Ποίηση, αυτογνωσία και μνήμη (για την ποιητική συλλογή “Με δανεικό μολύβι” της Κλεονίκης Δρούγκα – ISBN: 978-960-592-181-1)
Νίκη Μισαηλίδη

Η ποιητική συλλογή της Κλεονίκης Δρούγκα Με δανεικό μολύβι (Μανδραγόρας, 2024· ISBN 978-960-592-181-1) συγκροτείται σε έξι ενότητες, καθεμία εκ των οποίων εισάγεται μέσω ενός πεζο-ποιήματος που λειτουργεί ως προλογική πύλη στη θεματική της. Η δομή αυτή, με την εναλλαγή πεζού και ποιητικού λόγου, αποκαλύπτει την πρόθεση της δημιουργού να αναστοχαστεί τη διαδικασία της γραφής και να καταστήσει τον/την αναγνώστη/-στρια συμμέτοχο στη γένεση του ποιήματος.

Οι θεματικοί άξονες της συλλογής εκτείνονται σε ένα ευρύ φάσμα: η ποιητική τέχνη και η λειτουργία της, η κοινωνική θέση και ταυτότητα της γυναίκας, τα πρόσωπα και οι δυναμικές της οικογενειακής ζωής, ο έρωτας και η αγάπη, η συμφιλίωση με τον εαυτό, η πορεία προς την αυτογνωσία, καθώς και οι ανθρώπινες πτώσεις και η αναζήτηση του εαυτού μέσα από το ιστορικό παρελθόν και τις ρίζες. Όλα αυτά τα θέματα συνθέτουν έναν ενιαίο υπαρξιακό ιστό, μέσα από τον οποίο η ποιήτρια επιχειρεί να προσεγγίσει τη βαθύτερη ανθρώπινη εμπειρία.

Η ποίηση της Δρούγκα χαρακτηρίζεται από εξομολογητική διάθεση, καθώς η δημιουργός συνειδητοποιεί τη δύναμη της ποιητικής τέχνης ως μέσου αυτογνωσίας και ψυχικής κάθαρσης. «Ο καθένας έχει τα δικά του μυστικά σε ομίχλη τυλιγμένα» (σ. 9), σημειώνει η ποιήτρια, και αυτή ακριβώς την «ομίχλη» επιχειρεί να «ξεδιαλύνει» με όπλο της την ποίηση. Η τέχνη του λόγου αναδεικνύεται, έτσι, όχι μόνο σε αισθητικό αλλά και σε υπαρξιακό εργαλείο, το οποίο αφορά κάθε άνθρωπο, καθώς εντοπίζεται «γύρω» μας, στην καθημερινότητα, στα «πιάτα» (σ. 11), «σε μια βαλίτσα/ανάμεσα στα εσώρουχα κι ένα ζευγάρι κάλτσες» (σ. 11), ή «στο λεωφορείο μέσα» (σ. 11). Με αυτόν τον τρόπο, η ποιήτρια κατορθώνει να συνδέσει το υψηλό με το απλό, την καλλιτεχνική δημιουργία με την καθημερινή εμπειρία, διαμορφώνοντας έναν ποιητικό διάλογο που απευθύνεται ταυτόχρονα στον εαυτό και στον αναγνώστη.

Στο ποίημα «Τακτο-ποίηση» (σ. 12), η ποιήτρια «ανοίγει την πόρτα» του ποιητικού της εργαστηρίου, αποκαλύπτοντας τη διαδικασία γένεσης του ποιήματος:

«Τις προάλλες το βλέμμα έριξα/ σε ένα κοπάδι βιβλία/ σελίδες αδιάβαστες/ σκέψεις που μα γελάνε στον αφρό/ και μια στον πάτο πάνε κι εκεί/ συνάντησα ριγμένα ατάκτως/ σωριασμένα συναισθήματα./ Πάτησα ένα κατά λάθος/ πόνεσε έβγαλε λυγμό/ πόνεσα έβγαλα λυγμό γι’ αυτό/ σήμερα απ’ το πρωί/ την ησυχία των χαρτιών ταράζω/ τις σκέψεις συμμαζεύω/ στα βαθουλώματα κυμάτων τα πάθη/ ξεδιπλώνω/ στη θέση των παλιών πληγών/ βάλσαμο βάζω/ τα χλωρά με τα χλωρά/ τα ξερά όλα έξω./ Μια τακτοποίηση κάνω/ σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα

