιστής της, αλλά σαν ο ποιητής-δημιουργός της, τα έργα του οποίου ο Νικολαΐδης φαίνεται να διασώζει.

Πρόκειται προφανώς για ένα ευφάνταστο εύρημα, που θα μπορούσε να έδινε στον Νικολαΐδη το προνόμιο της απόστασης από το έργο του, μιας απόστασης που είναι πάντοτε ευκταίο και ζητούμενο να υπάρχει. Δεν γνωρίζουμε αν ο ίδιος επωφελήθηκε τελικά αυτού του προνομίου, πάντως τα ποιήματα της συλλογής διαπνέονται από τις φραστικές εκρήξεις και τις αναπάντεχες συνδέσεις των ποιητικών μετασχηματισμών του που παρατηρήσαμε και σε προηγούμενες συλλογές του.

Ο Ριμαχό του Νικολαΐδη περιλαμβάνει ένα πρώτο μέρος με 31 ποιήματα και ένα δεύτερο μέρος αλληλογραφίας με τη Ριμαχόνα, το οποίο απαρτίζεται από 11 ποιήματα-επιστολές προς εκείνη και μία απάντησή της. Η αγαπητική σχέση μεταξύ Ριμαχό και Ριμαχόνας (που ουσιαστικά είναι η Κύπρος), δίνει στο όνομα «Ριμαχό» μία ακόμη σημασία, πέρα από τις δύο του Χαραλαμπίδη: εκείνη του Κύπριου τη καταγωγή, τη πολιτεία και τη ουσία. Γίνεται έτσι ο Ριμαχό όχι απλά σύμβολο, αλλά η ίδια η ενσάρκωση κάθε Κύπριου που έζησε την εισβολή ή ζει στη σκιά της, που βιώνει τη συνθήκη του διαμελισμού της χώρας του – με τη μισή, την απρόσιτη μέχρι πριν από μερικά μόλις χρόνια, να αποτελεί Χαμένη Πατρίδα. Ακόμη πιο αφαιρετικά όμως, ο Ριμαχό γίνεται η ενσάρκωση του ίδιου του Ανθρώπου που σκοντάφτει για λόγους πέρα και πάνω από τη θέλησή του και υφίσταται, ως συνέπεια, μια αέναη πτώση, μια ξεστρατισμένη πτήση προς τα κάτω, προς το ανάποδο του ουρανού.

Στα 43 συνολικά ποιήματα απαντάμε 43 μικρές αιμορραγίες – γιατί οι πληγές που πραγματεύεται ο ποιητής είναι χαίνουσες και αιμάσσουσες, κυρίως όμως είναι διαρκείς. Τα κυπριακά γλωσσικά στοιχεία που ενσωματώνονται σποραδικά στα ποιήματα (με ορισμένα από αυτά να είναι εξ ολοκλήρου γραμμένα στα κυπριακά), τα μπολιάζουν με τη μουσικότητά τους αλλά και κάνουν τον πόνο από την ανάγνωσή τους πιο ζωντανό, οδηγώντας στην οικειοποίησή του:

είδασιν την Ελλάδαν τ˘ζαι την Κύπρον
κρεμμασμένες
τ˘ζι ˘ όι δεντρά λαλούσιν
μόνον γρόνια
θα φυτεύκουμεν στην γην

κρομμύθκια δάκρυα

(από το ποίημα «Μια στάξη γαίμαν»)

Πολλά στοιχεία στα ποιήματα είναι απόηχοι του σπαραγμού που δημιούργησε η διχοτόμηση της Κύπρου, ενός σπαραγμού που διαπερνά την ίδια την ίνα της ζωής των ανθρώπων της Κύπρου καθορίζοντάς την. Ενδεικτικά αναφέρω μερικούς στίχους: «κρυφοκοιτούσε τ’ άστρα/ που πέφταν σαν ήλιοι/ στον γκρεμό» (από το ποίημα «Ο Ριμαχό στο άγαλμα της Ελευθερίας»), «η νύχτα/ είναι δεμένη με σφιχτό κόμπο/ στο κέντρο / της δικής μας ύπαρξης» (από το ποίημα «Απορία»), «ένας Ιούλης/ γαζωμένος με σφαίρες/ που κρύβει το τραύμα/ σε κοινή θέα» (από το ποίημα «Όταν η Γη θα γίνει για όλους στρογγυλή»), «οι φλόγες/ μεταφέρουν κομμάτια/ της απανθρακωμένης μας ψυχής/ στον ατελείωτο ιμάντα/ του χρόνου» (από το ποίημα «Μανιφέστο αποτυχίας»).

