“Ο δικός της καθρέφτης” της Γεωργίας Συλλαίου

Μόνο 134 σελίδεςˑ δύο αφηγήτριες και μια τρίτη γυναίκα που είναι η αδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστριαˑ μια ιστορία φρίκης που ο αναγνώστης δεν την αντιλαμβάνεται ως τέτοια παρά μόνο στο τέλος: τότε που η εκκωφαντική αλήθεια σκίζει τον εσωτερικό του κόσμο σαν χαρτί – κάπως σαν την ιστορία με το 12χρονο κοριτσάκι στα Σεπόλια που απασχολεί τη μερίδα του λέοντος της ειδησεογραφίας τις τελευταίες εβδομάδες.

Η Γεωργία Συλλαίου κατάφερε κάτι πραγματικά δύσκολο: να αφηγηθεί μια ιστορία χωρίς καν να την πει, μια ιστορία που ο αναγνώστης καταφέρνει να ανασυνθέσει σταδιακά μόνο, καθώς προχωρά το βιβλίο. Τότε που σιγά-σιγά αρχίζουν να του φανερώνονται και να του εξηγούνται τα ακατανόητα που συνάντησε μέχρι τότε σκόρπια εδώ κι εκεί. Υπνωτισμένος από τη φαινομενική αντιπαλότητα των δύο αφηγητριών και τις προσωπικές τους ιστορίες, που ξεκινούν μεν από το σημείο μηδέν, κρύβουν όμως επιμελώς μέχρι το τέλος τους το γιατί εκείνο που τις καθόρισε, αλλά και σαγηνευμένος από τη λαμπερή και ταυτόχρονα μυστηριώδη προσωπικότητα της τρίτης γυναίκας του βιβλίου, της Νόρας, αιφνιδιάζεται όταν καταλαβαίνει τι πραγματικά συνέβη – και το είδος της ιστορίας που μόλις διάβασε.

Το στόρι είναι απλό: Οι γονείς δύο κοριτσιών σκοτώνονται σε ένα δυστύχημα και τα κορίτσια αναλαμβάνει ο θείος τους, που τα παίρνει στο σπίτι του. Η γυναίκα του, Ζωή, κλαίει στο ενδεχόμενο να φιλοξενηθούν εκεί τα δύο κορίτσια και η κόρη της, Νόρα, κατάχλωμη, το μόνο που βρίσκει να πει στη μεγάλη αδερφή είναι: «φύγε». Συμπεριφορές ακατανόητες αρχικά, που μπερδεύουν τον αναγνώστη ο οποίος φαντάζεται παιδικές ζήλειες, ανάξιους να σταθούν στην περίσταση συγγενείς και άλλα παρόμοια. Όμως το νήμα έχει άλλες 117 σελίδες να ξετυλιχτεί.

Σε αυτές λοιπόν τις 117 σελίδες, η Ερμιόνη και η Στέλλα, η μικρή και η μεγάλη αδερφή αντίστοιχα, αφηγούνται εναλλάξ η καθεμία τις αναμνήσεις και τις ιστορίες τους. Το κάνουν χωρίς να ακουμπήσουν – ποτέ, ούτε μία φορά – το πιο σκοτεινό σημείο τους, όμως και πάλι, από την εξέλιξη της ιστορίας της καθεμίας και μόνο, ο αναγνώστης αρχίζει να ψυλλιάζεται πως κάτι δεν πάει καλά.

Η Ερμιόνη, η οποία φαίνεται να τα πηγαίνει περίφημα στη ζωή της, ξαφνικά καταρρέει, μόλις φεύγει το ζευγάρι των Ιταλών δίπλα στο οποίο είχε βρει καταφύγιο, και αφήνεται σε μια καθολική εγκατάλειψη των πάντων: της δουλειάς, του σπιτιού, ακόμη και του εαυτού της. Τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που η Μαργκερίτα, η Ιταλίδα γυναίκα, επιστρέφει ανήσυχη να τη βρει. Καθώς περιγράφει την κατάστασή της η Ερμιόνη, δίνει μια εικόνα αποκρουστική: «Η πατίνα της λέρας είχε κατακαθίσει στα γόνατα, στους αγκώνες, στα μαλλιά μου. Καφετιά και γκρίζα ρυάκια κυλούσαν ανάμεσα από τα δάχτυλα των ποδιών μου με τα στραβά μαύρα νύχια. Η ράχη μου έγερνε και τα πλευρά μου πετούσαν. Μου έλειπε η σπασμένη ομπρέλα για να ολοκληρωθεί η εικόνα που είχα ορκιστεί να μην ξαναδώ ποτέ: εκείνη της θείας Ζωής, που πήγαινε στραβοπατώντας σαν καβούρι στην εκκλησία». Η Ερμιόνη βρίσκει τη σωτηρία, όταν φεύγει από εκείνο το μέρος και εγκαθίσταται ξανά κοντά στο ζευγάρι των Ιταλών, οι οποίοι παίζουν προφανώς για κείνη τον ρόλο των αδικοχαμένων γονιών της.