Η «τακτοποίηση» εδώ υπερβαίνει τη μεταφορική της σημασία: μετατρέπεται σε ποιητική και ψυχική διαδικασία ανασύνθεσης. Ο ποιητικός λόγος λειτουργεί θεραπευτικά, σχεδόν λυτρωτικά, ως «βάλσαμο» για τις πληγές του εαυτού, καθιστώντας την ποίηση πράξη αυτοΐασης και επανανοηματοδότησης της ύπαρξης. Η γραφή της Δρούγκα, με το απλό, καθημερινό λεξιλόγιο και την προφορικότητα που τη διαπερνά, κατορθώνει να ισορροπήσει ανάμεσα στη βιωματική αμεσότητα και την καλλιτεχνική επεξεργασία. Μέσα από έναν εσωτερικό μονόλογο που διαλέγεται με την πραγματικότητα και το φαντασιακό, η ποιήτρια μας εισάγει σ’ έναν κόσμο όπου η ποίηση δεν αποτελεί απλώς τέχνη, αλλά τρόπο ύπαρξης — έναν τρόπο «να τακτοποιείς» τα συναισθήματα, τα βιώματα, τις σιωπές.

Η γυναικεία μορφή στην ποίηση της Κλεονίκης Δρούγκα αναδεικνύεται με τη συνθετότητα και την πολυπρισματικότητα που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη ταυτότητα του φύλου. Η γυναίκα της Δρούγκα δεν περιορίζεται σε έναν ενιαίο ρόλο· είναι ταυτόχρονα κόρη, ερωμένη, μητέρα, δημιουργός, αλλά και σύμβολο της ίδιας της ζωής. Στο χαρακτηριστικό απόσπασμα όπου παρουσιάζεται ως «γυναίκα, κόρη, ερωμένη και μητέρα/σε πίνακα ζωγραφικής ποτίζει χωματόδρομο με προσοχή,/κομμάτι άβρεχτο μη μείνει» (σ. 15), αποτυπώνεται η εικόνα της γυναίκας ως φορέα ζωής και φροντίδας, που ενώνει το υλικό με το πνευματικό, το καθημερινό με το ιερό. Η ποιήτρια προχωρά πέρα από τον οικείο τύπο της γυναίκας της ελληνικής παράδοσης, εισάγοντας τη μορφή της «Σαμπιχά» (σ. 22) — της γυναίκας της Ανατολής, εγκλωβισμένης σε πατριαρχικά και θρησκευτικά στερεότυπα. Στους στίχους της:

«Αποδεκτό το μαύρο μόνο/ στο ρούχο πανοπλία/ εξημερώνει/ πάθη δεν κουβαλά και βέβαια/ ταιριάζει με σκουρόχρωμη καρδιά/ ταπεινωμένη από τη γέννηση ακόμη/ νεκρή/ σαβανωμένη/ μέσα σ’ ένα χαλάκι προσευχής» (σ. 22),
η «Σαμπιχά» προσωποποιεί τη γυναίκα της καταπίεσης και της σιωπής, της οποίας η ύπαρξη είναι προδιαγεγραμμένη μέσα στα όρια της παράδοσης και του καθήκοντος. Αντιστικτικά, η ποιήτρια παρουσιάζει τη γυναίκα της Δύσης, τη γυναίκα της σύγχρονης εποχής της υπερ-έκθεσης και της επιτελεστικής ταυτότητας, όπως αυτή αποτυπώνεται στο ποίημα «Παζάρι» (σ. 23):

«Μόνη ανάμεσα σε άλλους/ σκαρφαλώνεις σε τοίχους ολίγον ποζέρικα/ για το παζάρι του Instagram/ μέλη γυμνά/ χέρια με ημιμόνιμο/ τιμές προσιτές/ αγγίξτε με όπου θέλετε/ αίμα δε βγάζω/ έντερα δεν ανακουφίζω/ καζανάκι δεν τραβώ./ Πικάντικα τα νούμεραˑ/ ξανθά μαλλιά πουλιούνται όσο όσο/ κορμιά εκτεθειμένα/ ορκίζονται πως τα ’χουνε ματιάξει./ Ας θαυμάσουμε καλύτερα/ τα ηλιοβασιλέματα.»

Εδώ, η Δρούγκα αποδίδει με σαρκασμό και οξύ κοινωνικό βλέμμα τη γυναίκα-προϊόν του θεάματος, εγκλωβισμένη σε μια εικονική πραγματικότητα όπου η εικόνα αντικαθιστά την ουσία. Η ποιήτρια δεν καταδικάζει απλώς το φαινόμενο, αλλά αναδεικνύει τη βαθύτερη υπαρξιακή του διάσταση: τη μοναξιά και την αποξένωση που υποκρύπεται πίσω από την επιφανειακή λάμψη της έκθεσης.

