Θα αρχίσω με την αναφορά στη διάρθρωση του βιβλίου της Αναστασίας Χρυσαφίδου Πιο πέρα από το πέρα (εκδόσεις Μπαρμπουνάκη, 2024), γιατί είναι σημαντική για τον τρόπο που καθορίζει την αφήγηση. Πιο συγκεκριμένα, όταν ένα λογοτεχνικό βιβλίο έχει πρόλογο και εισαγωγή, λογικό είναι να θεωρηθεί ότι το τμήμα αυτό γράφεται από τον συγγραφέα. Και ότι στη συνέχεια, στα Μέρη Α΄, Β΄ και Γ΄, αναλαμβάνει η αφηγήτρια.
Η Αναστασία Χρυσαφίδου-Καλφέλη δεν γράφει την αυτοβιογραφία των εφηβικών και νεανικών της χρόνων. Είναι προφανές ότι υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά αυτό δεν-πρέπει να-ενδιαφέρει τον αναγνώστη. Το να θεωρηθεί το αφήγημά της αυτοαναφορικό, θα το αδικήσει, μολονότι αναφέρει πρόσωπα και ονόματα που στοιχούν στην πραγματικότητα. Η Χρυσαφίδου στήνει ένα σκηνικό πρωτότυπο και διόλου εύκολο. Για να μιλήσει για πράγματα δύσκολα. Επειδή μάλιστα στον Πρόλογο και ιδιαίτερα στην Εισαγωγή μάς εισάγει στο εργαστήρι της συγγραφέα και δείχνει τα εργαλεία της, καθώς γλιστρά από την πραγματικότητα στο όνειρο και από το εδώ στο επέκεινα, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι και το τμήμα αυτό ανήκει στην αφηγήτρια – αυτή η εκδοχή μού αρέσει, σαν συγγραφικό παιχνίδι.
Στον Πρόλογο και στην Εισαγωγή η συγγραφέας/αφηγήτρια αναφέρει τους προβληματισμούς της για τη ζωή και τον θάνατο, τη σχέση της με τη φιλοσοφία και τις αντιρρήσεις της για τη μεταφυσική. Για τις σπουδές της που τη φέρνουν πιο κοντά σε θεωρίες και λογοτεχνικά έργα – Φιλολογία, τμήμα Φιλοσοφικό. Για το πώς περνά βαθμιαία στην έμφαση για τη ματαθανάτια ύπαρξη. Καθώς παρατηρεί τη σχέση των ονείρων της με τον θάνατο κάποιων αγαπημένων προσώπων. Σιγά σιγά κάποια από τα απόντα πρόσωπα εμφανίζονται στον ύπνο της και της μιλούν. Της δημιουργούν την πεποίθηση ότι μπορεί να «επισκεφτεί» τον κόσμο του επέκεινα, μέσα από το όνειρο. Η αφηγήτρια ενήλικη, στην ωριμότητά της πλέον, θα συναντήσει πρόσωπα-ψυχές που γνώρισε όσο ζούσαν.
Αν όλο αυτό ακούγεται κάπως περίεργο και σκοτεινό, ο αναγνώστης πρέπει να ετοιμαστεί για μια αφήγηση φωτεινή, ιδιαίτερα στο Β΄ μέρος. Η αφηγήτρια από το Α΄ μέρος αποδομεί τον σκοτεινό κόσμο του θανάτου, με τον Αχέροντα, τον βαρκάρη και το νόμισμα, μέσα από το φίλτρο της σύγχρονης εποχής και των νέων συνθηκών. Οι ψυχές ακτινογραφούνται, για να βρεθεί η αλήθεια και η καθαρότητά τους. Επικοινωνούν μεταξύ τους με έναν αυτόματο μεταφραστή, έτσι ώστε η διαφορά της γλώσσας να μην είναι πρόβλημα. Ο θάνατος είναι μέρος του κύκλου της ζωής, οι ζωντανοί θρηνούν για την απώλεια, αυτοί που φεύγουν βρίσκονται σε μια ήρεμη κατάσταση, ειδικά εκείνοι που δεν είχαν κακίες και μίση στη ζωή τους. Ειδικά σε αυτή τη φάση του επέκεινα, που στοιχεί, κατά κάποιον τρόπο, στο Καθαρτήριο του Δάντη. Εκεί και οι δίκαιοι και οι άδικοι αναμετρώνται με την αγάπη και, ανάλογα με το πόσο τη δέχονται, προχωρούν στην αιώνια ζωή.