Η Στέλλα, από την άλλη, κάνει έναν ατυχέστατο γάμο με έναν αμόρφωτο και άξεστο άντρα που την παίρνει μαζί του όταν φεύγει μετανάστης στη Σουηδία, έχοντας πρώτα απαγορεύσει στη Στέλλα να συνεχίσει τις σπουδές της. Λένε ότι οι γυναίκες έχουν την τάση να παντρεύονται τον κυρίαρχο άντρα του σπιτιού στο οποίο μεγάλωσαν (όπως και οι άντρες τη μαμά τους) κι αυτό επειδή ο τύπος του τους είναι γνώριμος. Υπενθυμίζω ότι το σπίτι στο οποίο μεγάλωσε η Στέλλα ήταν εκείνο του θείου Αντρέα. Στη Στοκχόλμη, ο άντρας της κρατά εκείνη και την κόρη τους πρακτικά φυλακισμένες και μάλιστα σε ηχομονωμένο διαμέρισμα, ενώ τον παρακολουθούμε να μετατρέπεται με γρήγορους ρυθμούς σε σιχαμερό μέθυσο. Όταν κοντεύει πια κυριολεκτικά να σκοτώσει τη Στέλλα, ενώ μάλιστα είναι έγκυος στο δεύτερο παιδί τους, εκείνη παίρνει την απόφαση να τον εγκαταλείψει (αφού στο μεταξύ έχει αποβάλει από την κακομεταχείριση), παίρνοντας μαζί της και τη μικρή που έχει προσπαθήσει στο μεταξύ την αυτοχειρία. Βλέπουμε δηλαδή μια φανερά δυσλειτουργική οικογένεια, την οποία η Νόρα, ήδη από την πρώτη γνωριμία της με τον άντρα της Στέλλας, είχε καταφέρει να διαδεί – γι’ αυτό άλλωστε ποτέ δεν ενέκρινε αυτόν τον γάμο.

Όσο για τη Νόρα, την πιο άπιαστη από τις τρεις αντι-ηρωίδες του βιβλίου, τη μόνη που είχε όλα τα φόντα να γίνει ηρωίδα ολκής, τη γυναίκα με την άφταστη ενσυναίσθηση και τον υψηλότατο δείκτη νοημοσύνης, αυτή ήταν μια αληθινή νεράιδα που τσακίστηκε από το μόνο πράγμα που πάντα νικάει, τουλάχιστην στην αρχή: την ωμή βία. Και μάλιστα τη βία που ασκούσε πάνω της ο ίδιος της ο πατέρας, βιάζοντάς την κατά συρροή, όπως και τις ξαδέρφες της. Με την κάλυψη της θείας, η οποία δεν είχε ούτε τη συγκρότηση ούτε τη δύναμη να κάνει κάτι για να τον σταματήσει – ώσπου μετατράπηκε η ίδια σε ζωντανή σκιά. Ελέω των μελών όλης της υπόλοιπης οικογένειας που ήξεραν τι συμβαίνει, αλλά το μόνο που έκαναν ήταν να τους αποφεύγουν.

Τελικά, ο θείος Αντρέας σκοτώνεται. Από τα θύματά του, την κόρη του τη Νόρα και την ανηψιά του την Ερμιόνη, ένα πρωινό. Η υπόλοιπη οικογένεια που σπεύδει στο σημείο συγκαλύπτει τουλάχιστον το έγκλημα και έτσι ο κόσμος πιστεύει ότι επρόκειτο για ατύχημα. Μόνο που είναι πια πολύ αργά. Η ζημιά έχει γίνει. Το αποτύπωμα της φρίκης έχει μείνει ανεξίτηλο στις ζωές όλων όσων έζησαν γύρω από αυτόν τον άνθρωπο, ωθώντας τες να χάσουν τον δρόμο τους, να εγκαταλείψουν τον εαυτό τους, να αναπαράγουν την κτηνωδία στον γάμο τους ή να αυτοκτονήσουν, όπως κάνει τελικά η Νόρα.

Στο τέλος μένει το μοναδικό που μπορεί να μείνει από τέτοιες ιστορίες: θρυαλλίδες και στάχτη. Μόνο που έχουμε επιτέλους καταλάβει τον λόγο. Έχουμε καταλάβει γιατί οι δύο αδερφές δεν αντέχουν πια να αντικρίσουν η μία την άλλη, γιατί η θεία Ζωή ξέμεινε μόνη στο σπίτι με τα γλυκά της να σαπίζουν στα βαζάκια και το μυαλό σαλεμένο, γιατί η Νόρα σε όλο το βιβλίο έμοιαζε να αντέχει οριακά έναν κόσμο που είχε στη ρίζα του την πληγή της. Δυστυχώς πολλές φορές, όταν κάτι σπάει, δεν μπορεί να ξανακολληθεί. Η Συλλαίου καταφέρνει να κάνει ανατομία όλης αυτής της δυστυχίας χωρίς να αφήσει να τρέξει ούτε μισή σταγόνα αίμα, με μια αριστοτεχνία σπάνια – προσωπικά πάντως είχα πολύ καιρό να δω κάτι ανάλογο σε ελληνικό πεζό.

Ένα μόνο θα πω ακόμη και με αυτό θα κλείσω: ο πόνος που μένει ανείπωτος, που δεν κραυγάζεται, που δεν ιστορείται, είναι πέρα για πέρα πραγματικός. Ο αληθινός πόνος δεν σου αφήνει το κουράγιο να μιλήσεις, σε αφήνει άλαλο, γι’ αυτό και τα τόσα βουβά θύματα. Ο δικός της καθρέφτης της Γεωργίας Συλλαίου είναι ένα αριστούργημα γιατί πραγματεύεται αυτόν ακριβώς τον πόνο, στους όρους που ο ίδιος επιβάλλει. Chapeau.

 

Χριστίνα Λιναρδάκη

Περισσοτερα αρθρα