Η ποιητική συλλογή Έγγραμμα του Βασίλη Παυλίδη (Αρμός, 2019) είναι μια σύνθεση με χαρακτηριστικά στοχαστικής γραφής, πολιτικού υπαινιγμού και υπαρξιακής ανησυχίας. Το έργο διαρθρώνεται ως μια συνεχής συνομιλία ανάμεσα στο προσωπικό βίωμα και τη συλλογική εμπειρία, αναζητώντας τη θέση του υποκειμένου μέσα σε έναν κόσμο που μεταλλάσσεται ραγδαία.
Ο τίτλος «Έγγραμμα» λειτουργεί με διπλή σημασία: αφενός ως το υλικό αποτύπωμα της γλώσσας, της μνήμης και της εμπειρίας, και αφετέρου ως υπόρρητη υποταγή του ανθρώπου σε έναν κόσμο που έχει ήδη γραφτεί, έναν κόσμο προκαθορισμένων ορισμών και συστημάτων. Στο ενδιάμεσο, ο ποιητής επιχειρεί να διαπραγματευτεί την προσωπική και ποιητική του ταυτότητα.
Ως προμετωπίδα στο βιβλίο διαβάζουμε:
Πατρίδα
H γλώσσα στην οποία αισθάνεσαι
Η γλώσσα στην οποία σιωπάς
Η γλώσσα λειτουργεί ως χώρος ύπαρξης, ως όριο, δεν χρησιμοποιείται μόνο λεκτικά, αλλά και αισθητηριακά, είναι η γλώσσα που προηγείται της ομιλίας, ώστε να εντοπίζεται μια διάσταση απώλειας, ίσως και μια αδυναμία. Είναι η γλώσσα όπου η έκφραση σταματά, γιατί το αίσθημα ξεπερνά τον λόγο, ή γιατί σιωπά, γιατί η σιωπή είναι η μόνη ειλικρινής απάντηση, δηλώνοντας έτσι το ανείπωτο του πόνου ή της επιθυμίας, την αποξένωση, ή μια υψηλότερη μορφή αποξένωσης, όπου η σιωπή είναι πληρότητα.
Η συλλογή διατρέχεται από έναν έντονο προβληματισμό γύρω από τη σύγχρονη ανθρώπινη κατάσταση. Ο Παυλίδης θέτει στο επίκεντρο τον αστικό άνθρωπο – έναν κάτοικο της σύγχρονης πόλης που βιώνει ταυτόχρονα εγκλωβισμό και αλλοτρίωση. Στο ποίημα «Θεσσαλονίκη 2015», για παράδειγμα, η πόλη προσωποποιείται όχι απλώς ως φόντο, αλλά ως πεδίο υπαρξιακών συγκρούσεων. Οι δρόμοι της ζουν, οι σκιές της ντρέπονται, οι αγάπες πεθαίνουν. Ο θάνατος της πόλης δεν συντελείται βίαια, αλλά σιωπηλά, όπως ο προσωπικός θάνατος που δεν τον ομολογούμε, αλλά τον συνηθίζουμε.
Η πόλη έχει απορροφήσει μέσα της τη φθορά του έρωτα, τα δάκρυα των ανθρώπων και τη μοναξιά τους. Είναι ένα δοχείο συλλογικής μνήμης: Όσα έχουν συμβεί εντός της, όλα έχουν αφήσει ένα ίχνος.
Η επανάληψη του «Εσύ»: «Εσύ χάιδεψες», «Εσύ ποτίστηκες», «Εσύ παρηγόρησες», δείχνει τη βαθιά οικειότητα του ποιητικού υποκειμένου με την πόλη — σαν να είναι ο γονιός της, ο εραστής της, ο φίλος της, ο παρηγορητής της.