Στο ποίημα «Για σένα, παιδί μου,/ θεός γίνομαι» (σ. 18), η Δρούγκα αναδεικνύει τον πατέρα ως προστατευτική και σχεδόν θεϊκή μορφή, προσφέροντας μια συγκινητική αντιστροφή των παραδοσιακών ρόλων εξουσίας, όπου η ανδρική φιγούρα μετατρέπεται σε φορέα άνευ όρων αγάπης. Ωστόσο, το απόλυτο σύμβολο της συλλογής παραμένει η γυναίκα-μητέρα. Η ποιήτρια, αξιοποιώντας διακειμενικά στοιχεία από την Καλλιπάτειρα του Κωστή Παλαμά, υμνεί τη μητέρα ως υπέρτατο αρχέτυπο της ανιδιοτελούς αγάπης και της θυσίας:

«Μια μάνα τον γιο της να χειροκροτεί/ μια μάνα/ τον γιο./ Κείνη την ώρα ο ήλιος διάβαζε ή κεντούσε/ -δεν ξέρω-/ σίγουρα πάντως έλαμπε» (σ. 19).

Η Δρούγκα αναπλάθει το παλαμικό πρότυπο της Καλλιπάτειρας, μεταφέροντάς το στο σήμερα και καθιστώντας το σύμβολο διαχρονικής θηλυκής δύναμης και υπέρβασης. Η γυναίκα στην ποίησή της δεν ορίζεται από τους ρόλους της, αλλά από τη συνεχή της μετάβαση — από την παράδοση στη σύγχρονη κοινωνία, από τη σιωπή στη φωνή, από τη θυσία στη δημιουργία.

Η ποιητική γραφή της Κλεονίκης Δρούγκα προσεγγίζει τον έρωτα ως μια παντοδύναμη, σχεδόν μεταφυσική δύναμη, που κυριαρχεί πάνω στη λογική, αποσταθεροποιεί τα όρια του εαυτού και οδηγεί στην αποκάλυψη της βαθύτερης ύπαρξης. Η σαγήνη, ο έλεγχος και η κυριαρχία του ερωτικού πάθους αποτυπώνονται με ένταση στη φράση «άναψε λέξεις μ’ αναπτήρα/ τις έβαλε φωτιά/ τσουρουφλίστηκα» (σ. 30), όπου η φλόγα του έρωτα γίνεται συνώνυμη της ποιητικής δημιουργίας και της καύσης της ψυχής. Ο έρωτας, ωστόσο, δεν εξιδανικεύεται. Η ποιήτρια αναγνωρίζει την παροδικότητα και την ευθραυστότητά του· η χρονικότητά του εξομοιώνεται με τη φθορά των εποχών: «το για πάντα μοιάζει με εποχή/ τρεις μήνες έχε/ Ιούνιο Ιούλιο Αύγουστο./ Φθινόπωρο μετά/ μιας που μιλάμε για εποχές» (σ. 32). Η ειρωνική χροιά των στίχων υπογραμμίζει τη μεταβλητότητα του ερωτικού συναισθήματος και τη ρευστότητα της ανθρώπινης επιθυμίας.

Στο ποίημα όπου το ποιητικό υποκείμενο ομολογεί πως «[…] Όλον σε ήπια/ μ’ έξαψη/ δίνοντας σχήμα στο κορμί σου./ Τώρα θα είσαι μέσα μου/ για πάντα» (σ. 29), η ερωτική εμπειρία προσλαμβάνει διαστάσεις μυσταγωγικές. Ο έρωτας δεν είναι απλώς σωματικός, αλλά μια πράξη αφομοίωσης του Άλλου, μια «κατάθεση ψυχής» που μεταμορφώνει και τα δύο υποκείμενα. Η Δρούγκα επιστρατεύει εκλεπτυσμένα ηχητικά μέσα για να εντείνει τη συναισθηματική δύναμη του λόγου. Οι παρηχήσεις των υγρών συμφώνων (λ, ρ) στο ποίημα «Το ήπια όλο το λικέρ/ που κράταγες κλεισμένο στον μπουφέ και/ παραφύλαγες καλά/ για ώρα ανάγκης/ για κάποιον καλεσμένο/ λέω το λικέρ βασιλικό» δημιουργούν ένα ηχητικό ρυθμό που παραπέμπει στη ρευστότητα και τη γλυκύτητα του έρωτα, ο οποίος ταυτόχρονα καταπραΰνει και καίει. Παράλληλα, οι λεπτομερείς, συν-υποδηλωτικές εικόνες, όπως «Όπως εσύ στις γλάστρες με τις ορχιδέες,/ […] κι εκείνες τους μίσχους απλώνουν/ γραπώνουν τον ήλιο/ τον ρίχνουν πάνω τους/ κι ανθίζουν/ χειμώνα καλοκαίρι» (σ. 28), αποδίδουν τον έρωτα ως φυσικό φαινόμενο, ως ζωογόνο ενέργεια που διαπερνά το ανθρώπινο και το μη ανθρώπινο. Η φύση, ο λόγος και το σώμα συγκλίνουν σε μια ποιητική σύνθεση όπου ο έρωτας λειτουργεί ως θεϊκή δύναμη, ικανή να εξουσιάζει, να μεταμορφώνει και τελικά να υπερβαίνει τα όρια της φθοράς.

