
Η συγγραφέας της παραπάνω νουβέλας είναι πρωτοεμφανιζόμενη στο εκδοτικό γίγνεσθαι της χώρας μας. Με σπουδές αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ στο βιογραφικό της σημείωμα, όπως διαβάζω στο εσώφυλλο της πρόσφατης έκδοσης, ζει και δραστηριοποιείται επαγγελματικά στο Ηράκλειο της Κρήτης. Αυτό που κάνει εντύπωση και αξίζει, με την ευκαιρία, να σημειωθεί είναι ότι στο παρελθόν έχει διακριθεί σε διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχει αποσπάσει επαίνους και βραβεία για τα κείμενα με τα οποία συμμετείχε σε αυτές τις εκδηλώσεις.
Επανερχόμενοι όμως στο παρόν βιβλίο της “Μις Σάλιβαν” (εκδόσεις Βακχικόν, 2025, ISBN: 9786182311882), εδώ ερχόμαστε σε επαφή με την κύρια πρωταγωνίστριά του, την Μις Σάλιβαν, μια γυναίκα περασμένης πιθανότατα ηλικίας, η οποία διαμένει μονάχη στο εσωτερικό του σπιτιού της παρέα με τις αράχνες οι οποίες πλημμυρίζουν ποικιλοτρόπως το περιβάλλον της. Στην πραγματικότητα οι τελευταίες είναι το ερέθισμα, το έναυσμα το οποίο θα προσδώσει την κινητήρια δύναμη στη συγγραφέα να ξεδιπλώσει και σκιαγραφήσει προσωπικούς ενδοιασμούς, μνήμες από τον ξεχασμένο χρόνο, πολλαπλές απώλειες, βαθύτερες επιθυμίες της, υφέρπουσες ενοχές, απαντήσεις σε ερωτήματα δικά της αλλά και πανανθρώπινα, στην πραγματικότητα.
Η όλη νουβέλα αποτελείται από μικρά κείμενα, μιας ή δύο σελίδων, με τον ανάλογο κάθε φορά τίτλο. «Ομολογώ, ότι τρέμω την απάντηση ότι μετά τη συνουσία οι θηλυκές καταβροχθίζουν τα αρσενικά», γράφει στο κεφάλαιο που επιγράφεται ‘Το γένος’, και συνεχίζει, «… Εμείς πάντως, οι άνθρωποι, εξοντώνουμε το θηλυκό. Ή μήπως συμβαίνει το αντίθετο; Με απασχολούν, να ξέρετε, αυτά πάρα πολύ. Ας πούμε εγώ, στη δική μου ιστορία, είναι θύμα ή θύτης;».
Είναι προφανές ότι η αράχνη αποτελεί το πρόσχημα, για να εξομολογηθεί η Θεοδοσία Μπίτζου, τον εσωτερικό της κόσμο και τις βαθύτερες ανησυχίες του, ως αλληγορία, σωστότερα. «Άραγε, οι αράχνες αγαπούν; Είναι εκλεκτικές στο φαγητό τους; Εάν πάρω μία αράχνη και την πάω σε άλλο δωμάτιο, θα γυρίσει πίσω; Και, ιδίως, γιατί άραγε κάθε επιθυμία γίνεται τροφή μιας αράχνης και περιμένει υπομονετικά να πέσει στα δίχτυα της;», γράφει κάπου αλλού. Και στα ‘Ταξίδια’ της, «Και ήθελα να σας ρωτήσω, από τη στιγμή που θα βρουν οι αράχνες το ‘σπίτι’ τους, τη γωνιά όπου φτιάχνουν το δίχτυ τους, το εγκαταλείπουν ποτέ; Εάν η περιοχή δεν είναι ικανή να τους προσφέρει την τροφή τους, πάνε σε άλλο σπίτι; Υπάρχει και κάτι άλλο, εκτός από την επιβίωση, που κινεί την αράχνη να μετοικήσει;», αναρωτάται.
Επίπονα ερωτήματα, ανθρώπινα κατ’ ουσίαν, στα οποία ακόμα δεν δόθηκε επαρκής και λογικοφανής απάντηση, ατομικές αστοχίες, ή ατολμίες άραγε, δυσάρεστες εμπειρίες και συμπεριφορές, πιθανολογούμενες ενοχές που οδήγησαν στην όψιμη δημιουργία δυσεπούλωτων συναισθηματικών πληγών. Έτσι ίσως να μην φαίνεται παράξενο και παράταιρο το γεγονός ότι η συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα έντομο, την αράχνη, η οποία ως γνωστόν εγκλωβίζει έξυπνα και αποτελεσματικά τον εχθρό της, ή όσους αντιπαθεί, στους κόλπους της, απ’ όπου δεν υφίσταται πιθανότητα εύκολης διαφυγής.
Ενδιάμεσα στα κεφάλαια της νουβέλας υπεισέρχονται κάποιες πληροφορίες που αφορούσαν τον φυσιοδίφη Λουί Βλαβόν και τις πολυποίκιλες ταλαιπωρίες του στα βάθη της ζούγκλας με τα έντομα αυτά. Όμως εκείνο που σημειώνει ο αναγνώστης αβίαστα, είναι ο «…φόβος για το παράξενο φαινόμενο υπερανάπτυξης της κοινότητας των αραχνών… τη ζούγκλα….εκεί που κάθε λεπτό, σε κάθε βήμα, ένας κόσμος σκοτώνεται για να ζήσει ένας άλλος», σε μια προφανή πρόθεση να κινητοποιήσει την αγωνία στον άνθρωπο για διάφορα ζητήματα που τον ταλανίζουν διαχρονικά.
Γιατί όπως ομολογεί οι αράχνες έχουν την ικανότητα να ξαναγυρίζουν με κάποιο μαγικό τρόπο και να ξεκινούν εκ νέου το έργο τους!


