Αν η πατρίδα και οι άνθρωποί της ως κοινότητα με κοινή καταγωγική και πολιτισμική εξέλιξη, δηλαδή ως έθνος, είναι καημός, και μάλιστα βαρύς, ο Δημήτρης Κοσμόπουλος στην ποιητική του συλλογή Έθνος εξαιρετικά (εκδόσεις Περισπωμένη, 2023) εκφράζει τον καημό αυτό με το εύρημα μιας μάρκας τσιγάρων, η οποία εμπεριέχει στην ονομασία της το «έθνος»: Έθνος εξαιρετικά. Κι αν στο τσιγάρο σημειολογικά ανατίθεται συχνά ο ρόλος της παρηγοριάς σε ώρες δύσκολες προσωπικές, τα συγκεκριμένα τσιγάρα υπερβαίνουν την ατομικότητα, καθώς, εξ ορισμού, αναφέρονται στο σύνολο του ελληνισμού. Η πρόθεση του ποιητή να πλεύσει στη θάλασσα του έθνους του, με σχεδία τα φερώνυμα τσιγάρα, είναι σαφής. Οι τρικυμίες ωστόσο της ίδιας θάλασσας ενεργοποιούν παράλληλα την επιφυλακτικότητά του και την κριτική του στάση απέναντι στην εθνική ρότα.
Η έναρξη της συλλογής, με το μότο του Εγγονόπουλου («Γιατί πρέπει να έχει ο στρατιώτης/ τα τσιγάρα του») αλλά και τους πρώτους στίχους («Με Έθνος εξαιρετικά και Σέρτικα Λαμίας/ νύχτες και νύχτες άκουγε μόνος στο παραγώνι/ τη γλώσσα της φωτιάς, τη ζωή του να παφλάζει/ να του μιλάει μ’ αλλιώτικη σιωπή και με τις λάμψεις»), είναι ενδεικτική των προθέσεων του Κοσμόπουλου. Η πορεία του έθνους διέρχεται και μέσα από τις στρατιωτικές του περιπέτειες, από τις φωτιές στα πεδία των μαχών, αλλά και μέσα από τις φωτιές που πυρπολούν εσωτερικά τον κάθε άνθρωπο. Ο Κοσμόπουλος κινητοποιείται από αμφότερες τις φλόγες, και κυρίως όταν αυτές διασταυρώνονται και συνυπάρχουν. Οι φωτιές των μαχών, οι φωτιές στο τζάκι, οι φωτιές εντός του ανθρώπου συναντούν την καύτρα των τσιγάρων, συνθέτοντας ένα σκηνικό ενδοσκόπησης. Η πολύτιμη διεργασία της ενδοσκόπησης τονίζεται από τον ποιητή με την πρόσδοση μιας ιερής διάστασης στο τσιγάρο: «Κι ακούγεται ως πέρα του τσιγάρου η μυρωδιά/ πώς ανεβαίνει το πρωί από το ποτάμι/ ν’ απλώνεται φτερούγα λιβανιά στα έρημα μέρη»· και «Φυσάει καπνό. Γύρω μυρίζει λιβανιά και Μεγαλοπαράσκευο». Ο καπνός του τσιγάρου είναι λιβανιά, είναι φτερούγα αγγελική, προστατευτική, κατανυκτική, γι’ αυτό και αγιοποιείται κι εξαγνίζεται από τον ποιητή.
