Ο εφήμερος ναός της στιγμής (για το βιβλίο «Το άρρωστο ζώο» της Κατερίνας Μαρδακιούπη)
Χριστίνα Λιναρδάκη
Κατερίνα Μαρδακιούπη

Πρώτη εμφάνιση της Κατερίνας Μαρδακιούπη με δικό της βιβλίο στα γράμματα, και είναι μια εμφάνιση πραγματικά εντυπωσιακή. Η Κατερίνα έχει πετύχει υψηλό βαθμό διύλισης της στιγμής, στέκοντας σε αυτήν για να την παρατηρήσει και ερμηνεύοντάς την σε μεταφορικούς όρους που δημιουργούν γέφυρες τόσο με το πραγματικό όσο και με το φανταστικό. Το αποτέλεσμα είναι γοητευτικό, βαθύ, στοχαστικό, αλλά και αναλυτικό του εφήμερου ναού της στιγμής που κτίζεται με αυτό τον τρόπο σε κάθε ποίημα.

Η συλλογή απαρτίζεται από δύο ενότητες, η πρώτη είναι ομότιτλη της συλλογής. Στο εναρκτήριο ποίημα, ένα προβατάκι γεννιέται την άνοιξη – για κακή του τύχη, γιατί το γεγονός και μόνο ότι το Πάσχα πλησιάζει, το καθιστά ετοιμοθάνατο («άρρωστο»), κι ας έχει μόλις γεννηθεί. Η συγκυρία είναι καθοριστική: το «λευκό σα θαύμα» προβατάκι-σφάγιο που κρατά στα χέρια του το ποιητικό υποκείμενο και τρέχει με αυτό στο απέραντο λιβάδι, η νέα ζωή σαν «ένα άστρο νεογέννητο/ στην αγκαλιά του Θεού», δημιουργεί μια εικόνα αγαλλίασης που έρχεται σε ρήξη με τους καταληκτικούς στίχους του ποιήματος, όπου το ποιητικό υποκείμενο, έχοντας αντιληφθεί τον ζόφο που περιμένει το αθώο ζώο, διαπιστώνει ηττημένο ότι «δεν θα καταφέρ[ει] ποτέ να το σώσ[ει]».

Η άλογη υποταγή της φύσης στον άνθρωπο, στις διαθέσεις, τις ορέξεις και τις κοινωνικές κατασκευές του γεμίζει με θλίψη το ποιητικό υποκείμενο που, στο επόμενο ποίημα («Το άρρωστο ζώο με οδηγεί»), διαπιστώνει πώς σωπαίνουν μέσα του η αγάπη, η καρδιά, η χαρά και η απουσία – όλα όσα το οδηγούν να περπατήσει στα εξ ορισμού αδιέξοδα μονοπάτια της σύγχρονης ζωής, στην απελπισία που αυτά παράγουν και στα κενά, κυρίως υπαρξιακά, που τα συνοδεύουν: «Το άρρωστο ζώο με οδηγεί και προσπερνώ τα φύλλα που πέφτουν. Ένα σμήνος από δηλητηριώδη χρώματα. Κυλώ στις αρτηρίες της πόλης αόρατη για να χαθώ μέσα σε στόματα που ανοίγουν μονάχα για να φάνε το αύριο» («Το άρρωστο ζώο με οδηγεί»).

Η ματαιότητα που αναπαράγει αυτή η αδικία υπογραμμίζεται σε όλα τα ποιήματα της ενότητας και αίρεται μόνο από τυχαίες πράξεις καλοσύνης που μάλιστα φαντάζουν αναίτιες και ξ αφνιάζουν. Στο μεταξύ συντελείται η συγχώνευση του ποιητικού υποκειμένου με το «άρρωστο ζώο»:

«…Αυτό που δεν γνωρίζουμε
είναι ο λόγος
που τα άλμπατρος ακολουθούν τα πλοία
και γιατί
όταν χαράζει
ένα χέρι μάς χαϊδεύει

απαλά το πρόσωπο».

(από το ποίημα «Το άρρωστο ζώο σκέφτεται»)

Κατά τα άλλα, η ελπίδα είναι ένα στοίχημα που χάνεται συστηματικά («Το άρρωστο ζώο μπροστά στον καθρέφτη») και που κάνει την καρδιά του ποιητικού υποκειμένου να «υποφέρει σιωπηλά», την ίδια στιγμή που το κατακλύζει η επίγνωση του χρόνου που κυλά εις βάρος του: «Μεγαλώνω/ με τον τρόπο που μεγαλώνουν/ λίγο ή πολύ όλοι/ μα και αλλιώτικα// μια κραυγή μέσα μου/ διασχίζει το σκοτάδι» («Το άρρωστο ζώο υποφέρει σιωπηλά»).

Άλλες πάλι φορές, η ελπίδα ζει στα μάτια ενός αγαπημένου προσώπου:

«…ο πόνος της άρπας στα αδέξια χέρια μας
άρρωστο ζώο που ορίζει τη λύπη
Όμως στο ίδιο σημείο ή
λίγα μέτρα μακρύτερα
υπάρχει νερό· τα μάτια σου

που του μοιάζουν».

