Συγκλονισμός, αποτροπιασμός, εναργής εναλλαγή ανάμεσα στη συμπάθεια και την απέχθεια, καθώς παρακολουθούμε το εκκρεμές της ανθρώπινης συνθήκης να κινείται αμείλικτο μεταξύ του ρόλου του θύματος και του ρόλου του θύτη, είναι τα συναισθήαματα που κυριεύουν τον αναγνώστη του βιβλίου. Μόνο ένα ακόμη βιβλίο θυμάμαι να μου έχει δημιουργήσει τόσο έντονα συναισθήματα στο ίδιο πνεύμα: οι Μέρες μέσα στο σκοτάδι του Στέλιου Ξεφλούδα (Φιλιππότης, 1981).
Η Τάτση μιλάει για τις μέρες της χούντας, τον ξεριζωμό του Αλέξανδρου, ενός από τους δύο βασικούς ήρωες της σπονδυλωτής ιστορίας της, ο οποίος αναγκάστηκε να φύγει για το Μάλμε της Σουηδίας, μιλάει ακόμη για τη ζωή του εκεί – με τον νου του στην οικογένειά του εδώ, στην Ελλάδα. Μιλάει όμως και για την επικράτηση του δεύτερου βασικού ήρωα, Τάσου, στη δικτατορική περίοδο. Ο πρώτος προσπάθησε για μια καλύτερη ζωή. Ο δεύτερος αφέθηκε να ορθωθεί μέσα του ο σαδισμός, χωρίς αναστολές και περιστροφές – έτσι, ο ρόλος του βασανιστή των υπόπτων αντιφρονούντων ως αστυνομικού της Ασφάλειας τού ερχόταν γάντι.
Ο Αλέξανδρος μπορεί να πει πως γνώρισε την ευτυχία, στο πρόσωπο της Σουηδής Κιμ και της κόρης της Σεσίλια που του χάρισαν αγάπη και μια δική του οικογένεια. Δεν του ήταν βέβαια αρκετό, γιατί δίψασε για εκδίκηση. Ο Τάσος, κυνηγημένος στον ύπνο και τον ξύπνιο του από τύψεις, με προβλήματα υγείας, είδε τη γυναίκα του να πεθαίνει και τον εαυτό του να μένει καταραμένος και μόνος – μόνος με όσους βασάνισε, με όσους σκότωσε: μεταξύ αυτών και τον Αλέξανδρο ο οποίος, όταν πέφτει η χούντα, επιστρέφει στην Ελλάδα προκειμένου να εκδικηθεί για τους αγαπημένους του. Όμως δεν προλαβαίνει. Ο φόβος του Τάσου μην τον ξεκάνει πρώτος ο Αλέξανδρος, εκεί στον χορό στα ποτήρια του τίτλου, τον ωθεί αντανακλαστικά να τον σκοτώσει. Ακολουθεί η φυλάκιση του Τάσου: το μέρος στο οποίο καταδικάζονταν παλιότερα οι αντιφρονούντες έγινε τώρα η πύλη για τις Ερινύες που άρχισαν να τον επισκέπονται για να μη σταματήσουν ποτέ πια.
Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψει κανείς το βάθος και την ένταση των συναισθημάτων που εγείρει το βιβλίο: Οι θρήνοι πάνω από τους αδικοχαμένους, η φρίκη των βασανιστηρίων, η ανημπόρια μπροστά αφενός στην έλλειψη ηθικής και αφετέρου την ολοκληρωτική απόγνωση, όλα λειτουργούν σαν γροθιά στο στομάχι – μια έντονη ενόχληση που σέρνει τον αναγνώστη μπροστά από τον καθρέφτη και τον αναγκάζει να κοιτάξει κατάματα τα πιο σκοτεινά του σημεία, αφού τον υποχρεώνει να φρίξει για τα σημεία και τα τέρατα στα οποία μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος. Από την άλλη, τα γεγονότα στο βιβλίο τον κάνουν να θαυμάσει για την ανθεκτικότητα της φύσης του: πώς μπορεί να ξεκινήσει μια νέα ζωή σε μια ξένη χώρα από το μηδέν, πώς μπορεί να ξαναγαπήσει, πώς μπορεί να επιβιώσει – έστω και ανάπηρος – από τη φρίκη των βασανιστηρίων.
Η ωμότητα των περιγραφών της Τάτση, ιδιαίτερα όσον αφορά τα απάνθρωπα βασανιστήρια, η κτηνωδία στην οποία μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος που βασανίζει αλλά και την οποία αναγκαστικά υφίσταται ο βασανιζόμενος εγείρουν ωστόσο κι άλλα ερωτήματα: η τέχνη έχει σκοπό να αναπαριστά τη ζωή σε κάθε της λεπτομέρεια, ακόμη και την πιο σκοτεινή; Σε τι ωφελεί μια φρικιώδης αναπαράσταση, ακόμη και πιθανώς αληθέστατων μαρτυρίων; Σκοπός της τέχνης είναι τελικά να ενοχλεί; Να σοκάρει ίσως τόσο ώστε να οδηγεί τον αναγνώστη, διά της φρικαλεότητας, προς τον αντίποδά της; Οφείλω να ομολογήσει πως οι απαντήσεις μού διαφεύγουν.
Μπορώ μόνο να πω ότι το βιβλίο μιλά και για άλλα πράγματα. Διατρανώνει, για παράδειγμα, την πίστη στους κύκλους που κλείνουν, είτε έχει αποδοθεί δικαιοσύνη είτε όχι. Ο Αλέξανδρος επιστρέφει στην Ελλάδα, έστω και για να πεθάνει. Η Κιμ ξαναβρίσκει την αγάπη – πάλι στο πρόσωπο ενός Έλληνα. Η Σεσίλια έρχεται στη χώρα μας για να έχει από κοντά τον δολοφόνο του Αλέξανδρου. Ο Τάσος καταφέρνει, με ένα τσιγάρο, να απαλλάξει την ψυχή του από το βάρος της βιωτής.
Και τελικά; Τι γίνεται με τους κλεισμένους κύκλους; Σαν τους ομόκεντρους ίδιους που σχηματίζει ένα βότσαλο όταν πέφτει στη λίμνη, έτσι κι αυτοί σβήνουν καθώς απομακρύνονται από την αρχική τους αιτία. Έχουν όμως προλάβει να αλλάξουν, με οριστικό και αμετάκλητο τρόπο, το πρόσωπο του Ανθρώπου, πότε προς το λιγότερο και πότε προς το περισσότερο σαν τη σελήνη, συχνά με μεθόδους που σοκάρουν.