Η «πάχνη της πίκρας πάνω από τη θάλασσα» κι ο «μόσχος», που ταυτίζονται με το τσιγάρο, ερμηνεύονται από τις ανατάσεις και τις καταπτώσεις που περιλαμβάνει το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι ιστορίες του Κοσμόπουλου. «Από Μπιζάνι – Εσκή Σεχίρ, στρατιώτης δέκα χρόνια», ο ποιητικός ήρωας αποδεικνύεται «του πόνου τρυγητής» όντας παρών σε κάθε κρίσιμη περίσταση: «[…] από τη Σμύρνη, τον Σαγγάριο, τη Μενεμένη./ Μια τρύπια χλαίνη απόμεινε πάνω μας ειμαρμένη.// Σκεπάζει τα ορφανά κορμιά, τα σπίτια, τα βουνά/ κι από τις τρύπες της φυσά της ιστορίας άμμος:/ Πίνδος, Βελούχι, Άγραφα, Λιοπέτρι, Πέργαμος». Βαλκανικοί πόλεμοι, μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, έπος του ’40, κατοχή και εμφύλιος. Μια ατελεύτητη σειρά περιπετειών, της οποίας ωστόσο το αντίκρισμα μόνο ασφαλές δεν είναι: «Τα εγγόνια σας θα λένε “ούτε ξέρω, ούτε τους είδα πουθενά”». Η τραγικότητα των συνθηκών κορυφώνεται όταν όσοι αφιέρωσαν τη ζωή τους στην πατρίδα αντιμετωπίζονται αργότερα ως «συμμορίτες», καθώς αφηγείται ο λογοτεχνικός ήρωας στο ποιητικό απόσπασμα «XXXVI [Ηχογράφηση, III]»:
«…Ήτανε το ’44, είχανε βγει πολλά παιδιά. Για το βουνό. Έφυγε ο μπάρμπας σου ο Βασίλης — “πού πας και μας αφήνεις;” του λέει η μακαρίτισσα, η μάνα του. Της σφεντόνισε το σκαμνί, θρύψαλα το παράθυρο. Έκλαψε ο Βασίλης φεύγοντας. Ερχόντουσαν νύχτα οι αντάρτες για ζωοθροφία. Δεν αφήνανε τίποτα. Την άλλη οι χίτες και τα τάγματα. Ξηλώναν τις σκεπές, δέρνανε κόσμο, για όπλα κρυμμένα.
»Μένα με πήρανε βράδυ. Στου Χατζή. “Μαρτύρα πού ’ναι ο γιος σου”. Βαρήγανε με το στειλιάρι. Δυο μέρες και δυο νύχτες. Λιγοθυμούσα, μπουγέλο με νερό. Δεκέμβρης μήνας. “Δεν ξέρω”. Τι να μαρτυρήσεις. Το παιδί σου;
»Το ’47 μας πιάσανε όλους. Τη γιαγιά σου χήρα, τον πατέρα σου οχτώ χρονώ. “Γονείς και συγγενείς συμμοριτών”. Με στείλανε Μακρόνησο. Κρύο, είχανε ένα τραπέζι. Φαντάροι Αλφαμίτες, γύρω σ’ έναν λοχαγό. “Τι ’σαι συ, ρε;” “Στρατιώτης είμαι. Δέκα χρόνια πολεμούσα. Για την Ελλάδα, στη Μικρασία”, του λέω.
»“Πάρ’ τον από μπροστά μου”, είπε.»
Άνθρωποι απλοί, που αφιέρωσαν τη ζωή τους στον αντικεμαλικό και τον αντιναζιστικό αγώνα, στερώντας τις ίδιες τους τις οικογένειες από τις υπηρεσίες τους, καταλήγουν να στιγματίζονται ως «συμμορίτες», να εξορίζονται στη Μακρόνησο από τους υποστηρικτές του φασισμού και να ελέγχονται για τη στάση τους, γεγονός που προκαλεί και την απάντηση του ήρωα αναφορικά με την ταυτότητά του στην αναγνωριστική ερώτηση του λοχαγού: «Στρατιώτης είμαι. Δέκα χρόνια πολεμούσα. Για την Ελλάδα, στη Μικρασία». Η σχέση του απλού ανθρώπου με την αγωνιστική παράδοση ενός αντιστασιακού φρονήματος, που εκδηλώνεται απέναντι σε κάθε κατακτητή, διατρανώνει την επιθυμία του να κρατήσει την κοινοτική ζωή μακριά από μικροκομματικές σκοπιμότητες. Για την αγνότητά του ωστόσο αυτή «πληρώνεται» με εξορία και διώξεις, σε μια τραγικά ειρωνική εξέλιξη, που κορυφώνει το δράμα του.
