Ο Καρύλ Φερέ είναι γάλλος συγγραφέας και ένας από τους σημαντικότερους του γαλλικού αστυνομικού νουάρ. Τα βιβλία του διαδραματίζονται σε διάφορες χώρες με οδυνηρό πρόσφατο παρελθόν το οποίο χρησιμοποιείται ως φόντο για να χτίζει την αστυνομική πλοκή των μυθιστορημάτων του. Ο συγγραφέας είναι ένας ταξιδευτής που επισκέπτεται ξένους τόπους για να τους γνωρίσει και να πλάσει έπειτα τις ιστορίες που τον ενδιαφέρουν να δημιουργήσει. Ο Καρύλ Φερέ περιπλανήθηκε στη Νέα Ζηλανδία με τη Σάγκα Μααρί, την Αφρική – Ζουλού, την Αργεντινή – Μαπούτσε, τη Χιλή – Κόνδωρ, την Κολομβία – Πας – Ειρήνη και τώρα επιστρέφει και πάλι στην Αφρική για να γράψει το Οκαβάνγκο. Όχι τυχαία λοιπόν θεωρείται «μαιτρ των θρίλερ των αχανών εκτάσεων και των ξένων τόπων».
Με το καινούργιο του μυθιστόρημα, Οκαβάνγκο (εκδόσεις Άγρα, 2024) μας μεταφέρει στην καρδιά της ναμιμπιανής ερήμου Καλαχάρι, σε ένα τεράστιο ξενοδοχειακό συγκρότημα χτισμένο μέσα ένα προστατευόμενο φυσικό πάρκο ζώων. Σ΄αυτόν τον τόπο που αγόρασε σε πολύ χαμηλή τιμή, ο Τζον Λέιθαμ έχει δημιουργήσει μια τεράστια έκταση προς εκμετάλλευση ανοίγοντας το καταφύγιο στον τουρισμό.
«Αλλόκοτες φήμες κυκλοφορούσαν για το Wild Bunch. Ακουγόταν ότι εκεί οι άνθρωποι τη τη νύχτα μεταμορφώνονταν, ότι τ΄αχνάρια των βημάτων τους έσβηναν ξαφνικά από το έδαφος, ότι γίνονταν λιοντάρια ή λεοπαρδάλεις, που σκότωναν ό,τι τύχαινε να βρεθεί στην περιοχή τους, ότι έξω απ’ τα ηλεκτροφόρα κιγκλιδώματα βρίσκονταν πτώματα πετσοκομμένα, μισοκαταβροχθισμένα…». Αλήθεια ή ψέματα, οι θρύλοι που κυκλοφορούσαν εκεί ήταν συνδεδεμένοι με τις δοξασίες των ιθαγενών που μεγάλωναν και ζούσαν σε κείνη την ερημική πεδιάδα που την έδερνε ο άνεμος.
Η ιστορία αρχίζει στο Wild Bunch, όταν Αμερικανοί τουρίστες που έκαναν τις διακοπές τους απολαμβάνοντας την άγρια φύση βλέπουν ξαφνικά τη σορό ενός άντρα μέσα στη σκόνη της ερήμου. Και από εκεί ξεκινά το μυστήριο. Πρόκειται για λαθροθηρία; Οι ρινόκεροι ήταν αγαπημένοι στόχοι των λαθροκυνηγών και μέσα στο πάρκο ήταν πολυάριθμοι Η παράνομη δραστηριότητα εξάλλου μέσα στα εθνικά πάρκα ήταν μια συνηθισμένη υπόθεση. Και, αν ήταν όντως έτσι τα πράγματα, ποιος ήταν ο υποκινητής;
Μια γυναίκα, η Σολάνα, στρατευμένη στον αγώνα υπέρ της προστασίας των άγριων ζώων και κατά του λαθραίου κυνηγιού, αναλαμβάνει να λύσει το μυστήριο που κρύβεται και να διαλευκάνει τον φόνο. Μονάχα που η εξιχνίαση δεν είναι τόσο απλή υπόθεση, αφού η ίδια θα εμπλακεί συναισθηματικά και θα βρεθεί αντιμέτωπη με απρόσμενες και ανεξέλεκτες καταστάσεις, καθώς μάλιστα ο Σκορπιός, ο μεγαλύτερος λαθροκυνηγός της ηπείρου έχει επιστρέψει στα εδάφη της.
Ο συγγραφέας μέσα από μια πολύ συναρπαστική νουάρ ιστορία, μας δίνει μια πολύ κατατοπιστική εικόνα της Ναμίμπια, αυτής της μεγάλης-μικρής χώρας που αξίζει πολύ περισσότερα από ένα πέρασμα, όπως λέει και ο ίδιος. Η ομορφιά της φύσης και της ζωής των ζώων ξεπροβάλλει αβίαστα μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, εικόνες τόσο ολοζώντανες που θαρρείς στιγμές στιγμές πως είσαι και εσύ κάπου εκεί κοντά και σαν παρατηρητής βλέπεις τους ελέφαντες, τους ρινόκερους και πλήθος άλλων άγριων ζώων να κινούνται μέσα στο φυσικό τους περιβάλλον. Εικόνες όμορφες αλλά και ζοφερές, όπως εκείνη της καμηλοπάρδαλης που πιάνεται στην παγίδα.