Ο ποιητής μιλά για το αναπόφευκτο, αλλά χωρίς να υποτάσσεται στη μοίρα. «Το μέλλον σου ήρθε τώρα / Δεν το περίμενες / Μα για το μέλλον δεν είναι ποτέ νωρίς / Δεν είναι ποτέ αργά». Η χρονικότητα διαλύεται: δεν υπάρχει σωστή στιγμή για να συμβεί το τέλος, όπως και δεν υπάρχει τέλεια στιγμή για να ζήσεις, ζεις μέσα στη ρωγμή του χρόνου.
Ο ποιητής δεν είναι απλώς μάρτυρας· είναι μέτοχος της ύπαρξης της πόλης. «Πόλη που και τη δική μου λαθραία ζωή δέχτηκες / Σου απευθύνομαι / Σου υποκλίνομαι». Την ευχαριστεί για την ανοχή και τη σιωπηλή αποδοχή της λαθραίας του ζωής, δηλαδή, εκείνης που δεν χώρεσε αλλού, που δεν είχε όνομα ή αναγνώριση, αλλά υπήρξε, έστω, σε αυτή την πόλη.
Η συλλογή «Έγγραμμα» αποτελεί επίσης ένα είδος προφορικής ιστορίας των αφανών· ζωγραφίζει τα χνάρια μιας ζωής χωρίς ηρωισμό, αλλά με τιμιότητα. Η μνήμη λειτουργεί ως κεντρικός μηχανισμός επιβίωσης. Ο Παυλίδης αναφέρεται τακτικά σε φιγούρες περιθωριακές ή κοινωνικά παραγκωνισμένες: άστεγοι, ξένοι, άνθρωποι της απομόνωσης. Στο ποίημα «Της γωνίας γείτονας», η αναγνώριση επέρχεται μόνο μετά θάνατον — μια σιωπηρή καταγγελία για τη διαρκή κοινωνική αποσιώπηση όλων των ευάλωτων και κατατρεγμένων.

Θα μπορούσαμε να δούμε το ποίημα αυτό ως σύγχρονη νεκρική ωδή, ένα ειρωνικό, αλλά τρυφερό επιτύμβιο, για έναν άνθρωπο ανέστιο, από εκείνους που πεθαίνουν χωρίς ταυτότητα, αλλά έχοντας τουλάχιστον υπάρξει.
Η πλατεία, χώρος κοινός, δημόσιος, λειτουργεί σε αντιδιαστολή με την προσωπική ζωή του ανθρώπου αυτού. Δεν πέθανε σε σπίτι, αλλά σε κοινή θέα, μα ωστόσο χωρίς να τον βλέπει κανείς.
Το χιόνι, που συμβολίζει την ηρεμία, τη σιωπή, την καθαρότητα αλλά και το ψύχος, γίνεται η τελευταία λευκή εμπειρία αυτού του ανθρώπου. Καμία αγκαλιά, κανένα σεντόνι – μόνο το χιόνι.
Ο ποιητής χρησιμοποιεί λογοπαίγνιο (συνάνθρωποι / ανάνθρωποι) για να δηλώσει την κοινωνική υποκρισία του πένθους. Η καλοσύνη είναι «απαρηγόρητη», δηλαδή ύποπτα υπερβολική — και άρα, μάλλον επιφανειακή.
Στον επίλογο, ο ποιητής επιστρέφει στον άνθρωπο. Όχι πια στη δημόσια τελετή, αλλά σε έναν άνθρωπο σιωπηλό, στο περιθώριο, αλλά γεμάτο εσωτερικότητα. Δεν ζητούσε την παρουσία των άλλων· ζητούσε απλώς μια γωνιά του ιερού.
Αυτό το ποίημα δεν είναι απλώς μια κοινωνική καταγγελία. Είναι το πορτρέτο ενός ανθρώπου που η ζωή του θεωρήθηκε τίποτα, και όμως ήταν πλήρης.
