Ο θάνατος μπορεί να περιμένει (για τη νουβέλα “…άμμος” του Μιχάλη Μακρόπουλου)
Χριστίνα Λιναρδάκη
Μιχάλης Μακρόπουλος

Σύμφωνα με τον Ρολάν Μπαρτ, ο συγγραφέας έχει πεθάνει, ήδη από το 1967 – τότε δηλαδή που ο Μπαρτ έγραψε το σχετικό δοκίμιο. Με αυτή την παρατήρηση ξεκίνησα τη συνομιλία μου με τον Μιχάλη Μακρόπουλο, στην παρουσίαση της νέας νουβέλας του …άμμος, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κίχλη με ISBN 9786185461928. Είχε προηγηθεί μια εκτενής περιγραφή του βιβλίου από τον ίδιο, αλλά και των αιτιών που τον ώθησαν να το γράψει: η αναμέτρηση με τον Λόγο που έσπρωξε όσο μπορούσε στο πεδίο της ποιητικότητας, η διάθεση να γράψει για τη ζωή όπως συμβαίνει, το memento mori που όλους μας περιβάλλει – ιδίως όσο προχωράμε ηλικιακά.

Ακολούθησε η προσπάθεια να στοιχειοθετηθεί μια συζήτηση – πράγμα ομολογουμένως δύσκολο, αφού ο Μιχάλης είναι χειμαρρώδης και επίσης απρόβλεπτος: πηγαίνει την κουβέντα όπου τον πηγαίνει η σκέψη του, σημασία έχει όμως ότι αναφέρθηκαν πολλά ουσιαστικά πράγματα για και με αφορμή το βιβλίο, κι εγώ τουλάχιστον έφυγα ικανοποιημένη.

Ωστόσο, από τις ερωτήσεις του κοινού που προέκυψαν στο τέλος, δεν μπορώ να μη συνεχίσω να αναρωτιέμαι ποιο είναι το όριο ανάμεσα στο περίφημο «ο συγγραφέας πέθανε» του Μπαρτ και στην (αναγνωστική) πραγματικότητα, όχι μόνον όσον αφορά το συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά και κάθε βιβλίο. Πόσο ενδιαφέρουν τελικά οι προθέσεις με τις οποίες το έγραψε ο συγγραφέας και σε ποιο βαθμό (πρέπει να) διαμορφώνουν το πώς το αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης; Σίγουρα ενδιαφέρουν, αν μη τι άλλο για να μπορέσουμε να αποκομίσει ο αναγνώστης μια συνολική άποψη, σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να εξαντληθεί το βιβλίο σε αυτές. Κάθε αναγνώστης θα έχει μια διαφορετική πρόσληψή του και αυτή άλλωστε είναι η μαγεία της λογοτεχνίας.

Ας δούμε λοιπόν το παράδειγμα του συγκεκριμένου βιβλίου. Όπως αποκάλυψε ο Μιχάλης, η άμμος είναι ο θάνατος που μπαίνει μέσα στα πάντα: σε κάθε ρωγμή της καθημερινότητας, σε κάθε κενό χώρο που αφήνει η ζωή καθώς συμβαίνει. Όπως το γράφει και μέσα στο βιβλίο: «Αλλά πάντα θα ‘μενε λίγη άμμος εδώ, λίγη εκεί, σαν memento mori που τρίζει σιγανά, κρυμμένη ως και σε μια μέρα ευτυχίας μες στις ζάρες του σεντονιού, στη ράγα του συρταριού, στα σκέλη του ψαλιδιού, από μέσα στη μύτη του παπουτσιού, στον μεντεσέ και στο ανάμεσο δύο σελίδων βαθιά, εκεί που τσακίζει η ράχη του βιβλίου». Είναι η άμμος, αυτή η υπόμνηση του θανάτου που κρύβεται μέσα σε καθετί ζωντανό η οποία δίνει – κατά τη γνώμη του – την ποιητικότητα στο βιβλίο.