Σε τούτο το διαρκώς τραγικό ιστορικό πλαίσιο, όπου η ζωή κι ο θάνατος κινούνται αλληλένδετα («Φέγγουνε σύνεργα ζωής και σύνεργα θανάτου»), ο Κοσμόπουλος προβαίνει σε απολογισμό χαρακτηριζόμενο από την πίκρα και τη ματαίωση: «Κάποτε πέρναγα με τρένα, λεωφορεία./ Μα τώρα σταματώ στης πίκρας τις σαβάνες/ στης μνήμης άδεια οικόπεδα κι αλάνες». Οι αχανείς εκτάσεις της πίκρας και οι έρημες της μνήμης κουρελιάζουν την υπομονή, σωρεύοντας νέα χαλάσματα («Χαλάσματα στην εγκαρτέρηση,/ τρικλίζουνε»). Η επαναληπτικότητα της κατάστασης οδηγεί τον ποιητή στη διαπίστωση μιας σκληρής μοίρας, ενός μερίδιου ποτισμένου με αίμα, που εκκινεί με στόχο το αλεύρι και το ψωμί μα καταλήγει στα κόλλυβα: «Κι άλλοτε πεταλούδες με σκληρή τη μοίρα/ πέφτουνε πριν προλάβουν να πετάξουν./ Γιατί στα τρυφερά φτερά τους να χαράξουν// προλάβαν οι γεννήτορες πικρή μια κλήρα./ Κι αλέθονται, όπως στάρι για να στάξουν/ πάνω στα κόλλυβα, με αίμα, όσα χάσουν». Όσες γενιές, πάλι, αποφύγουν το κυριολεκτικό αίμα, καταλήγουν «μπανιστιρτζήδες» μιας βαλτωμένης πατρίδας-πόρνης: «αλλά κι εγώ και οι φορτηγατζήδες/ άναυδοι και τρεμάμενοι μπανιστιρτζήδες// δίνουμε το αίμα μας, σου τάζουμε παλάτια». Αντιδρώντας στη διολίσθηση, ο ποιητής απευθύνει προσκλητήριο σε μνημόσυνο νεκρών («Περνάνε με γυλιά και χλαίνες/ κι άστραμμα ανάβει-σβήνει το εθνόσημο χρυσό,/ φλόγα κεριού στο πούσι»), σκύβοντας ευλαβικά μπροστά τους: «Γονάτισε, γονάτισε ψυχή μου».
Η διαχρονικότητα της περιπέτειας, που επιτείνει και την τραγικότητά της, ενισχύεται από τον Κοσμόπουλο με τη διαρκή κινητικότητα στον χρόνο αλλά και τη σύμφυρση εποχών και παραδόσεων. Η κινητικότητα στον χρόνο αποκτά μάλιστα και υπερβατικές διαστάσεις, όταν οι ποιητικοί ήρωες επιστρέφουν στα πεδία των περιπετειών τους ακόμη και μετά τον θάνατό τους («Εδώ γυρίζουμε κρυφοί μες στα μουγγά βουνά, νυχτοήμερα στην Αρμυρή την Έρημο – δεν τέλειωσε ποτέ»), ενώ και η χλαίνη, παρά τη μεταφυσική υπόσταση των ηρώων, έχει καταστεί φύση τους («Τινάζει τον ώμο να μη φύγει η χλαίνη, πέφτει χιόνι η σιωπή του»). Η σύμφυρση των εποχών, πάλι, περιλαμβάνει βασικούς σταθμούς του ελληνισμού. Η εκκίνηση συσχετίζει τον Πρίαμο του Τρωικού πολέμου (ποίημα «Ο θρήνος του Πριάμου») με έναν σύγχρονο Πρίαμο της μικρασιατικής εκστρατείας, αλλά συσχετίζει επίσης και τα ματωμένα μικρασιατικά ποτάμια διαφορετικών εποχών, από τον τρωικό Σκάμανδρο μέχρι τον μικρασιατικό Σαγγάριο: «Μέσα στο σπίτι του περνάει ποτάμι μανιασμένο/ το βλέπει, πως στο διάβα του τίποτε δεν θ’ αφήσει.// Βλέπει τα σκοτεινά νερά να καίνε από αίμα/ τις αυταπάτες του μαδούν, τις αποδεκατίζουν./ Νερά του ’22, του ’49, φέρνουν αίμα και ψέμα/ φέρνουν κι αέρα φλόγινο και τη σιωπή γυαλίζουν». Σε άλλες στάσεις αναμένουν ο Γέρος, μια φιγούρα που θα μπορούσε να υπονοεί και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, αντιπροσωπεύει ωστόσο κι εκφράζει το ήθος της θυσιαστικής συλλογικής εμπειρίας που συντηρεί και συνέχει («Κι ένα παιδί θα συναντά την ώρα αυτή/ τον Γέρο/ να του μαθαίνει τ’ άγνωστα τα θερινά τραγούδια/ για πολιτείες αόρατες, χωριά και μοναστήρια/ εκεί βαθιά στα ουράνια χώματα/ παντοτινά κι η Αστυνομία να τους ψάχνει»)· αναμένουν επίσης τα κρεματόρια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου («ο κόσμος κολυμπάει στη γκριζάδα κρύου κρεματορίου») ή οι σύγχρονες διαδρομές των φορτηγών στις εθνικές οδούς («Γιατί ’ναι δίσκος η σελήνη ιερός/ όπου αποθέσαν οι ουρανοί την Κάρα την Τιμία./ Την ώρα εκείνη, όταν το κλάμα του αναβρύζει/ γάργαρος κόμπος της σιγής, στο τρυφερό λαρύγγι/ τον λιώνει γκαζωμένο φορτηγό./ Περνώντας με διακόσια»).
