
Όχι, αυτό το βιβλίο (εκδόσεις Ίκαρος, 2024, ISBN: 9789605727185) δεν περιέχει κάτι σχετικό με τη σύντομη ποιητική μορφή που αναφέρει ο τίτλος του. Ο όρος χαϊκού παραπέμπει μάλλον στη συστηματική αναφορά των χαϊκού στη φύση, η οποία γίνεται σε αυτό το βιβλίο εξίσου συστηματικά, χρησιμεύοντας ως το εφαλτήριο αναστοχασμών για την ίδια την ίνα της ανθρώπινης αυτή τη φορά φύσης.
Στην πρώτη ενότητα, που επιγράφεται «Μαύρο χαϊκού» όπως ολόκληρη η συλλογή, το άτιτλο (όπως όλα αυτής της ενότητας) εναρκτήριο ποίημα περιέχει αμέσως την ανατροπή: «Είδα δύο σκουλήκια να περνούν/ δίπλα από ένα κόκαλο, είπε ο πατέρας μου./ Ήταν νεκρός και απλώς συζητούσαμε/ (Το όνειρο αυτό είναι πραγματικό/ και κάθε ομοιότητα με την ποίηση εντελώς τυχαία)». Συνεχίζοντας κανείς να διαβάζει, διαπιστώνει πως στην πραγματικότητα το ποίημα περιέχει μια σειρά από ανατροπές που εισάγονται ομαλά, σχεδόν φυσικά (χωρίς σε τίποτα να χάνουν από τον αιφνιδασμό που προξενούν) με τον τρόπο που η μία σκέψη διαδέχεται την άλλη. Θα μπορούσε να είναι stream-of-consciousness poetry, αν οι μεταβάσεις δεν ήταν τόσο δουλεμένες και θα δώσω αμέσως ένα παράδειγμα: το ποιητικό υποκείμενο λέει πως τρόμαζε «μικρή με τα σκουλήκια/ άλλαζ[ε] πορεία όταν τα συναντούς[ε]» γιατί «έμοιαζαν με φλέβες που σέρνονται στο χώμα […] μαζί κι αυτή η φρικιαστική/ κυματοειδής κίνησή τους/ όταν όλη η ύπαρξη ορμάει προς τα μπρος/ σχεδόν αδειάζοντας ό,τι απομένει» για να πει στην επόμενη στροφή: «Αργότερα σκέφτηκα ότι έτσι μετακινείται ο χρόνος». Σκέψη τη σκέψη, το ποιητικό υποκείμενο αρχίζει να στοχάζεται για τη θρησκεία για να οδηγήσει στην καταληκτική στροφή, όπου διαπιστώνει ότι «το ίδιο το σώμα έχει ανάγκη από Θεό» για να κατεναύζει τη «μέσα σφαγή».
Έτσι εφορμούνται τα περισσότερα ποιήματα στο βιβλίο, από μια φαινομενικά άσχετη, εγκυκλοπαιδική σχεδόν, αφορμή για να καταλήξουν σε διαπιστώσεις περί της ύπαρξης, περί της αλήθειας, περί της ίδιας της ζωής. Των ποιημάτων της ενότητας παρεμβάλλονται αριθμημένα δίστιχα ή τρίστιχα ποιήματα, σαν αντιφώνηση, όπου υπογραμμίζονται άλλες συνιστώσες της ανθρώπινης ύπαρξης, για παράδειγμα: «2.1. Ας εμπιστευτούμε τη στατιστική:/ 90% του εαυτού μου είναι σκοτεινή ύλη».