Η δική μου γνώμη, ως αναγνώστριας, είναι διαφορετική. Την ποιητικότητα στο βιβλίο τη δίνει ο χορός της ζωής όπως ξετυλίγεται μέσα από την κοινή καθημερινότητα. Ο ρυθμός του που παρασύρει τον αναγνώστη, τον τυλίγει μέσα στα μικρά πράγματα τα οποία φωτοβολούν φροντίδα και αγάπη και τα οποία, αν και με τη χρήση φθείρονται, παραμένουν κραταιά να υπηρετούν τον σκοπό τους. Ο άνεμος που φυσάει και πότε θολώνει τη γραμμή του ορίζοντα πότε την καθαρίζει, η θάλασσα η οποία αναβαπτίζει το βλέμμα κάθε φορά που πέφτει πάνω της, το κύμα που σκάει στην ακτή. Τα γέλια των παιδιών, τα νιαουρίσματα των γατιών, το σχολείο που γίνεται μια ατέρμονη διαδρομή πίσω και μπρος από το σπίτι, κάθε λογής κανονικότητα – ακόμα και η σκάλα που τρίζει – καθετί που ολοένα συνθέτει και ανασυνθέτει αυτό που λέμε ζωή.

Και, βέβαια, οι λέξεις: λέξεις παρηγορητικές, γεμάτες φροντίδα, ενίοτε μαγικές. Ο ώμος που ακουμπάμε, όταν έχουμε ανάγκη, το μπράτσο που μας στηρίζει στη δύσκολη ώρα, το καθαρό παιδικό βλέμμα που συναντά το δικό μας. Ένα διαρκές memento vivere που ολοένα μας προσκαλεί να συνεχίσουμε, παρά τις δυσκολίες, παρά τις αντιξοότητες και – σίγουρα – παρά τον θάνατο που παραμονεύει.

Ο αφηγητής του βιβλίου και πατέρας της οικογένειας, η οποία είναι και δεν είναι του Μιχάλη, όπως αυτή η νουβέλα είναι και δεν είναι αυτοβιογραφική, αντιμετωπίζει ένα σοβαρό ζήτημα υγείας. Υπάρχουν κάποια σημεία που προϊδεάζουν γι’ αυτό, όμως τίποτα δεν ετοιμάζει πραγματικά τον αναγνώστη για την παράγραφο που κλείνει το βιβλίο και που αλλάζει εκ βάθρων τη χροιά του: ξαφνικά, όσα προειπώθηκαν γίνονται ένας απολογισμός ζωής, ένας συμφυρμός από ζωντανές μνήμες που διασώζονται σαν κάτι πολύτιμο ενόψει της επικραμάμενης απειλής.

Προσωπικά δεν τα είδα. Δεν είδα όλες τις προοικονομίες που προσεκτικά έσπειρε ο Μιχάλης στο βιβλίο. Δεν στάθηκα σε καμία από αυτές και δεν έμεινα ούτε στην τελική παράγραφο. Το memento vivere ήταν για μένα πολύ πιο ηχηρό από κάθε memento mori. Αποφάσισα ότι, τελικά, αυτό το βιβλίο θα το θυμάμαι για την τρυφερότητά του στην παρουσίαση των καθημερινών στιγμών, για την τελειότητα που αποδεικνύει ότι μπορεί να κρυφτεί μέσα στην ατέλεια, και για τον πλούτο που συνιστά μια ζωή γεμάτη αγάπη που τελικά μετουσιώνεται σε πραγματική μαγεία. Γιατί, τι περισσότερο μπορεί να ζητήσει κανείς; Αυτό είναι η ευτυχία. Και αυτή είναι η ποίηση των μικρών πραγμάτων που τη φέρνουν. Και είναι κάπως έτσι που το τέλος, ο θάνατος, μπαίνει σε διαρκή αναβολή.

Περισσοτερα αρθρα