Διάβασα αρκετές ποιητικές συλλογές του 2024 που μπορώ να χαρακτηρίσω καλές για πολλούς διαφορετικούς λόγους. Καμία όμως (εκτός από του Στίγκα, πάντα ο Στίγκας) δεν με προετοίμασε για την εκκωφαντική έκρηξη που συνιστά η πρώτη αυτή συλλογή της Έφης Ζωγράφου με τίτλο Οικόσιτοι διαμελισμοί (εκδόσεις Θράκα, 2024). Ο τίτλος ήδη μιλάει για σφαγές που υφέρπουν στο σπίτι, δηλαδή την οικογένεια, το στοιχείο εκείνο της ζωής που κανονικά είναι πηγή σιγουριάς και επιβεβαίωσης. Εδώ όμως όχι:
όλο σώπα κα σώπα
ένας λαιμός με παγιέτες για χορδές
τις ξερίζωσα
στη θέση τους έβαλα ανθοδέσμες
απευθείας απ’ τον αγρό
με ζωύφια
με αγκάθια
με όλα τα φύλλα
σάπια και μη
(από το ποίημα «ελβετικός σουγιάς»)
Το ζήτημα της φωνής που το ποιητικό υποκείμενο προσπαθεί να αρθρώσει, προσπαθεί να βγάλει χωρίς δεν τα καταφέρνει γιατί οι φωνητικές χορδές του έχουν ακρωτηριαστεί ή με κάποιοιν τρόπο αχρηστευτεί, είναι μείζονος σημασίας. Το βλέπουμε και παρακάτω, π.χ. στο ποίημα «κομμάτια λάρυγγα», που ήδη από τον τίτλο εισάγει την ιδέα ότι ο λάρυγγας έχει συντριβεί. Όμως το ποιητικό υποκείμενο φέρει σοβαρά τραύματα και πρέπει να μπορέσει να μιλήσει:
χωρίς ατσάλινη ενίσχυση
θυμάμαι όλες τις φορές που ‘φαγα τα μούτρα μου
με μικρές εκδορές
με μεγάλα ραγίσματα
με σημεία που δεν σηκώνουν επιδιορθώσεις
προκηρύσσομαι κατεδαφιστέα
Τα τραύματα είναι επίμονα και ανεξίτηλα. Στο ποίημα «κυβέλη», η κοπέλα που είναι το ποιητικό υποκείμενο, μια κόρη, προσπαθεί να καθαρίσει έναν λεκέ. Προσπαθεί πρώτα με κάθε είδους καθαριστικό, κατόπιν σκίζει το δέρμα της λωρίδες και τον τρίβει με αυτό δυνατά, προσπαθεί ακόμα και με τη γλώσσα, μέχρι οξύ του ρίχνει: «τα πάντα γύρω του αλλοιώθηκαν/ εκτός απ’ αυτόν». Στο τέλος λιώνει η ίδια πάνω του και σκέφτεται πόσο πολύ μοιάζει στη μητέρα της: τα πράγματα που αφομοιώσαμε ή κληρονομήσαμε μπορεί πράγματι να είναι σαν ανεξίτηλοι λεκέδες μέσα μας οι οποίοι, όσο κι αν προσπαθούμε, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να βγάλουμε.
Στο ποίημα «αδιαβροχοποίηση», το σπίτι που όπως είπαμε δρα σαν συνεκδοχή για την οικογένεια, παρουσιάζεται «ανήμερο». Υπάρχουν σημεία μέσα στα ποιήματα όπως οι «ρώγες faux-bijoux για πυξίδα» σε αυτό το ποίημα ή στην «κυβέλη» που είδαμε αμέσως πριν («έφτυσα το επιστόμιο/ ξεκίνησα να γλείφω ιεροτελεστικά/ από μικρή μου μάθανε πώς») που ανησυχαστικά παραπέμπουν σε μια εικόνα παιδικής κακοποίησης μέσα στην οικογένεια, με τη μητέρα ίσως να ξέρει και να μην εμποδίζει. Όλο αυτό βέβαια μπορεί να λειτουργεί και σαν αλληγορία, σαν μια μεταφορά για τη θέση της γυναίκας μέσα σε μια πατριαρχική οικογένεια, τον υποβιβασμό και τη μηδενοποίηση που μπορεί να υφίσταται.
Η απονομή δικαιοσύνης συνοψίζεται σε μια μικρή εκδίκηση στο ποίημα «νέμεση». Ό,τι κι αν του έχει συμβεί, το ποιητικό υποκείμενο επιβιώνει:
στοιχείο παρήγορο παρά τον πόνο
ξύλινος σταυρός το σώμα επιπλέει
Παρ’ ότι το νοήμα είναι ότι τελικά επιζεί, η εικόνα του ευτελούς (ξύλινου) σταυρού που είναι το σαρκίο της, έμφορτη συμβολισμών λόγω του πάθους του Χριστού και άρα μετατροπής του σταυρού σε σύμβολο βασανισμού, υπογραμμίζει για άλλη μια φορά τον τραυματισμό, τα δεινά και τα βάσανα της κοπέλας που είναι το ποιητικό υποκείμενο.
