ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΚΑΠΟΤΕ
Αγγελικές φτερούγες
ας καλύψουν το κορμί μου
κι ανέσπερες ας ηχήσουν καμπάνες
θανάτου ήσυχου,
εκεί μακριά, που βρίσκεσαι τώρα
ήσυχη και φρόνιμη κόρη της Μεσογείου
–τόσο βασανισμένη–
εσύ αγαπημένο μου νησί.
Κάποτε μια φρίκη φοβερή ξεπέρασε
ουράνιους ορίζοντες,
τότε που οι άνθρωποι τρελοί
ξεφεύγοντας…
και θα ιστορείται
αδελφός να καίει αδελφό
και η τόσο αγαπημένη αυτή
χώρα, τι ν’ απέγινε επιτέλους.
Στις κορφές των βουνών σκιαγραφείται
ακόμα μια έλευση.
Οι πόλεις, τα χωριά, οι άνθρωποι…
Πανέμορφη κόρη, κάποτε ξανά
θα προσπεράσεις. Τίποτα άλλο δεν έχω να πω.
Ο Δώρος Λοΐζου, δολοφονήθηκε
από τα φασιστικά βόλια στις 30 Αυγούστου το 1974…
… ένας κόσμος τρελός και τόσο αγαπημένος.
Κάποτε όλα θα πεθάνουν και μόνο μια μνήμη φοβερή…
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
«Αγαπητέ συνδρομητή, παρακαλώ ανανεώστε
τον λογαριασμό σας, το υπόλοιπό σας είναι δεκατρία σεντ»…
Και τα κομπιούτερ να μιλούν συνέχεια,
μια πρόοδος, ένα θαύμα οικονομικό που θα ιστορείται.
Τα τίμια εργατικά χέρια των λαών της γης,
πόσο ακόμη, άδικα θα τιμωρούνται,
άδικα θα ταλαιπωρούνται.
Αγαπημένη, πολυαγαπημένη Πατρίδα, μέσα στους
αιώνες προσπέρασες κουκκίδα και σημάδι του ήλιου
και μόνο, έτσι μου ’ρχεται να κραυγάσω.
Ο μικρός Δημήτρης λατρεύει
την ομάδα «ΑΠΟΕΛ». Φασαρία, χαμός στα γήπεδα.
Ένα μικρό παιδάκι κάπου στην Ασία, ούτε σχολείο,
ούτε βιβλία, μήτε παιχνίδια. Έτσι.
Ασήκωτη ομορφιά, εσύ τιμημένη χώρα
και γη μου.
Οι φιγούρες των ανθρώπων αλησμόνητες
και ήσυχα θα προσπερνούν.
Θεία στοργή, κάλυψε επιτέλους τα παιδιά.
Ασήκωτο το βάρος, το φορτίο βαρύ, τιμημένα τα χρώματα
για πάντα θα θυμίζουν μια Ελλάδα…
ΜΙΚΡΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Χθες φεύγοντας από το σπίτι ξεχάστηκα,
άφησα την πόρτα ανοιχτή. Όταν γύρισα,
τη βρήκα χαμογελαστή να κάθεται.
Τίποτα να μην υπάρχει σ’ αυτόν τον τόπο,
προσευχή η υπομονή της και λάμψη
για το λιγοστό.
Έτσι μου φαίνεται, παιγνιδίζοντας οι αχτίνες,
θα εισχωρούν παντού, στα τζάμια, στους τοίχους,
στις κουρτίνες. Στο ξαφνικό μια τέρψη
κι ύστερα στη διαφάνεια να προσέρχομαι
τόσο αδαής.
Όταν θα μπαρκάρω χωρίς διαβατήριο ή
άλλο τι, εγώ, η γυναίκα μου και τα
παιδιά μου, και όταν ακόμα οι θάλασσες
θα ξεβράζουν το πτώμα μου σε μια χώρα
μακρινή, θα γυρέψω ησυχία.
Η Γιάο-Γιάο, η Λου-Λου, η Μαρσελίνα
όλες τόσο μακρινές. Στη σκέψη μου, ένας
ψαλμός.
Και ό,τι απομένει, σαν ησυχία θ’ ακουστεί.