“Η τελευταία αρκούδα του δάσους” του Άκη Παπαντώνη
Χριστίνα Λιναρδάκη

Το παιδικό τραύμα της απώλειας του πατέρα που είναι αδύνατο να ξεπεραστεί και ολοένα επανέρχεται σαν άλυτο πάντα ζήτημα: αυτή είναι η βαθύτερη αιτία για όσα συμβαίνουν στην τελευταία αρκούδα του δάσους του Άκη Παπαντώνη (εκδόσεις Κίχλη, 2023), μια νουβέλα με χαρακτηριστικά bildungsroman.

Ο Θοδωρής είναι ο μικρότερος γιος μιας οικογένειας από την οποία λείπει ο πατέρας – απλώς μία μέρα την εγκατέλειψε. Τα υπόλοιπα μέλη της είναι ο μεγαλύτερος γιος, Νίκος ή Νικηφόρος, η μητέρα και ένας παππούς. Τίποτα μέσα σε αυτή την οικογένεια δεν λειτουργεί σωστά, εξαιτίας κυρίως της απουσίας του πατέρα, η οποία είναι υπεύθυνη για την εμφάνιση πλειάδας άλλων δεινών.

Ο Θοδωρής είναι ένας ευαίσθητος άντρας. Δεν ξέρω πώς να τον χαρακτηρίσω καλύτερα. Προσωπικά, μου απέδειξε (σαν ύπαρξη, έστω και κατασκευασμένη) ότι ορισμένοι άντρες μπορεί πράγματι να έχουν μεγάλο ψυχικό βάθος και ευαισθησία – κάτι για το οποίο ήμουν εξαιρετικά δύσπιστη και ξέρω ότι αυτό που λέω ακούγεται σεξιστικό. Όμως να που ο Παπαντώνης μου έτριψε την άποψή μου στη μούρη, δημιουργώντας αυτόν τον ευαίσθητο, βαθιά ανθρώπινο, καθόλου δήθεν χαρακτήρα.

Κατά τα λοιπά, η πλοκή του βιβλίου περνάει μέσα από δύσκολα από ιστορικής πλευράς χρόνια, τα οποία αναγκάζουν τους δύο γιους να ακολουθήσουν αποκλίνουσες πορείες. Ο Νίκος, που στο μεταξύ μεταμορφώνεται σε Νικηφόρο, σκληρός και βαρύς, στρέφεται στον εθνικισμό και μάλιστα πολεμά εθελοντικά στο όνομά του, μάλλονυπερθεματίζοντας στην προσπάθειά του να κρύψει ένα μυστικό το οποίο προφανώς τον διαμελίζει εσωτερικά: την ομοφυλοφιλία του που κρατά κρυφή απ’ όλους. Ο σεξουαλικός του προσανατολισμός δεν είναι αναφέρεται ρητά στο βιβλίο, συνάγεται όμως από διάφορα στιγμιότυπα: μια αδιευκρίνιστη σκηνή με κάποιον κολλητό συμμαθητή του, από τον οποίο ξέκοψε για πάντα αμέσως μετά, ή την αδυναμία του να συνευρεθεί ερωτικά με μια κοπέλα που του υπέδειξε το κόμμα. Ένα τέτοιο εσωτερικό ασυμβίβαστο είναι αρκετό για να σχίσει στα δύο τον ψυχισμό ενός ανθρώπου και, αν όχι να τον σχίσει, σίγουρα να τον κλονίσει συθέμελα. Έτσι, ο μεγάλος αδερφός, που θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν αντίβαρο του πατρικού προτύπου για τον μικρότερο αδερφό του, τρέπεται κι αυτός σε φυγή. Χωρίς κανείς να ξέρει τον λόγο ή τον προορισμό. Επισκέπτεται βέβαια περιστασιακά τον αδερφό του, μέσα σε άκρα μυστικοπάθεια, αφήνοντας πίσω του ακόμη περισσότερα ερωτηματικά.