(από το ποίημα «Το άρρωστο ζώο ορίζει τη λύπη»)

Και πάντα η τέχνη, η τέχνη που σώζει, μπορεί να ορίσει τη μεταμόρφωση ή έναν τρόπο εξόδου: «σκέφτομαι τη λύπη μας/ σαν ένα ποίημα/ που θα μας στρέψει στο φως» («Η ολονυχτία του άρρωστου ζώου»).

Στο τελευταίο ποίημα της ενότητας, το συγχωνευμένο με το άρρωστο ζώο ποιητικό υποκείμενο κρατά στην αγκαλιά του μια ετοιμοθάνατη. Είναι ο εαυτός του; Είναι το άρρωστο ζώο γένους θηλυκού; Είναι κάποια άλλη αγαπημένη γυναικεία φιγούρα; Οι ερωτήσεις αυτές μπορεί να έχουν την απάντηση που επιθυμεί ο καθένας, σε κάθε περίπτωση πάντως το ποίημα γίνεται σπαρακτικό:

«…Λευκά άλογα καλπάζουν πέρα απ’ τους ήχους, διασχίζουν τα σύννεφα για να βρεθούν στον τόπο του ήλιου. Μέσα στη μεγάλη λεωφόρο, σκέφτομαι τις τελευταίες σκέψεις μιας ετοιμοθάνατης. Αν το να την ραίνει κανείς με λουλούδια, είναι μια πράξη απέραντης αγάπης ή απέραντης ανάγκης να δει πόσο αγαπήθηκε.

Τα βλέφαρά της κάποτε ανοίγουν

                                                                                το ποίημα

                                                                                      σκορπά».

Η δεύτερη ενότητα έχει τίτλο «Οι άνθρωποι με τα μεγάλα σκυλιά». Τα μεγάλα σκυλιά μοιάζουν απειλητικά, αν και δεν εμφανίζονται πάντα ως τέτοια στα ποιήματα, τους στίχους όμως διαπερνά μια σκιά θανατικού που συνείρει κυνήγι. Πάλι δηλαδή έχουμε με έναν τρόπο την εικόνα του εν δυνάμει ετοιμοθάνατου ζώου που κυνηγά ένας άνθρωπος-θηρευτής με τη βοήθεια άλλων ζώων, των οποίων τα ένστικτα εκμεταλλεύεται. Κατόπιν, το σκοτωμένο ζώο παρουσιάζεται σαν σκέτο κρέας με μια ωμότητα που συνταράζει, ενώ παρεμβάλλονται ποιήματα που περικλείουν προσωπικά αδιέξοδα και υπαρξιακές αγωνίες, με το ποιητικό υποκείμενο ξανά να συγχωνεύεται με το ζώο ή να το υποκαθιστά.

Στο μεταξύ, το ποιητικό σύμπαν είναι συνεπές, δουλεμένο, υποβλητικό και διαρθρώνεται στο ίδιο πνεύμα με της προηγούμενης ενότητας. Θα παραθέσω τρία ποιήματα από την ενότητα, που συνηγορούν σε αυτή τη συνέπεια ύφους:

Θραύσματα

Τα χέρια μου
είναι γεμάτα πουλιά
Όταν τ’ ανοίγω
τα πουλιά πετούν στον ουρανό
Όταν τα κλείνω

γεμίζω με αίμα

 

Ηχώ

Στο πάτωμα σαλεύουν
μανιασμένα τα κύματα
αχτίδες μαύρες
έχουν ντύσει τους τοίχους
Γδύνομαι αργά
ένα καρφί περιμένει τα ρούχα μου
το δέντρο με τις χαρακιές

στην καρδιά – στάχτη πηχτή –

 

Έξω από εδώ

μια γυάλινη σφαίρα ο κόσμος μας

ένα κερί που το κοιτώ

και σβήνει

 

Ο κλειστός χώρος του ποιήματος

Το βάρος του νεκρού
ζώου στο δάσος
είναι πυκνότερο
απ’ το βάρος οποιουδήποτε
νεκρού
Δεν θα το χωρέσουμε ποτέ

στο ποίημα

 

Και, με αυτό το ποίημα «Ο κλειστός χώρος του ποιήματος» που είναι το καταληκτικό της συλλογής δημιουργείται κυκλικότητα με το πρώτο μέρος, σαν να είναι η κατάληξή του, και αρθρώνεται η πεποίθηση ότι η τέχνη δεν θα μπορέσει ποτέ να χωρέσει ολόκληρη τη ζωή. Είναι γεγονός, όπως είναι γεγονός ότι οι ποιητές συνεχίζουν να γράφουν ποίηση, ανεξαρτήτως. Η επίγνωση της ματαιότητας της πράξης τους είναι ίσως αυτό που όντως τους καθιστά ποιητές. Την Κατερίνα Μαρδακιούπη πάντως, σίγουρα.

Περισσοτερα αρθρα