«Ο έμπορος του φωτός» του Roberto Vecchioni (μτφρ.: Δημ. Παπαδημητρίου)
Ανδρομάχη Καρανίκα-Δημητριάδου

«Το να διδάσκεις ελληνικά σημαίνει να αντικατοπτρίζεσαι στο σύμπαν.  Σημαίνει να διαχωρίζεις, να βγαίνεις και να ξαναμπαίνεις στο χρόνο, γνωρίζοντας εντέλει την πραγματική του φύση. .. Να ξαναβάζεις στη θέση τους τον χρόνο και τον χώρο, να τους διαπερνάς με το ξίφος καθώς αναμειγνύονται συνεχώς στα ανθρώπινα συναισθήματα, να τους καθοδηγείς και να τους εξορκίζεις, αποκόπτοντας τους από την προκλητική προσβολή της ύπαρξής τους….. Πόσο εκπληκτικό ήταν το ρήμα αρμόζω, δηλαδή ενώνω, συνδέω όπου το καθετί βρίσκεται στη θέση που πρέπει, δραπετεύοντας από το περιττό, από το φλύαρο, από κάθε τρανταχτή, άσχετη, απρεπή και παρείσακτη λεπτομέρεια.» 

Ο Στέφανο Κουόνταμ Βαλέριο, καθηγητής της ελληνικής λογοτεχνίας, στην ηλικία περίπου των 50 ετών όπου όλα θα έπρεπε να ακολουθούν μία προδιαγεγραμμένη πορεία, βρίσκεται με την ζωή του συνολικά εν αναμονή. Εν αναμονή να του δοθεί η αντίστοιχη έδρα στο Πανεπιστήμιο που διδάσκει, εν αναμονή της διάλυσης του γάμου του με την Μιράντα, μια όμορφη, δραστήρια διαφημίστρια με την οποία έζησε  τον απόλυτο έρωτα και με την οποία είχαν ένα γιό, τον δεκαεπτάχρονο σήμερα Μάρκο.  Και ενώ στην δυαδική αυτή σχέση πατέρα και γιού, η αντιπελάργηση θα ήταν αναμενόμενη ως φυσιολογική ροή των πραγμάτων, ωστόσο ο ήρωας  είναι και πάλι εν αναμονή της επικείμενης απώλειας του γιού του από την νόσο Χάτσινσον – Γκίλφορντ, γνωστή ως προγηρία.  

«Είναι το τέλος μιας εποχής, μιας σχολής σκέψης, μιας ελπίδας απατηλής, στην οποία για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα έχει απαγορευτεί η πρόσβαση στους ανθρώπους.  Το κακό επαναδιεκδικεί τα εδάφη του μπήγοντας βαθιά τη ράβδο της κυριαρχίας.  Ας περάσει ο επόμενος, ας έρθουν οι επόμενοι να με ξεριζώσουν από εδώ» 

Σε ένα συνολικό πεδίο που παρομοιάζεται με κινούμενη άμμο, αντιμέτωπος με την ανασφάλεια, την αποξένωση, την επικείμενη απώλεια ταυτότητας του μόνου ρόλου που λειτουργεί ως συναισθηματική άγκυρα, αυτού του γονέως, ο καθηγητής επιλέγει να μην συγκρουστεί μετωπικά ούτε με την οδύνη, ούτε με την απώλεια, την ενοχή (καθώς ο ίδιος συνεχίζει τη ζωή του και ο γιός του, φεύγει), την αποδοχή του προκαθορισμένου της μοίρας, ούτε και την ίδια την ανθρώπινη συντριβή.  

Δεν επικαλείται θεϊκή προκάλυψη αλλά στρέφεται στην σύγκραση γνώσης του αντικειμένου του, πίστης στην διαχρονική πορεία αξιών εκφρασμένων στον ελληνικό φιλοσοφικό στοχασμό, επιθυμίας λύσεων μπροστά στο αδιέξοδο και με φωτεινό οδοδείκτη τα λόγια της Σαπφούς «Όταν δεν μπορείς να έχεις ό,τι επιθυμείς, θα προσπαθήσω να σε κάνω να ονειρεύεσαι», σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης, επιλέγει την οικουμενικότητα της αρχαίας Ελληνικής πραγματείας, τη γήτευση του αρχαιοελληνικού λόγου, όπου καταργούνται οι φραγμοί του χώρου, του χρόνου και του στενού «εγώ» και μορφές όπως η Ελένη, η Σαπφώ, η Αντιγόνη, ο Οιδίποδας, ο Αίαντας, η Εκάβη, η Κασσάνδρα αλλά και ο Όμηρος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης δράττουν τις παροδικές συγκυρίες, τις αφαιρούν από την στιγμή και τις μεταφέρουν στην συλλογικότητα του  αέναου σήμερα με αξίες, διαστάσεις και αποχρώσεις, «φωτίζοντας» ένα μέλλον που προοιωνίζεται  σκοτεινό εξ ορισμού. 