Η σκοτεινή ύλη που απαρτίζει τη συντριπτική πλειονότητα της ύπαρξής μας δίνει και τον τόνο της, εξηγώντας γιατί ο εαυτός ανέκαθεν υπήρξε το πιο ανεξερεύνητο και το πιο ολισθηρό έδαφος που προσπαθήσαμε να πατήσουμε. Το ποίημα που ακολουθεί το δηλώνε άλλωστε ευθαρσώς: «Η Ιστορία συχνά παραλείπει μια σημαντική λεπτομέρεια./ Ότι στο μεγαλύτερο μέρος της οι άνθρωποι υπήρξαν/ χωρίς ξεκάθαρη εικόνα του εαυτού τους». Οι διάφοροι καθρέφτες που χρησιμοποίησαν ανά τους αιώνες για να κοιτάζονται δεν έδιναν «παρά μια θαμπή αντανάκλαση», αλλά ακόμη κι αυτή δεν ήταν ποτέ ανώδυνη: «…οι αντανακλάσεις/ έχουν την τάση να ορμάνε καταπάνω σου». Ακόμη και όταν σε δείχνουν θαμπά, κυρίως όμως όταν σε δείχνουν ξεκάθαρα. Γιατί, τι δείχνουν;
Στο ποίημα της σελίδας 30, η ποιήτρια δίνει την απάντηση, επανερχόμενη στο ζήτημα του καθρέφτη και των αντανακλάσεων για να διαπιστώσει πως «οι βεβαιότητες αλλάζουν τόσο εύκολα» και να αναρωτηθεί αμέσως μετά τι θα γινόταν αν είχαμε δύο ήλιους και, κατ’ επέκταση, δύο σκιές. Θα κάναμε λιγότερη χρήση του δυαδικού συστήματος σκέψης; «Θα βρίσκαμε άραγε άκρη/ μ’ αυτή την υπεροπτική πεποίθηση/ ότι απ’ όλη την απέραντη χώρα μέσα στον καθρέφτη/ ακριβώς ο εαυτός μας σε πρώτο πλάνο/ θα μιλήσει;». Γιατί πιστεύουμε ότι έχουμε την πρωτοκαθεδρία μέσα στην πολυσχιδία και την πολυπλοκότητα της φύσης που μας παραδόθηκε. Γιατί πιστεύουμε ότι έχουμε το ελεύθερο να διαμορφώνουμε το άκτιστο που παραλάβαμε κατά το δοκούν, αλλοιώνοντας ή ακόμα και καταστρέφοντάς το. Αυτή είναι η αντανάκλαση που μας επιστρέφει ο καθρέφτης: είμαστε άμυαλα, αιμοσταγή, εγωκεντρικά παράσιτα.
Η συλλογή μιλάει για την ανθρώπινη ηλιθιότητα, για την τάση μας προς πόλωση, για τις κοινωνικές κατασκευές που θεωρούμε αληθινές: «σκοπός του μυαλού είναι να ελαττώνει/ την περιπλοκότητα του έξω κόσμου/ περιορίζοντάς τον σε ό,τι είναι χρήσιμο στο σώμα» (σελ. 35). Κι ας οδηγεί αυτή η ελάττωση στον αφανισμό του κόσμου, άρα εντέλει και στη δική μας εξαφάνιση.
Σημαντική συνιστώσα της συλλογής αποτελεί η ολοένα επανερχόμενη διερώτηση του σε τι ωφελεί η πίστη σε κάποιον Θεό, αφού έχουμε θεοποιήσει τον ίδιο τον εαυτό μας και δεν ακούμε τίποτα πέρα από τις ανάγκες και τα θέλω του σώματος: «Είπαμε: τη μεταφυσική τη θέλουμε/ μόνο και μόνο για να μη μας κόψουν/ στο τέστ του Τούρινγκ». Να περνάμε δηλαδή για άνθρωποι με πίστη σε κάτι ανώτερο και όχι για τα αυτιστικά ρομπότ που είμαστε στην πραγματικότητα.
Η δεύτερη ενότητα του βιβλίου επιγράφεται «Έγγραμμα». Τα πέντε ποιήματα που την απαρτίζουν έχουν τίτλους και δεν παρεμβάλλεται καμία αντιφώνηση. Η στοχαστική διάθεση με την οποία αντιμετωπίζεται η ανθρώπινη φύση εμμένει και εδώ.
Στο εναρκτήριο ποίημα της ενότητας «Είμαι ρόδο», η πρώτη στροφή αντικρίζεται με την τελευταία. Κι έτσι, η «ανάποδη έκρηξη» που είναι το ρόδο, η οποία «καταβροχθίζει τις προϋποθέσεις» της και «ορθώνει τον εαυτό» με τον εαυτό της, γίνεται ο άνθρωπος ο οποίος «γεννάει τις προϋποθέσεις» του, μα «είναι οι κύκλοι του νερού/ που [τον] κάνουν πέτρα».
Στο ποίημα «Μόνο οι πεινασμένοι μιλάνε», ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια άλλη πικρή διαπίστωση: «Με κάποιον τρόπο οι άνθρωποι καταφέρνουν/ να πολεμάνε ακόμα και στις ερήμους». Γιατί θα μπορούσαμε να είμαστε χελιδόνια, είμαστε όμως νυχτερίδες που μοιράζονται με τα χελιδόνια τον ίδιο ουρανό. Δυστυχώς εμείς επιζούμε, ως ασχημονούντες, κατακλυζόμενοι από μια χαρά «αποκρουστική, χυδαία».