Δεν λείπει όμως από τη συλλογή και η θρησκευτική σημειολογία (ποίημα Πάγια Πάθη), όχι η δογματική, αλλά εκείνη που στοχάζεται. Η «Μεγάλη Παρασκευή» παρατηρείται όχι μέσα από το πρίσμα του θείου δράματος, αλλά μέσω της σύγχρονης καταναλωτικής υστερίας. Ο Παυλίδης ασκεί κριτική στην υποκατάσταση του πένθους από τον εντυπωσιασμό, στην αντιστροφή των αξιών, όπου «Η ζωή εν τάφω» λειτουργεί ως ειρωνική κατακλείδα μιας κοινωνίας αποκομμένης από την πνευματικότητα.

Η γλώσσα εδώ αγγίζει τα όρια του λαϊκού σαρκασμού, αλλά με ένα εσωτερικό βάρος: δεν είναι απλώς κοροϊδία, είναι ένδειξη απελπισίας για το πού φτάσαμε.
Η τελευταία φράση είναι κλειδί. Παραπέμπει απευθείας στον επιτάφιο θρήνο: «Η ζωή εν τάφω…»
Ο ποιητής την απομονώνει, την αποκόπτει από το λειτουργικό της πλαίσιο και την τοποθετεί σαν λυγμό, σαν κραυγή, μετά από όλο τον θόρυβο.
Η ζωή εν τάφω δεν είναι μόνο ο Χριστός. Είναι ο πυρήνας της αλήθειας που χάθηκε κάτω από σακούλες, στιλάκια και πόζες.
Η γλώσσα του Παυλίδη είναι λιτή. Αν και καταφεύγει συχνά σε εικόνες και μεταφορές, η πρόθεσή του δεν είναι η αισθητικοποίηση αλλά η βιωματική καταγραφή. Αποφεύγει τα ρητορικά σχήματα και προτιμά μια δομή που θυμίζει στοχαστικά θραύσματα.
Η υφολογική ισορροπία μεταξύ ποιητικού και φιλοσοφικού λόγου εντοπίζεται σε πλήθος ποιημάτων, όπως εκείνο που αναφέρεται στη γλώσσα ως κατεξοχήν φορέα του πάθους και της ανάμνησης:

Τα λεκτικά ζεύγη («λέξη–έλξη», «προφέρεται-προσφέρεται», «πόθος-πάθος») λειτουργούν ως νοηματικά δίπολα που ορίζουν το πεδίο της υπαρξιακής ταλάντωσης. Κάποιος ρίζωσε μέσα από τη συνάθροιση λέξεων τη συνομιλία, την παρουσία στην ομιλία.
Η λέξη έγινε έλξη. Το πάθος γίνεται προσφορά — μέσα από τη γλώσσα.
Η ποίηση του Παυλίδη είναι ιδεολογική, όχι όμως με την έννοια της πολιτικής στράτευσης, αλλά με όρους ηθικής και ανθρωπολογικής ευαισθησίας. Το ποιητικό υποκείμενο δεν ενδιαφέρεται να υπερασπιστεί μια ταυτότητα· ενδιαφέρεται να κατανοήσει τον κόσμο στον οποίο του έμελλε να ζήσει. Η αμφιθυμία είναι εμφανής – τα ποιήματα δεν κλείνουν με απαντήσεις, αλλά με ερωτήματα, διαψεύσεις ή σιωπές.
Ο ίδιος ο ποιητής σε ένα από τα τελευταία ποιήματα δηλώνει με ειρωνική διαύγεια:
«Όταν τα καταφέρω, θα γράψω ένα ποίημα / Χωρίς επίθετα στον λόγο… / Με σχήματα λόγου που δε θ’ ασχημονούν αλόγιστα».
Πρόκειται για μια δήλωση ποιητικής πρόθεσης με μελλοντολογική ταπεινότητα, που συνοψίζει και την ευρύτερη στάση του απέναντι στην τέχνη: να γράφει όχι για να εντυπωσιάσει, αλλά για να επικοινωνήσει.