Σε μία από τις ενότητες της συλλογής, η Κλεονίκη Δρούγκα στρέφει το βλέμμα προς το εσωτερικό της ανθρώπινης ύπαρξης, επιχειρώντας μια βαθιά καταβύθιση στο «εγώ». Το υπαρξιακό ερώτημα «Αγαπημένε μου, εαυτέ, θέλεις να γίνουμε φίλοι;» (σ. 35) συνοψίζει την αγωνία της ποιήτριας για αυτογνωσία και εσωτερική συμφιλίωση. Ο διάλογος με τον εαυτό δεν είναι εύκολος ούτε αυτόματος· προϋποθέτει ενδοσκόπηση, αποδοχή και, κυρίως, την ανάδυση της μνήμης, η οποία επαναφέρει στο προσκήνιο «τα θέλω» (σ. 37) και τις καταπιεσμένες επιθυμίες της ποιητικής φωνής. Η Δρούγκα σκιαγραφεί την πορεία προς την αυτογνωσία ως διαδικασία σταδιακής ωρίμανσης, όπου το άτομο μαθαίνει να αφουγκράζεται τον εσωτερικό του ρυθμό: «Δεν ακούει πια τους ήχους του κόσμου/ ακούει μόνο τους δικούς της.» (σ. 38). Η εσωτερική σιωπή γίνεται όχημα απελευθέρωσης από τους κοινωνικούς και συναισθηματικούς καταναγκασμούς, οδηγώντας στη δημιουργία ενός νέου, αυτόνομου εαυτού. Στο ποίημα όπου περιγράφεται η εμπειρία της συναισθηματικής απελευθέρωσης μέσα από τη μεταφορά του «κουκουτσιού», η ποιήτρια αναδεικνύει με σωματικό ρεαλισμό το βάρος των εσωτερικών πληγών και την ανάγκη για κάθαρση:

«Ένα κουκούτσι στον λαιμό σού κάθεται/ κι άλλο μετά/ με σάλιο τα σπρώχνεις/ τη γλώσσα μπρος πίσω πας/ τις νύχτες βήχεις συναισθηματικά/ τις μέρες ασιτία σε τυραννά./ Έξη παλιά κουκούτσια στον λαιμό να κρατάς μα/ τώρα πια δεν το αντέχεις/ ή θα τα φτύσεις/ ή θα πεθάνεις./ Μπροστά στο δίλημμα/ δεν έχεις δίλημμα/ το ρίσκο παίρνεις […] / Μετράς απουσίες, βέβαια, μα/ καλύτερα αναπνέεις.» (σ. 39)

Η μεταφορά αυτή λειτουργεί διττά: αφενός δηλώνει τη δυσφορία της ψυχής που ασφυκτιά κάτω από το βάρος του ανείπωτου, αφετέρου υποδηλώνει την πράξη της κάθαρσης, της λύτρωσης που προκύπτει από τη συνειδητή απόρριψη του παρελθόντος. Το «φτύσιμο» των κουκουτσιών μετατρέπεται σε πράξη απελευθέρωσης και αναγέννησης. Η χρήση του συμβόλου των «κερασιών» παραπέμπει, εξάλλου, στο πεπερασμένο της ζωής και στην επίγνωση της παροδικότητας κάθε ωραίου. Όπως τα κεράσια, που συμβολίζουν την ευφρόσυνη αλλά σύντομη απόλαυση, έτσι και η ζωή, ο έρωτας ή η νεότητα φέρουν εντός τους το στοιχείο της φθοράς και του τέλους. Η ποιήτρια, ωστόσο, δεν αντιμετωπίζει το εφήμερο με απαισιοδοξία· αντίθετα, το εντάσσει στη φυσική ροή της ύπαρξης, προτείνοντας μια στάση αποδοχής και συμφιλίωσης.