«Το ζήτημα είναι/ να μη σε απορροφήσει το φόντο», όπως διατείνεται το ποίημα «Πόρφυρας ή εγκώμιο της καθημερινής κολύμβησης». «Αξίωμα θέσης: μη σταματάς», όπως παρακινεί παρακάτω. Μη σταματάς, γιατί – αν σταματήσεις – θα πρέπει να αναλογιστείς τι στην ευχή κάνεις, να απορρίψεις το αφήγημα του κυνηγημένου από τη φύση που πρέπει να προστατέψει τον εαυτό του, να δεις τα εγκλήματα που διαπράττεις: «Ό,τι σε κυνηγάει σου δινει σχήμα/ Ό,τι σε κάνει εσύ σε σκοτώνει».
Η τρίτη και τελευταία ενότητα «Don’t panic. It’s a thought experiment” περιέχει έξι ποιήματα σε διαδοχική αρίθμηση, χωρίς τίτλους, και ένα τελευταίο που κλείνει το βιβλίο και φέρει τον τίτλο «Οι δύο δάσκαλοι». Φυσικά όλα διαπερνώνται από τα ίδια ερωτήματα και τις ίδιες διαπιστώσεις όπως οι προηγούμενες ενότητες, είναι όμως πιο αλληγορικά.
Το ποίημα με τον αριθμό 2, για παράδεγμα, μιλά για κουρδιστές μηχανές του 18ου αιώνα. Πιο συγκεκριμένα για τρεις που το ποιητικό υποκείμενο «νιώθ[ει] έντονα να συμβολίζουν κάτι». Κι αυτό το κάτι αναπόδραστα αφορά την ανθρώπινη φύση. Μία από τις μηχανές είναι ο Τούρκος, μια «ξύλινη αντρική μορφή, ντυμένη ανατολίτικα, που έπαιζε σκάκι». Όμως δεν ήταν καν μηχανή, αλλά απάτη. Μέσα της ήταν κρυμμένος κάποιος «μικρόσωμος άνθρωπος, πιθανόν νάνος» για τον οποίο δεν ξέρουμε τίποτα, εκτός του ότι έπαιζε καλό σκάκι. Ο Τούρκος μιλάει για την πονηριά και την ανηθικότητα που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος και του επιτρέπει να ξεγελά συστηματικά, προκειμένου να πετυχαίνει τους σκοπούς του. Μία άλλη μηχανή είναι η Πεπτική Πάπια που τρώει σπορους και τους αφοδεύει. Η Πεπτική Πάπια είναι υπενθύμιση της χοϊκότητας του ανθρώπου και των κοινών σημείων που έχει με κάθε άλλο πλάσμα: «είναι σωλήνας: σχήμα με δύο τρύπες, εισόδου και εξόδου», όπως αναφέρεται και στο ποίημα υπ’ αριθ. 6. Η τελευταία μηχανή είναι ο Κουρδιστός Μοναχός, «που έλεγε τις προσευχές του ακούραστα είκοσι τέσσερις ώρες το εικοστετράωρο». Αυτός αποτελεί ευθεία αναφορά στον μηχανικό τρόπο με τον οποίο πιστεύουμε στον Θεό χωρίς στην πραγματικότητα να κατανοούμε τίποτα, χωρίς στην πραγματικότηα να διαθέτουμε υπερβατική διάσταση ούτε μεταφυσική ικανότητα, επειδή μας παραδόθηκε σαν συνήθεια.
Στο ποίημα που κλείνει το βιβλίο, δύο άνθρωποι πηγαίνουν στον ίδιο δάσκαλο και παραπονιούνται για το ίδιο πράγμα. Ο δάσκαλος δίνει την ίδια απάντηση και στους δύο, όμως ο ένας φεύγει οργισμένος και ο άλλος ανακουφισμένος. Η ζωή ολόκληρη είναι θέμα οπτικής… προλαβαίνουμε ακόμη να την αλλάξουμε.
Το Μαύρο χαϊκού κυκλοφόρησε ταυτόχρονα στα ελληνικά, στα βουλγαρικά και στα αγγλικά. Μακάρι να μεταφραστεί σε πολλές ακόμη γλώσσες και το μήνυμά του να προβληματίσει όσο γίνεται περισσότερους ανθρώπους.