ΟΛΙΓΑΡΚΗΣ
Του αρκούσε μόνον ένα φύλλο
να απλώσει απάνω όλη τη ζωή του
και να χωράει ακόμα δυο ωκεανούς.
Στο κάτω-κάτω
ο στενός δρομάκος του μεσημβρινού
είτε τον πάρεις προς βορρά
είτε προς νότο τον πατήσεις,
σίγουρα, στους πάγους θα σε βγάλει.
Κι έναν παράλληλο αν πάρεις,
θα ‘ρθει η ώρα,
όπου θα βρεις μπροστά ξανά τον εαυτό σου.
Τον χώραγε ο λοφίσκος με τα λιόδεντρα,
με λυγισμένα τα κλαριά,
απ’ το πολύ τραγούδισμα των τζιτζικιών.
Ανηφορούσε εκεί κι αγνάντευε την Οικουμένη.
Κι όχι πως είχε αυταπάτες,
δεν μπορείς, να ιδείς την Οικουμένη από ενα λόφο.
Οι ολιγαρκείς
δεν είναι σώνει και καλά αλαφροΐσκιωτοι.
Ήξερε πάντως,
Πως περνάει εκείνη από τους λόφους.
Περνούσαν χελιδόνια, πελαργοί,
περνούσε ο ήλιος, ο αγέρας και ο πόλεμος,
έρχονταν πέρα από τις θάλασσες,
πέρα από τις Ηπείρους
κι αυτός μετρούσε τις πατημασιές τους
με τη σπιθαμή,
τόσο μήκος, τόσο πλάτος, τόσο βάθος
και φύτευε στα ίχνη τους αράδα κι άλλα λιόδεντρα,
με τα κλαριά βαριά και λυγισμένα
απ’ το πολύ τραγούδισμα των τζιτζικιών.
Ανδρέας Ζαρμπαλάς
από τη συλλογή του Ραβδομάντης
εκδόσεις Αργυρώ, 2009