«Έπρεπε να του χαρίσει ένα δώρο όσο γινόταν πιο σημαντικό, κάτι πέρα από την ευτυχία ή τη δυστυχία, την αγάπη ή την έλλειψή της, το πεπρωμένο ή τον Θεό, την ανεξήγητη τυχαιότητα της γέννησης και του θανάτου, κάτι πέρα και πάνω από όλα αυτά, ένα φτερούγισμα ύψιστης μελωδίας, και ακόμη περισσότερο μιας μελωδίας πελώριας, που φέρουμε εντός μας πέρα από τα όρια του δοσμένου χρόνουΤο δώρο αυτό είναι η περηφάνεια να λέγεσαι άνθρωπος και να ζεις σ’ αυτή την αποκάλυψη.  Γιατί δεν έχει σημασία πόσο ζει κανείς αλλά με πόσο φως μέσα του, δίχως παράπονο και δίχως δάκρυα» 

Ο Roberto Vecchioni με εφαλτήριο την ιστορία που επιλέγει, μας εκτοξεύει στην ιδρυτική πράξη του ατομικισμού αλλά και της συλλογικότητας, στην  ανόρθωση της ανθρώπινης ύπαρξης από γκόλεμ σε σκεπτόμενο ον, στο χρέος πέρα από το εγώ και τις ατομικές έγνοιες, με τη ψυχή ως κύριο αισθητήριο όργανο όρασης, στον σκοπό της ύπαρξης με βάση τους νόμους που είναι πολύ αδιόρατοι για να γραφτούν. 

Ένας ολόκληρος κόσμος κειμένων και αναφορών  με ανθρωπολογική και ανθρωπογνωστική ωριμότητα, οδηγεί τον αναγνώστη σε επαναβάπτιση στη μνήμη και επαναφορά στην διαχρονική αλήθεια.   Με οδηγό την ευρύτερη έννοια της διαύγειας και του φωτός, ο συγγραφέας «εμπορεύεται» (καθώς  χρησιμοποιεί το λόγο των Αρχαίων Ελλήνων ως καμβά για να κτίσει εκ νέου τις αναμνήσεις του με το γιό του και περιμένει την αντίδραση τόσο του γιού του όσο και των αναγνωστών) μια επανάσταση εναντίον της βαρβαρότητας, της περιφρόνησης της ομορφιάς, του σκοταδιού με τον οποίο απειλεί τον κόσμο μας ο εξτρεμισμός της ισοπέδωσης, «το βασίλειο του μηδενός».   

 Η αντίστιξη του ήρωα και των ηρώων του δεν αργεί να επέλθει.  O πρωταγωνιστής πατέρας χάνοντας σε όλα τα επίπεδα, ως άλλος Αίας, επιτίθεται με συνέπειες που θυμίζουν αρχαία τραγωδία, κάθαρση, ολοκλήρωση μιας τραγικής πορείας. 

«Σε έναν κόσμο που αντικαθιστά τη γενναιότητα με την πονηριά, με το συμφέρον και την τελική επικράτηση του ορθολογισμού, ο Αίας είναι ο άνθρωπος του ενστίκτου, ο άνθρωπος που προτάσσει την καρδιά, είναι ο εκπρόσωπος ενός κόσμου που σιγά σιγά χάνεται.  Ο Οδυσσέας είναι ο νέος κόσμος, εδώ τα πάντα αντισταθμίζονται, πρόκειται για έναν νέο πολιτισμό που τιθασεύει τις θάλασσες, δεν κολυμπά στην άμμο…. Ο Αίας ο Τελαμώνιος κλείνει μια εποχή, για να ακολουθήσει μία άλλη, αυτός όμως είναι πάντα εκεί, καμία φορά θλιμμένος, αγέλαστος, σε σύγχυση, ανάμεσα σε τόσους Οδυσσείς….»  

Οι εκδόσεις «Κριτική» μετά τον «Βιβλιοπώλη του Σελινούντα», με ιδιαίτερη φροντίδα, ποικίλες βιβλιογραφικές πληροφορίες συνεπικουρούμενοι από τον ιδιαίτερα έμπειρο μεταφραστή  του βιβλίου κ. Δημ. Παπαδημητρίου παρουσιάζουν (2020) ένα ανάγνωσμα αξιώσεων και διαχρονικότητας όπου μορφές, σχήματα, λέξεις, εικόνες και ήχοι απλώνονται  μέσα μας σαν δίχτυα που αιχμαλωτίζουν.  

 «Για τον Αίαντα δεν έχει σημασία σε ποια όχθη θα σταθεί για να κοιτάξει, στην πλευρά της ζωής ή στην πλευρά του θανάτου. Το να υπάρχεις μόνο για τον εαυτό σου μπορεί να σημαίνει μία χαλάρωση ή μία περιχαράκωση σε συνθήκες εργαστηρίου.  Αυτό που μετρά είναι ποιος πραγματικά είσαι, σε ποια πλευρά του ποταμού στέκεσαι.  Μόνο το φως τον ενδιαφέρει. Αυτό είναι το μήνυμά του.  Μάρκο είναι ένα μήνυμα αιώνιο, είναι το μήνυμα όλων των ανθρώπων μέσα στους αιώνες.  Εμείς δεν αποζητούμε επιτακτικά τη ζωή, παρά το θάρρος να τη ζήσουμε». 

«Μπαμπά, δεν φοβάμαι πιa». 

Περισσοτερα αρθρα