Βασικός «ξεναγός» στον κόσμο του πιο πέρα είναι ο θείος Αντώνης. Με το χιούμορ, τον στοχασμό και την ήρεμη ματιά του. Που θα τη διαβεβαιώσει ότι η Κόλαση είναι στο μυαλό και ο Παράδεισος στην ψυχή – αναφορά στον Σαίξπηρ. Σε όλο αυτό το Α΄ μέρος, το χιούμορ και η ελαφράδα της προσέγγισης δίνουν το στίγμα σε όλο το κείμενο.
Η συγγραφέας, μέσα από την αφηγήτρια, σχεδιάζει μια Νέκυια, τη δική της Νέκυια, που καμία άλλη σχέση δεν έχει με την ομηρική από τη συνάντηση με τις ψυχές. Χωρίς θρήνο και σκοτάδι, η αφηγήτρια θα συναντηθεί και θα συνομιλήσει με γείτονες που γνώριζε, με πρόσωπα που θα ήθελαν να της αφηγηθούν ή να εξομολογηθούν περιστατικά και γεγονότα που δεν πρόλαβαν να της πουν ή να κάνουν γνωστά.
Όπως την πληροφορεί ο θείος Αντώνης, οι απόντες συγκεντρώνονται σε μια αυλή με ένα μικρό αμφιθέατρο, το όμορφο σκηνικό που προαναφέρθηκε. Εκεί η αφηγήτρια θα τους συναντήσει, ένα ένα πρόσωπο, και θα ακούσει το κομμάτι της ζωής τους που θέλουν να της εμπιστευτούν.
Στο δεύτερο μέρος η αφηγήτρια συναντά γείτονες από το παρελθόν της νεανικής ηλικίας της, με ξεναγό τον θείο Αντώνη. Στο τρίτο μέρος συναντά συγγενείς, με ξεναγό τη γιαγιά Κατίνα. Ο τίτλος της κάθε αφήγησης είναι το όνομα του προσώπου, αλλά υπάρχει και υπότιτλος, που συμπυκνώνει κάποια βασική του ιδιότητα ή τον πυρήνα της αφήγησής του. Για παράδειγμα:
«Βάσω.
Το σώμα δεν είναι φυλακή»
Γίνεται αναφορά στο επόμενο πρόσωπο με το κλείσιμο μιας αφήγησης, το οποίο παίρνει τη σκυτάλη για τη δική του ιστορία ή εξομολόγηση.
Χωρίς να έχει τη σατιρική-σαρκαστική διάθεση των Νεκρικών διαλόγων του Λουκιανού, η Χρυσαφίδου κρατά τη φωτεινότητα στην αφήγηση. Χωρίς να είναι απούσα η συγκίνηση, δεν υπάρχει ίχνος υπερβολής και μελοδραματισμού. Η νοσταλγία είναι παρούσα σε μια συνθήκη που γυρνά την αφηγήτρια στα εφηβικά και νεανικά της χρόνια. Ωστόσο, η νοσταλγία δεν ξεπερνά το μέτρο, είναι ελεγχόμενη και δεν επηρεάζει την ισορροπία του όλου σκηνικού.