Οι συμφύρσεις, ως ποιητική πρακτική, αξιοποιούνται από τον Κοσμόπουλο και σε επίπεδο αισθήσεων. «Με Έθνος εξαιρετικά και Σέρτικα Λαμίας/ νύχτες και νύχτες άκουγε μόνος στο παραγώνι/ τη γλώσσα της φωτιάς, τη ζωή του να παφλάζει/ να του μιλάει μ’ αλλιώτικη σιωπή και με τις λάμψεις»: ο ήρωας «ακούει» τη γλώσσα της φωτιάς, συναιρώντας στο ρήμα «ακούω» τις αισθήσεις της όρασης, της ακοής και της όσφρησης, ενώ συναντά ενδεχομένως και τη σημασία «νιώθω» που προσδίδει ο Σολωμός στο «ακούω». Οι τεχνικές του ποιητή περιλαμβάνουν αντιστροφές (ενδεικτικά, το σονέτο «VII [Δίκην προοιμίου]», από τα εισαγωγικά ποιήματα της συλλογής, αν και αυτοσυστήνεται ως προοιμιακό, προδιαγράφει το τέλος και τον θάνατο), αντιθέσεις («Στην άκρη η χλαίνη του. Τραύμα που χαίνει» και «απ’ του θανάτου φέγγος κρυφά λαμπρυσμένη./ Με την οπή νωπή στο αριστερό της το πλευρό»: το φέγγος και η λαμπρότητα αντιτίθενται στον σκοτεινό θάνατο), παρηχήσεις («χλαίνη-χαίνει», «οπή-νωπή»), ομοιοτέλευτα («Μια τρύπια χλαίνη απόμεινε πάνω μας ειμαρμένη»), δισημίες («Με Έθνος εξαιρετικά και Σέρτικα Λαμίας/ νύχτες και νύχτες άκουγε μόνος στο παραγώνι/ τη γλώσσα της φωτιάς, τη ζωή του να παφλάζει/ να του μιλάει μ’ αλλιώτικη σιωπή και με τις λάμψεις»: η γλώσσα της φωτιάς δεν είναι μόνο οι φλόγες στο τζάκι, αλλά είναι και η φλεγόμενη ζωή, που περνάει μέσα από πύρινες λαίλαπες), αλληγορίες (η μικρή χανούμισσα γλιτώνει απ’ τους Έλληνες στρατιώτες χάρη στην παρέμβαση του δεκανέα τους, όμως στον τόπο του συμβάντος βρίσκεται και ο ναός του Αγίου Τιμοθέου, στον οποίο αποδίδεται η αποτροπή του κακού: «Άγιος σκοτώνει πάντοτε τον δράκοντα»).
Η διαχρονικότητα των πραγματευόμενων συνθηκών υποστηρίζεται από τον ποιητή όχι μόνο σε πλαίσιο ιστορικό αλλά και σε πλαίσιο λογοτεχνικό, μέσα από τη συνομιλία του με την παράδοση της ελληνικής λογοτεχνίας. Πέρα από την υποδήλωση του Ομήρου, ο Κοσμόπουλος συνομιλεί συστηματικά με το δημοτικό τραγούδι, είτε με την προσωποποίηση στοιχείων της φύσης («Κι έχει δέντρο η πέτρα δίπλα σκοτεινό/ που όλο γέρνει και λυγίζει ναν τονε σκεπάσει./ Μαύρο γνέθει τη σιωπή του στο πρωινό/ να του υφάνει χλαίνη φύλλων απ’ τα δάση») είτε επικαλούμενος ήρωες των δημωδών ασμάτων (περίπτωση Διγενή Ακρίτα: «Αλλά, ψυχή μου, ό,τι σ’ ανάθρεψε στοχάσου/ με κόκκινο κρασί και σέρτικο τσιγάρο./ Τα μάτια σου το φως του να μη χάσουν/ γιατί στ’ αλώνια τον γονάτισε τον χάρο» και «Εγώ είμαι δικασμένος συγγενής σου/ των ίσκιων Δον Κιχώτης, Διγενής σου»).