Ο Ριμαχό που υποτίθεται ότι γράφει τα ποιήματα και περιγράφει τον εαυτό του σε αυτά είναι ένας στοχαστής της ζωής και της ανθρώπινης συνθήκης. Κοιτάζει τον κόσμο γύρω του με διαπεραστικό κι εξεταστικό βλέμμα, κάποιες φορές είναι αισιόδοξος («…ραντίζω με νερό/ τη διψασμένη γη/ κι όλα τα δέντρα/ γιατρεύονται από μόνα τους/ μέσα στην πράσινη σιωπή/ και προχωρούν ψηλά/ στον ανοιχτόν αέρα», από το ποίημα «Ο Ριμαχό με το λάστιχο»), τις περισσότερες φορές όμως διαπιστώνει τη ματαιότητα που διαπερνά τα πάντα και θλίβεται («Το αίμα, λένε,/ ουρλιάζει μέσα μας σαν/ κόκκινο βιολί/ […] Όσο κι αν προσπαθούμε όμως/ να στρεβλώσουμε τον χρόνο/ αποθηκεύοντας τον ουρανό/ βαθιά κάτω απ’ το έδαφος/ αυτή η μια ανάσα/ είναι η μόνη/ βεβαιότητα του είδους/ καθώς ο μισός κόσμος/ σκοτώνει αργά και σταθερά/ τον άλλο μισό», από το ποίημα «Η μόνη βεβαιότητα του Ριμαχό»). Η θλίψη που ενσταλάζεται στον κόσμο γύρω, διαποτίζει και τον κόσμο εντός: «η αίσθηση/ του εκλιπόντος χρόνου/ είναι πολύ πιο δυνατή/ απ’ τη διάρκεια./ Είμαστε, βλέπεις, μία ροπή/ πήλινα φύλλα/ που πέφτουνε στη γη/ πάντα ονείρων απατηλότερα» (από το ποίημα «Ο Ριμαχό σε κηδεία»).

Η πικρή αυτή διάθεση καθορίζει και το δεύτερο μέρος της συλλογής, «Τα γράμματα στη Ριμαχόνα». Η απεύθυνση στα γράμματα είναι «Αγαπημένη μητέρα», όμως ο γιος Ριμαχό τής μιλά με παράπονο: «…να ξέρεις/ ότι ’κόμα αγαπώ σε/ τ˘ζαι είσαι μέσα μου κρεμμός» (Ι), «Θωρώ τη ματωμένη ωμοπλάτη σου/ κομμένη με σπαθί/ καθώς το πράσινο φουστάνι/ που φορείς/ σκίζεται σαν λεπτό χαρτί/ περνώντας απ’ το συρματόπλεγμα» (ΙV) και την κλαίει: «δεν είσαι παρά μόνο ένα σύννεφο/ που δεν μπορεί να σηκωθεί» (ΙV), ενώ  παράλληλα τη μέμφεται: «Αν δεν μ’ αγαπάς αληθινά/ ώς μέσα στο κύτταρο/ δεν είσαι μάνα» (ΙΙ), «Πες μου λοιπόν./ Είσαι γλυτ˘ζίν νερόν/ ή θάνατος;/ Είναι τα λόγια σου μαχαίρια/ ή πουλιά;» (ΧΙ).

Συγχρόνως, της εξομολογείται για τον εαυτό του: «Είμαι μια καθημερινή/ κι ακατανόητη μορφή/ μια ιστορία ανεπάρκειας» (VI), «Γιατί τι άλλο είμαστε/ παρά νερό/ και λίγος ουρανός/ που αντηχεί το άυλο/ μέχρι το τελευταίο κύτταρο/ της μέρας» (VIΙΙ), «δεν είμαι πικραμένος πια/ ούτε διψώ/ είμαι μονάχα ανοιχτός/ μέχρι το κόκαλο/ διαιρεμένος σε κομμάτια/ άλλων εαυτών/ σε αίθουσες σιδηροδρομικών σταθμών/ και μες στη νύχτα» (Χ).

Μέσα σε αυτό το στενόχωρο κλίμα, δεν λείπουν πάντως οι αναφορές στον ρόλο του ποιητή, όπως το περίφημο «Πρέπει να’ σαι ηλίθιος/ για να’ σαι ποιητής» στο ποίημα «Ο Ριμαχό με το λάστιχο», αλλά και στην ποίηση ως λειτουργία, όπως το «Η ποίηση είναι σπαθί/ σου κόβει τα ήπατα/ σαν απαρέμφατο/ είναι γκρεμός/ σκοινί στον Άδη» στο ποίημα «Ατελής προσωπογραφία». Ο ποιητής, διαιρεμένος και απροσδιόριστος, ψάχνει πάντα για έναν ορισμό που θα τον καλύπτει, πρωτίστως της λογοτεχνίας: «αυτό που ονομάζουμε λογοτεχνία/ δεν είναι ύμνος/ για τον ουρανό.// Είναι μονάχα θρήνος/ στον πυθμένα» (VII).

Δεν γνωρίζω προσωπικά τον Παναγιώτη Νικολαΐδη, όμως φαντάζομαι τον Ριμαχό του σαν μια μοναχική φιγούρα σκυμμένη πάνω από τα χαρτιά της το σούρουπο, με τα δάκρυα να κυλούν, καθώς γράφει, «σαν μαύροι κόκκοι πιπεριού/ σε μια λευκή σελίδα». Είναι μια εικόνα που πονάει όσο και οι στίχοι της συλλογής.

Περισσοτερα αρθρα