Διαβάζω τις τελευταίες μέρες το τρυφερό και νοσταλγικό, συνάμα, μυθιστόρημα Μπαουμγκάρτνερ (Baumgartner, 2023, στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, 2024) του αμερικανού Πολ Όστερ (Paul Auster, 1947-2024) που αριθμεί λίγο πάνω από διακόσιες σελίδες. Στην ουσία πρόκειται για μια εξιστόρηση των πολυποίκιλων ανθρώπινων ταλαιπωριών και των ταπεινώσεων του γήρατος.
Σχεδόν δέκα χρόνια μετά τον θάνατό της, ο κύριος χαρακτήρας, Σάι Μπαουμγκάρτνερ, εξακολουθεί να θρηνεί τη γυναίκα του, με τον δικό του τρόπο: «Είναι ένα ανθρώπινο κολόβωμα τώρα, ένας μισός άνθρωπος που έχει απωλέσει εκείνο το μισό του που τον έκανε ολόκληρο, και ναι, τα μέλη που λείπουν είναι ακόμα εκεί, και εξακολουθούν να πονάνε, να πονάνε τόσο πολύ που κάποιες φορές νιώθει λες και το σώμα του είναι έτοιμο να τυλιχτεί στις φλόγες και να τον κατακάψει έτσι όπως στέκεται», αναφέρει σε ένα σημείο. Η πραγματική, βεβαίως, δράση του μυθιστορήματος λαμβάνει χώρα στο μυαλό του, και πιο συγκεκριμένα στη μνήμη του, τυπικό άλλωστε των κειμένων του αμερικανού συγγραφέα.
Δραματικές αλήθειες οι οποίες όμως συμφωνούν και έρχονται σε πολλά σημεία παράλληλα με την σύγχρονη Ψυχιατρική. Οι ζωντανοί και οι νεκροί, γράφει ο Όστερ, συνδέονται, και μια σύνδεση βαθιά μπορεί να συνεχιστεί ακόμα και στο θάνατο, διότι, όταν ο ένας πεθαίνει πριν από τον άλλο, ο ζωντανός μπορεί να διατηρήσει τον πεθαμένο σε ένα είδος προσωρινού λίμπο ανάμεσα στη ζωή και στη μη ζωή, αλλά, όταν ο ζωντανός πεθάνει κι εκείνος, αυτό είναι το τέλος, και η συνείδηση του πεθαμένου εξαλείφεται για πάντα!
Το Μπαουμγκάρτνερ δίνει λοιπόν έμφαση στη μνήμη και τη νοσταλγία, αλλά ταυτόχρονα και σε μια αίσθηση ζωής που εισέρχεται στην τελική της βιολογική φάση. Ωστόσο, η κατάληξη του μυθιστορήματος είναι απροσδόκητη, καθώς ο Όστερ μας αφήνει με την ευδιάκριτη εντύπωση ότι υπάρχουν κι άλλες ιστορίες που θα ακολουθήσουν. Είναι εβδομήντα χρονών, συλλογίζεται ο πρωταγωνιστής, και δεν υπάρχει πια χρόνος για δισταγμούς, ίσως αυτή να είναι η τελευταία καλή μέρα που θα ζήσει ποτέ, ή η τελευταία εν γένει, αλλά το μυθιστόρημα τελειώνει περίεργα με την υπόσχεση ενός τελευταίου κεφαλαίου που μόλις τώρα αρχίζει, ένα περίεργο συμπέρασμα για το ξεκίνημα της τρίτης πράξης μιας ζωής.
Συνεχίστε πάντα να ονειρεύεστε, έλεγε σε παλιότερες στιγμές ο Λάνγκστον Χιουζ, γιατί αν πεθάνουν τα όνειρα, η ζωή είναι πουλί με σπασμένες φτερούγες και δεν μπορεί να πετάξει!