Μετάφραση – Poetry and disability: Η Βρετανή ποιήτρια Polly Atkin
Polly Atkin

Η συγγραφέας και ποιήτρια Polly Atkin ζει στη βορειοδυτική Αγγλία, κοντά στην Περιοχή των λιμνών (Lake District). Πάσχει από αιμοχρωμάτωση και από το σύνδρομο Έλερς-Ντάνλος που περιλαμβάνει μια ομάδα σπάνιων γενετικών διαταραχών του συνδετικού ιστού. Στο έργο της εξερευνά τη φύση και την έννοια του χώρου, το αίσθημα του ανήκειν και την αναπηρία. Τα τρία ποιήματα που έχω μεταφράσει εδώ προέρχονται από τη δεύτερη ποιητική συλλογή της Much With Body (Poetry Wales Press Ltd., 2021).

Η ευλογία της απομόνωσης

Είναι ένας μήνας νόσου. Μετακινούμαι μονάχα
μεταξύ υπνοδωματίου και σαλονιού, σαλονιού
και μπάνιου, μπάνιου και κουζίνας, κουζίνας
και κήπου. Μόνο όταν είναι απαραίτητο ή για ιατρικούς λόγους.
Κάθε απόγευμα βάζω πανωφόρι
και ανηφορίζω το μονοπάτι. Επισκέπτομαι τον ερωδιό.
Του ερωδιού δεν του αρέσει η εγγύτητα, παριστάνει
πως δεν είναι εκεί, παγωμένος ανάμεσα

στις αλογότριχες ή κρυμμένος πίσω από το ροδόδεντρο.

Ψάχνω για βατράχους στη λιμνούλα που ξεραίνεται.
Ξεκουράζομαι σε πέτρες και κορμούς καλυμμένους από βρύα,
χωρίς να φοβάμαι ότι θα τιμωρηθώ που κινούμαι κακώς
πέρα από σώμα μου, εδώ όπου μόνο
τα ελάφια σε παρακολουθούν, αν και κάποτε πέρασε ένα περιπολικό
καθώς στεκόμουν σε ένα ξέφωτο, ακινητοποιημένη
από το βλέμμα μιας ελαφίνας, κι έκανα να πιάσω το παγούρι με το νερό

σαν απόδειξη του ότι κινούμαι / είμαι ντόπια / νόμιμη.

Το κέντρο του χωριού είναι τόσο μακρινό όσο το παρελθόν
και τόσο στενάχωρο και γεμάτο φήμες για κινδύνους. Δεν
πηγαίνω εκεί. Ξεχνώ τους τρόπους. Ορισμένες νύχτες
καθώς κάθομαι στην καρέκλα πριν πέσω για ύπνο μακρινά μέρη
έρχονται κοντά, καλώντας σαν κουκουβάγιες
από το παράθυρο, και η μαραμένη υδρόγειος αφρίζει

σαν τη φρατζόλα που φουσκώνει δίπλα στο καλοριφέρ και τραγουδά

στο σαλόνι μου, τραγουδά στον κήπο μου, τραγουδά
καθώς κολυμπώ στο σύστημα αντίθετης κολύμβησης του μπάνιου μου.
Τραγουδάμε παρέα, οι φωνές μας μια πύλη,
ένα μονοπάτι όπου περπατάμε μόνες μαζί.
Είναι Πάσχα. Δεν πιστεύω στην πέτρα
που κύλησε από το άνοιγμα του τάφου, αλλά
πιστεύω σε αυτό – όταν δίνουμε ευλογία

στα πουλιά, την αντιγυρίζουν τραγουδώντας.

 

Παράθυρα

Εκείνες τις χωρίς φως μέρες που ο πόνος
σε κρατάει μέσα και κάτω και η ταΐστρα

στο παράθυρο είναι η μόνη πηγή κίνησης

μετράς πουλιά. Ένας στρόβιλος από παπαδίτσες με μακριές ουρές
πέφτουν στο γυαλί σαν μπουμπούκια, το σούρσιμο

του δεντροτσοπανάκου κατά μήκος του τοίχου. Δεν υπάρχει

μηδενική μέτρηση σε μια έρευνα παραθύρων.
Τίποτα τόσο χαμηλό, τόσο άδειο, μόνο

η φτερωτή ανάγκη και πτηση.

 

Η θεωρία του άρρωστου κοριτσιού

Την πρώτη φορά μιλήσαμε κανονικά      όταν αποφάσισες
να μου μιλήσεις                είχες υποψιαστεί
η σκοτεινή παμπ γεμάτη από ερασιτέχνες πέφτουλες      με πήρες παράμερα
μου μίλησες για μας                       πόσο μοιάζουμε
οι ασταθείς καρδιές μας               κουραστικά δυνατές
πόσα μοιραζόμασταν                     έβγαλα με το πίσω
μέρος του χεριού μου το μέικαπ που μου είχες αγοράσει εκείνη τη μέρα –

ένα αϊλάινερ που άλλαζε χρώμα όταν έβαζες λίγη σκιά

δεν ήξερες ότι δεν μπορούσε πια να αλλαχτεί.
Εδώ και μήνες. Ήξερα τι κάνεις

καμωνόσουν τον αληθινό            λες και μπορούσε να βοηθήσει αυτό σε κάτι.

Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ εκείνη τη νύχτα             είχαμε προδοθεί και οι δύο

παραιτηθήκαμε και οι δύο παραδοθήκαμε και οι δύο

όλη νύχτα ξύπνια με το αϊλάινερ & τη σκιά

χρυσοπράσινη στο χέρι μου

Άργησα να καταλάβω. Υπήρχαν πολλές σαν εμένα/
πολλοί σαν εσένα. Αναλώσιμοι όλοι.      Στην πιο σκοτεινή ώρα

σκέφτηκα να αφαιρέσω εκείνον από τους δυο μας στον οποίο είχα πρόσβαση

σκέφτηκα τα σώματά μας και το τι μας έκανε καλά υποκατάστατα.
Άρρωστα κορίτσια. Αδύναμα κορίτσια.                  Πώς το πορτοκαλί φως που έμπαινε
από τις γρίλιες στις 5 π.μ. ήταν κώδικας που με αφύπνισε, επιτέλους,
όσον αφορά τον λόγο που μας διάλεγε, επειδή ήξερε πώς να μας πείσει
να τον αγαπήσουμε        κουρασμένα κορίτσια                    μπερδεμένα σε ονειρική κατάσταση, χρόνια
ευκολόπιστες                    ήξερε πού να δώσει τη γροθιά
για να συνεχίσουν να χτυπούν οι καρδιές μας. Και πού για να τις σταματήσει.

Ήξερε τα σημεία όπου είμαστε πιο ευαίσθητες στις προσβολές.

 

 

Και στο πρωτότυπο:

 

Isolation Blessing

It’s like a sick month. I only travel
between the bedroom and living room, living romm
and bathroom, bathroom and kitchen, kitchen
and garden. Only when essential or medical.
Each afternoon I put outside clothes on
and walk up the lane. I visit the heron.
The heron is displeased with proximity, pretends
not to be in, frozen amongst

the horsehair or stalking behind the rhododendron.

I look for frogs in the drying pond.
I rest on mossy stones and logs,
unafraid of punishment for moving wrongly
beyond my own body’s, here where only
the deer are watching, though once a police van
passes as I stand in a clearing, fixed
by the stare of a doe, and I reach for my waterbottle

as proof I am mobile / local / legal.

The centre of the village is as distant as the past
and as sad and shamed with danger. I do not
go there. I forget the ways. Some nights
as I sit in my chair before bed far places
sidle close, calling like owls
at the window, and the shrivelled globe bubbles up

like the loaf proving by the radiator and sings

in my living room, sings in my garden, sings
as I swim in the training pool of the bath.
We sing along, our voices a portal,
a path we walk alone together.
It is Easter. I don’t believe in the stone
rolling back from the mouth of the tomb, but I do
believe in this – when we offer a blessing

to the birds and the birds sing back.

 

Windows

Those lightless days when pain
keeps you in, under, and the feeder

at the window is the only source of movement

you count birds. A flurry of long-tailed tits
tumbling at the glass like blossom, the creep

of the nuthatch along the wall. There is no

zero count with a window survey.
Nothing so low, so empty, only

feathered need and flight.

 

Sick Girl Theory

The first time we talked properly               when you made a point
of talking to me                 you had suspicions
the dim pub full of amateur inventors     you took me aside
told me about us              how same we were
our flimsy hearts               tedious resilience
how much shared            drew on the back
of my hand the makeup you’d bought that day –

an eyeliner that changed colour when you smoothed a gloss over

you didn’t know it was long past changing.
Done for months. I knew what you were doing

making yourself real to me           as though that could help anything

I couldn’t sleep that night             had betrayed both of us

given up both of us surrendered us both

all night still with the curve of eyeliner & shimmer

of green-gold you marked on my hand

I vibrated with belatedness. There were too many of me/
you. Replaceable.             In the darkest hour

thought about removing the one of us I had access to

thought of our bodies and what made us good substitutes.
Sick girls. Weak girls.       How the orange light leaching
through the blinds at 5am was code alerting me, finally,
that that was how he chose us, because he knew how to get us
to let him in        tired girls              confused in our dream states, chronic
with persuadability          he knew where to punch
to keep our hearts beating. And where to stop them.

He knew where our skin was too thin.

 

Polly Atkin

Μετάφραση: Χριστίνα Λιναρδάκη

 

 

Περισσοτερα αρθρα