Η καταβύθιση στο «εγώ» και η ανάδυση των υπαρξιακών ερωτημάτων δεν περιορίζονται σε μεμονωμένα ποιήματα, αλλά αποτελούν σταθερό άξονα στο ποιητικό σύμπαν της Δρούγκα. Η εσωτερική αυτή πορεία αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στα ποιήματα «exit» (σ. 47), «ένα μικρό καράβι» (σ. 49), «αυτοί καλάˑ εμείς;» (σ. 50), «ένα καλό κρασί» (σ. 51), «άσπρες λινές κουρτίνες» (σ. 52) και «ψευδαισθήσεις» (σ. 53), όπου η ποιήτρια συνεχίζει να διερευνά τη σχέση του υποκειμένου με τον χρόνο, τη μνήμη, τη φθορά και τη ματαιότητα. Μέσα από μια γλώσσα λιτή, στοχαστική και συχνά απογυμνωμένη από ρητορικότητα, η Δρούγκα αναδεικνύει την αγωνία του ανθρώπου να ορίσει τον εαυτό του μέσα σε έναν κόσμο μεταβαλλόμενο και συχνά ασταθή. Οι τίτλοι των ποιημάτων, φαινομενικά απλοί και καθημερινοί, λειτουργούν ως αφορμές για βαθύτερη αναζήτηση νοήματος, μετατρέποντας την εμπειρία του προσωπικού σε συλλογικό υπαρξιακό βίωμα.

Στο πεζο-ποίημα «Το αίμα μου είναι» (σ. 55) το νοηματικό κέντρο βάρους μετατοπίζεται στη μνήμη, στο παρελθόν και στις ρίζες, που συνδέονται άρρηκτα με την αναζήτηση του εαυτού και τη διαμόρφωση της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας. Η Δρούγκα, αντλώντας υλικό από το ιστορικό παρελθόν του ελληνισμού, ανακαλεί μνήμες της Μικράς Ασίας, της Πόλης και των προσφυγικών αφηγήσεων του Πόντου. Μέσα από αυτές τις αναφορές, η ποιήτρια επιχειρεί να ανασυνθέσει όχι μόνο το τραυματικό συλλογικό βίωμα, αλλά και να το εντάξει σε ένα ευρύτερο υπαρξιακό πλαίσιο, όπου η Ιστορία γίνεται φορέας αυτογνωσίας και αναστοχασμού. Οι στίχοι της λειτουργούν ως ποιητική τοιχογραφία της μνήμης:

«Μπλε τα νερά της Σμύρνης/ τις νύχτες γκριζάρουν/ βγάζουν λυγμούς ψιθυριστά/ με μάτια πρησμένα/ σπάνε τη μνήμη κομμάτια/ τον τόπο γεμίζουν πληγές/ τσούζουν οι πληγές σαν μπαίνουν στ’ αλάτι» (σ. 58).

Με τη χρήση έντονων ακουστικών, απτικών και οπτικών εικόνων, η Δρούγκα ανασυστήνει τη μοίρα του ανθρώπου μέσα από τη συλλογική τραγωδία της προσφυγιάς, της απώλειας και του ξεριζωμού. Το αίμα, ως τίτλος και σύμβολο, αποκτά διττή σημασία: αναφέρεται αφενός στη βιολογική συνέχεια των γενεών και αφετέρου στη μεταφορική ροή της μνήμης που διαπερνά τον χρόνο. Έτσι, το ατομικό ταυτίζεται με το ιστορικό, και το ποιητικό υποκείμενο γίνεται φορέας μιας συλλογικής συνείδησης που αναζητά την καταγωγή της μέσα από τα τραύματα της Ιστορίας.

Η συλλογή Με δανεικό μολύβι της Κλεονίκης Δρούγκα αποτελεί μια εσωτερική περιπλάνηση στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης, όπου η ποίηση λειτουργεί ως μέσο αυτογνωσίας και λυτρωτικής έκφρασης. Η ποιήτρια αναστοχάζεται τη θέση της γυναίκας, την παντοδυναμία του έρωτα, τη συμφιλίωση με τον εαυτό και τη σημασία της μνήμης και των ριζών στη συγκρότηση της ταυτότητας. Με απλό, άμεσο και εξομολογητικό λόγο, μετατρέπει το προσωπικό βίωμα σε συλλογική εμπειρία, αποδεικνύοντας πως η ποίηση, ακόμη κι όταν γράφεται «με δανεικό μολύβι», μπορεί να αρθρώσει αυθεντικά τον παλμό της ζωής.

Περισσοτερα αρθρα