Κυρίως στο Β΄ μέρος. Γιατί στο Γ΄, με την εμφάνιση των συγγενικών προσώπων, το κλίμα βαραίνει, εφόσον οι ιστορίες γίνονται όχι μόνο πιο προσωπικές, αλλά και πιο τραγικές, καθώς δένονται με δύσκολες φάσεις της Ιστορίας. Η Μικρασιατική καταστροφή, ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η κατοχή, ο εμφύλιος. Και εδώ βέβαια η ηρεμία στην αφήγηση των γεγονότων, η ανάδειξη των συναισθημάτων χωρίς υπερβολές, η στωικότητα των προσώπων απέναντι σε αυτά που σφράγισαν τη ζωή τους ή/και την τελείωσαν πρόωρα, καθιστούν την αφήγηση φορτισμένη συναισθηματικά αλλά όχι υπερβολική, με μια αύρα ευγένειας και αγάπης για την όση ζωή έζησαν. Το συναίσθημα υπάρχει αυθεντικό, χωρίς να εκβιάζεται με τεχνάσματα. Άλλωστε, και η ξεναγός γιαγιά Κατίνα υπήρξε μια ενδιαφέρουσα στωική προσωπικότητα.
Οι μορφές που εμφανίζονται μία μία και παίρνουν τον λόγο μιλούν, στο μεγαλύτερο μέρος της αφήγησή τους, με μονόλογο. Μοιάζουν θα έλεγα με θεατρικά πρόσωπα, που αρθρώνουν τον μονόλογό τους. Με δεδομένο μάλιστα το σκηνικό, ίσως και να θυμίζουν πρόσωπα τραγωδίας. Σίγουρα βέβαια διαβάζονται και ως επιμέρους αφηγήματα, καθώς αυτονομούνται και συναποτελούν τη συνολική αφήγηση.
Στις Σημειώσεις της, η συγγραφέας αναφέρεται σε έργα που επηρέασαν τη γραφή του συγκεκριμένου έργου. Εκτός από τις προφανείς οφειλές στον Όμηρο, στον Δάντη και στον Λουκιανό, δίνονται αναλυτικά έργα που αποτελούν φανερή ή περισσότερο υπόγεια διακειμενικότητα στη συγγραφή.
Ένα απόσπασμα από την αφήγηση «Ελένη. Πιο πέρα από το πέρα»:
Αυτό ήταν που με πονούσε περισσότερο. Ότι σιγά σιγά χανόταν η μορφή του Δημητρού μου. Έμενε μόνο η αίσθηση της παρουσίας του, της κοινής μας ζωής. Μας έβλεπα από το παρόν που βίωνα, σαν να ήμασταν δυο άλλοι. […]
Τη μέρα εκείνη το πήρα απόφαση. Έβγαλα από το μπαούλο τη θρακιώτικη φορεσιά μου, τη φόρεσα με προσοχή, έπλεξα τα μαλλιά μου γύρω από ο κεφάλι μου, μαραμένο πυρόξανθο στεφάνι, και κατηφόρισα την Αγία; Σοφίας. Η πόλη μόλις ξυπνούσε κι εγώ, με τον ήλιο της ανατολής κατακόκκινο στην πλάτη μου, βούτηξα στα παγωμένα νερά του Θερμαϊκού. «Είσαι η ανατολή και η δύση μαζί. Η θάλασσα και η στεριά».
(«Η Ελένη. Πιο πέρα από το πέρα», Γ΄ Μέρος, σ. 171)
Στο προηγούμενο έργο της Αυγά μηλάτα. Η γραμματική των νεανικών μου χρόνων (εκδ. Μπαρμπουνάκης, 2020), η Αναστασία Χρυσαφίδου συνδυάζει μορφοσυντακτικά φαινόμενα με μνήμες των νεανικών της χρόνων, έτσι που διδασκαλία να πηγάζει μέσα από τα κείμενα και την αφήγηση.
Στο παρόν βιβλίο της επιχειρεί ένα δύσκολο εγχείρημα, που το πραγματώνει με επιτυχία. Δημιουργεί ένα σύμπαν με βάση τον φιλοσοφικό στοχασμό. Και μέσα σε αυτό στήνει ένα σκηνικό, για να συνομιλήσει με τον κόσμο του επέκεινα. Με βασικό ιστό τη φωνή της αφηγήτριας, πολλές άλλες φωνές ακούγονται, η καθεμιά ευδιάκριτη με την ιδιαιτερότητά της. Με μονολόγους που μοιάζουν θεατρικοί. Με την αφήγηση να απαιτεί και να κερδίζει συγγραφικά.