«Η παγίδα είχε λειτουργήσει.{} Ξαφνιασμένη απ΄τον πόνο, προσπαθώντας απελπισμένα να απελευθερωθεί, η καμηλοπάρδαλη θα κουνιόταν όλο και περισσότερο χωρίς να καταλαβαίνει ότι με κάθε της προσπάθεια για να ξεφύγει θα επιβάρυνεε τις πληγές της. Με σπασμένα μέλη, θα κατέληγε να σωριαστεί, να συρθεί μάταια και να πεθάνει ψυχορραγώντας ώρες ολόκληρες κάτω από τον καυτό ήλιο».
Δεν είναι όμως μονάχα η αύρα της άγριας φύσης που απλώνεται απλόχερα σε όλη τη μυθιστοτηματική πλοκή. Είναι και οι ιθαγενείς που ζουν εκεί, οι άνθρωποι που είναι δεμένοι με τον τόπο, που πάσχουν και αυτοί, όπως πάσχουν και τα ζώα που κυνηγιούνται ασύστολα στο βωμό του κέρδους. Ο συγγραφέας μοιάζει να ‘χει αγαπήσει το μέρος για το οποίο γράφει, το ίδιο και τους ανθρώπους του. Γι΄αυτό μια βιωματική αίσθηση μεταπλάθεται λογοτεχνικά και μας φέρνει πιο κοντά σε αυτό που διαβάζουμε. Κι έπειτα είναι η ίδια η χώρα που έρχεται στο προσκήνιο μαζί με την πολύπαθη ιστορία της, από το γερμανικό αποικισμό, έπειτα το νοτιοαφρικανικό με το ρατσιστικό καθεστώς μέχρι την πτώση του απαρτχάιντ το 1990 και την ανεξαρτησία της που ήρθε μετά από σκληρό αγώνα.
Με σαφώς ξεκάθαρη κοινωνική και πολιτική ματιά ο συγγραφέας αναδύει όλα τα προβλήματα που αφορούν την εκμετάλλευση της αφρικανικής ηπείρου.
«Η Ευρώπη είχε πετσοκόψει την Αφρική κόβοντάς τη με το χάρακα και τα κομμάτια της που μοιράστηκαν σαν τούρτα αποτέλεσαν τις αποικίες».
Καταφέρνει να μας κρατά διαρκώς σε ενδιαφέρον υπηρετώντας συνάμα με συνέπεια την πλοκή του μυθιστορήματος. Απαρτχάιντ, αποικισμός, απίστευτη κερδοσκοπία εις βάρος της φύσης, των ζώων και των αδυνάτων. Ολα φαίνεται να τον απασχολούν και να τον βασανίζουν. Κι όπως δηλώνει ο ίδιος, εκείνος πάντα βρίσκεται στην πλευρά των καταπιεσμένων
Η καυστική λογοτεχνική του ματιά καταλήγει να γίνεται ιδιαίτερα αποκαλυπτική φωτίζοντας πίσω από το μυθοπλαστικό παραπέτασμα όλον εκείνο το σκοτεινό κόσμο που βρίσκεται στο υπόβαθρο της πλοκής του. Το εμπόριο του ελεφαντόδοντου κατά τη διάρκεια του πολέμου με την Αγκόλα, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος που αποκτήθηκε παράνομα και τροφοδότησε διάφορους φορολογικούς παραδείσους, το σύστημα της δικαιοσύνης που υποστήριζε τους κλεπταποδόχους που δρούσαν ανενόχλητοι, ένας ολόκληρος υπόγειος κόσμος εκμετάλλευσης στο βωμό του κέρδους αναδύεται μέσα από την πλοκή. Και μέσα στο καλοστημένο αυτό σύστημα βρίσκονται και ιθαγενείς που ζουν μέσα στην εξαθλίωση και κάνουν ό,τι τους ζητούν θέτοντας μάλιστα σε κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή προκειμένου να εξασφαλίσουν το μεροκάματο μιας ελάχιστα απαιτητικής ζωής και να επιβιώσουν. Το αίσθημα της αυτοσυντήρησης τους ωθεί να μπαίνουν στα κυκλώματα και να υπηρετούν αδίστακτους κυνηγούς χρήματος προσφέροντας τη γνώση τους και την εμπειρία τους. Πεινασμένοι άνθρωποι που κυνηγούν παράνομα υπηρετούν και αυτοί με τη σειρά τους έναν αέναο φαύλο κύκλο.
Και όλα αυτά συμβαίνουν μέσα σε ένα ολοζώντανο λογοτεχνικό χώρο, όπου οι εξελίξεις και οι ανατροπές, το πάθος και το μυστήριο παίρνουν διαδοχικά τη σκυτάλη το ένα από το άλλο για να δημιουργήσουν εντέλει ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο με πολλές κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις.
Και για το τέλος αξίζει να αναφερθεί κάτι από το ίδιο το σημείωμα του συγγραφέα.
«Οταν ήμουν μικρός, ήθελα να γίνω δολοφόνος λαθροκυνηγών. Εξακολουθώ να θέλω. Ως αντίδοτο γράφω. Το ίδιο χέρι χαϊδεύει και σκοτώνει. Η ανάμνηση του μαχαιριού.».