Στο ποίημα «μεταβίβαση» το σπίτι/οικογένεια τη στοιχειώνει κανονικά:
όταν ο πρώτος όροφος σηκώθηκε πριν την ώρα του
έβαλε σιδερόβεργες το σώμα μου
έκτοτε δεν περνάει μέρα
που να μη σκέφτομαι την κηδεία του
και νύχτα
που δεν βγαίνει απ’ τον τάφο του
και με κυνηγά
Όμως το ποιητικό υποκείμενο μαστίζεται από τύψεις. Ίσως οφείλονται σε κάποια πράξη του, ίσως – ακόμη χειρότερα – την κυνηγούν εξαιτίας των μαύρων σκέψεων για τις οποίες ενοχοποιεί τον εαυτό του ή για τις οποίες κάποιος την έχει γεμίσει ντροπή: «οι τύψεις είναι παιδική κουβέρτα/ δεν καλύπτει τα άκρα» (ποίημα «κομμάτια ερινύες»). Τις ερινύες συναντήσαμε νωρίτερα (στο ποίημα «νέμεση»: «σμιλεύετε ερινύες/ τις καρφιτσώνω πάνω μου») και τις συναντούμε και παρακάτω, στο ποίημα «κομμάτια γλώσσας»:
γράφω σε άγνωστη διάλεκτο
σημαίνει μου φορτώνω κι άλλα λάθη
ο πόνος ειναι βουκαμβίλια
της τάξης των αναρριχητικών
η ένταση στο χρώμα μας δίνει το ύψος της πληγής
σηκώνεται
βάζει για σιδερόβεργες το σώμα μου
[…]
λες κι οι ερινύες
δεν μας γραπώνουν συνέχεια απ’ τον λαιμό.
Μολονότι κι ο πατέρας κάνει μια αστραπιαία εμφάνιση, οι αναφορές στη μητέρα είναι σαφώς περισσότερες. Το ακόλουθο ποίημα είναι γραμμένο με διάθεση εφηβικής επανάστασης:
κομμάτια μητέρας
τα μανιτάρια που έθρεψε καταβροχθίζω
μήπως κι αποδομήσω την αγιοσύνη της
τη γδύνω απ’ το περιττό
τόσες πανσελήνους μαζεύω χρόνια
απ’ τις γωνιές που δεν καθάρισε ποτέ της
Οι γωνιές αυτές που δεν καθαρίστηκαν ποτέ μιλούν ενδεχομένως για παραμέληση, για εκούσια ή ακούσια αδυναμία της μητέρας να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της κόρης.
Στο ποίημα «κομμάτια θάλασσας» συναντάμε άλλη μια αιτία της πληγής: «μια επιβράβευση που βαρέθηκα να περιμένω».
Μέσα στα χρόνια πάντως, το ποιητικό υποκείμενο έχει προσπαθήσει να μιλήσει. Λέξεις («οι μικρές» όπως τις ονομάζει στα ποιήματα) προσπάθησαν να βγουν από το στόμα, πολλές φορές απλά για να σβήσουν («έτσι πεθαίνουν ο μικρές/ όταν εντέλει συμμορφώνονται», από το ποίημα «επιμέλεια»), ή ήταν άκαιρες («μην κλαίτε μικρές μου/ ο κόσμος δεν είναι έτοιμος για μας», από το ποίημα «κομμάτια σιδήρου») ή απλά λάθος («ίσως τότε με αφήσουν οι μικρές/ να πω αυτά που θέλω», από το ποίημα «ερωτική επιθυμία»). Κάποτε βγαίνουν χειμαρρώδεις: «ανοίγω το στόμα/ έξαλλες μικρές ξεπηδούν σαν μπουρμπουλήθρες/ σκάνε στα μούτρα τους/ ο κόσμος ανασυγκροτείται» (από το ποίημα «κομμάτια τελετουργικού») και εντέλει κάποτε σχηματίζουν ένα λελογισμένο «κατηγορώ»: «βλέπω καθαρά/ από εδώ και πέρα αποφασίζω εγώ/ τι θέλω να πουν οι μικρές» (από το ποίημα «έφεση».
Και διαπιστώνουμε ότι η πονεμένη πορεία του ποιητικού υποκειμένου τρόπον τινά θεραπεύεται στο ποίημα «λίστα εργασιών», όπου συναντάμε μια σειρά από αποφάσεις που στρώνουν τον δρόμο προς την απελευθέρωσή του: «η κλειτορίδα θα μείνει ως έχει» (απόδειξη αποδοχής της σεξουαλικότητας) και παρακάτω «θα λύσω τη γλώσσα/ δεμένη πισθάγκωνα από παλιά». Οι δύο αυτοί στίχοι περιτρανώνουν ότι τελικά το ποιητικό υποκείμενο βρίσκει τη φωνή του και όπως διαπιστώνει και το ίδιο στον καταληκτικό στίχο του ποιήματος, φτάνει σε «ενηλικίωση τελεσίδικη κι αμετάκλητη».
Η συλλογή θα έκλεινε κανονικά με αυτό το ποίημα, όμως υπάρχει ένα ακόμη, ξέχωρα από τα υπόλοιπα, που επιγράφεται «σε κάποιον που χάθηκε νωρίς», τόσο νωρίς που το ποιητικό υποκείμενο δεν κατάφερε να έχει χρόνο μαζί του: «αυτό το κι αύριο μέρα είναι μ’ έφαγε».
Πολλά είναι αυτά που μας τρώνε και είναι ευεργετικό, αν δεν μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτά, τουλάχιστον να τα διαβάσουμε. Αυτή άλλωστε είναι μια από τις θεραπευτικές ιδιότητες της τέχνης που συλλογές, όπως της Έφης Ζωγράφου, ευτυχώς υλοποιούν σε σημαντικό βαθμό και με καίριο τρόπο.