Στον αντίποδα των δύο αγοριών, υπάρχει μια μητέρα που δεν μιλάει ποτέ. Ήταν ίσως ο τρόπος της γενιάς της να ξεπερνάει το τραύμα χωρίς να αναφέρεται ποτέ σε αυτό – μόνο που έτσι έμεινε απλώς κουκουλωμένο και εσαεί αθεράπευτο, οδηγώντας σε συναισθηματικές αναπηρίες την ίδια και τους γιους της.

Ο παππούς, τον οποίο συναντάμε ανοϊκό και λίγο πριν το τέλος του, ήταν ένας μαλακός άνθρωπος που συνθλίφθηκε από το βάρος της αποτυχίας του γάμου της κόρης του και δεν μπόρεσε ποτέ να δράσει σαν αντιστάθμισμα της φυγής του πατέρα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τόσο ο ίδιος όσο και η κόρη του δεν έκαναν πάντα ό,τι καλύτερο μπορούσαν για τον Νίκο και τον Θοδωρή. Το σκηνικό όμως ήταν εξαρχής καταδικασμένο: οι σχέσεις ανάμεσά τους έμεναν ενεές, ακρωτηριασμένες, συνθέτοντας έτσι το απαράμιλλο σκηνικό της προβληματικής ελληνικής οικογένειας όπου τα παιδιά εγκλωβίζονται, αφού δεν νοείται να ξεφύγουν από την πατρογονική εστία.

Οι προμετωπίδες των κεφαλαίων είναι αποκαλυπτικές του θηρίου στο οποίο μεταμορφώθηκε τελικά ο Νικηφόρος και συνιστούν τη μόνη ηχηρή απάντηση που δίνει το βιβλίο στις αγωνίες του Θοδωρή για τον αδερφό του και της μητέρας τους για τον γιο της. Αγωνίες που κατά τα άλλα μόνο ψηλαφούνται, δεν διατυπώνονται ποτέ, και απαντήσεις που απλά νιώθονται και δεν καταδηλώνονται ποτέ.

Είναι φανερό πως ένα βαθύ, ανεπούλωτο τραύμα είναι ικανό να κόψει όλους τους δρόμους, ακόμη και το νήμα της ζωής – εν προκειμένω του Νικηφόρου που δεν άντεξε τις ίδιες του τις αντιφάσεις, τη ζωή στη φυλακή, τη σιωπή στην οποία είχε καταδικάσει τον εαυτό του.

Όμως ο Θοδωρής, που στο μεταξύ έχει ενηλικιωθεί, πρόλαβε να αρθρώσει, μέσα του τουλάχιστον, τις «σωστές» ερωτήσεις;

 

«Γιατί έφυγες κι ύστερα ξανάφυγες και μετά ξανά και ξανά και ξανά;

Γιατί προτίμησες να βοηθήσεις κάποιους άλλους, ξένους, κι όχι εμένα ή τη μάνα;

Ήθελες όντως να πολεμήσεις;  Ήθελες να σκοτώσεις; Δεν με νοιάζει αν το έκανες, μόνο αν το ήθελες θέλω να ξέρω.

Δείξε μου τα σημάδια σου από τον πόλεμο. Πού είναι; Δείξ’ τα μου.

Σκέφτηκες ποτέ πως η απουσία σου είναι κι αυτή ένας πόλεμος στον οποίο δεν ήθελα να μπλεχτώ;»

 

Ένα σιωπηλό μα ηχηρό τραύμα.

Εν αντιθέσει με την πλειονότητα του αναγνωστικού κοινού, ο Καρυότυπος του Παπαντώνη δεν με είχε ενθουσιάσει τόσο. Επειδή ασχολούμαι περισσότερο με την ποίηση, δεν είδα καν την έκδοση ενός άλλου του βιβλίου ενδιάμεσα. Αν μπορώ πάντως να πω κάτι με βεβαιότητα τώρα, αυτό είναι ότι τουλάχιστον Η τελευταία αρκούδα του δάσους τον τοποθετεί στο πλαίσιο των αξιόλογων συγγραφικών φωνών της εποχής μας.

Περισσοτερα αρθρα