MIA ΦΟΡΑ
Σε ένα τραμ που χώλαινε μας στρίμωχνες
Σάββατα, Κυριακές ολόκληρες να χαζεύουμε τους άλλους
Με νερό και φθηνούς ψαλμούς για κολατσιό
Διασχίζαμε την άπνοια
τα γερασμένα παρτέρια δάκρυζαν γύρη χρόνια ανεκπλήρωτη
Περνούσαμε μπροστά από σωρούς στιγμών
δρόμους, παγκάκια ξύλινα, θέσεις αναμονής
Πιο κει φθαρμένα εμπορικά, ίδια κορμιά
κατέρχονταν σιγοτραυλίζοντας τις ώρες
ως την Αγία Ειρήνη
το εξομολογητήριο του Μπαϊρακτάρη
και το Μοναστηράκι
Παλαιοβιβλιοπωλεία, στόρια ακουμπισμένα σε κοχλίες αλάδωτους
έθαψαν τους τελευταίους αναγνώστες
-τύμβοι και χασομέρια-
στο μετρό απέναντι
Αργά το απόγευμα ανεβαίναμε τις ίδιες ταξιθέτριες γραμμές
Ανάμεσα από ήχους μεταλλικών ακόρντων και μυρωδιές θνητών
σβήναμε ο ένας πάνω στον άλλον
νηστικοί
ανύπαρκτοι
Γιώργος Δ. Γεωργούλας
από τη συλλογή του Εποχή συγκομιδής,
εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα 2020