Άλλοτε οι συνθέσεις του ποιητή ανακαλούν τη λόγια ποιητική παράδοση. Οι στίχοι «Γιατί κι η μνήμη είναι τσακάλι διψασμένο/ και λαχανιάζει με τη γλώσσα έξω/ […] Μ’ αντί νερό της λησμονιάς/ μαύρο κυλάει το αίμα» υποδεικνύουν τον Λορέντζο Μαβίλη («Λήθη»). Στους στίχους «Κι άλλοτε πεταλούδες με σκληρή τη μοίρα/ πέφτουνε πριν προλάβουν να πετάξουν./ Γιατί στα τρυφερά φτερά τους να χαράξουν// προλάβαν οι γεννήτορες πικρή μια κλήρα./ Κι αλέθονται, όπως στάρι για να στάξουν/ πάνω στα κόλλυβα, με αίμα, όσα χάσουν» ενεργοποιούνται οι σεφερικές μυλόπετρες («Ελένη»). Οι αδικαίωτοι νεκροί της ατελεύτητης περιπέτειας («Εδώ γυρίζουμε κρυφοί μες στα μουγγά βουνά, νυχτοήμερα στην Αρμυρή την Έρημο – δεν τέλειωσε ποτέ») απηχούν τα παπαδιαμαντικά ατέλειωτα «πάθια» και «καημούς» του κόσμου («Το μοιρολόγι της φώκιας»). Η δε «πατρίδα γριά και άσπλαχνη κι απούσα…» στέκει πλάι στη «φοβερή πατρίδα» του Γιώργου Μαρκόπουλου, τον οποίο αλλού αναφέρει ρητά ο Κοσμόπουλος, αφιερώνοντάς του το ποίημα «XI [Σταθμός]», όπου με μοναδικό σεβασμό προς τον συντοπίτη του ποιητή, κι αποτίοντάς του φόρο τιμής, ο Κοσμόπουλος ανασυνθέτει τη φθίνουσα επαρχία του Μαρκόπουλου, με τα ΚΤΕΛ και τους σιδηροδρομικούς σταθμούς των αναχωρήσεων προς το πουθενά και τον θάνατο.
Από τις συνομιλίες του Κοσμόπουλου δεν απουσιάζουν ούτε εκείνες με τον εαυτό του. Οι οθόνες των κινητών τηλεφώνων και των υπολογιστών, καθώς και οι κεραίες εκπομπών, που έχουν απασχολήσει τον ποιητή και στις προηγούμενές του συλλογές (Θέριστρον και Pixels), επανέρχονται κι εδώ: «Του λέω “υψώσανε κεραίες, σακατεύουν τον ορίζοντα. Με οθόνες φράζουνε το μέλλον, φαρμακωμένα ελιές κι αμπέλια. Τα παιδιά μας, άλλες φυλές. Κι ο τόπος, δες, ξερόφυλλο μες στου Βοριά τα κύματα”». Το σχόλιο του Κοσμόπουλου αποκτά πλέον και οικολογική διάσταση, χωρίς ασφαλώς να απουσιάζει η σκληρή κριτική απέναντι στις επιχειρούμενες μορφές χειραγώγησης και τα ενεργούμενά τους: «Κρυμμένοι οι πορνοβοσκοί, κοράκια κι αγωγιάτες/ κοπάδια σέρνουνε, τυφλά τα πλήθη, από κρυφές οθόνες/ κι από υπόγειους πύργους ελέγχου, μαστιγώνουνε τις πλάτες/ δούλων που σφίγγουνε τα δόντια με ψυχές ανήμπορες και μόνες».
Η διαιώνιση κάθε ακανθώδους συνθήκης που αφορά το έθνος οδηγεί τον ποιητή, στο πλαίσιο και της λογοτεχνικής του, πέραν της ιστορικής, πραγμάτευσης, να προσδώσει στην παρούσα συλλογή και μια διάσταση τραγωδίας, όπως υποδηλώνουν οι επιλογές τού «προοιμίου», της «Παρόδου» ή των «Στάσεων», που παραπέμπουν σε στάσιμα. Η ιστορική διάσταση υπηρετείται από τον χαρακτήρα μαρτυρίας μιας σειράς ποιημάτων όπως οι «Ηχογραφήσεις». Η διάθεση μουσικότητας διέρχεται από τιτλοφορήσεις ποιημάτων όπως «Ασματίδιον» ή «Fuga», ενώ οι πραγματεύσεις αξιοποιούν όλο το εύρος των μορφών, από στίχους μετρικούς, όπως οι δεκαπεντασύλλαβοι, κι από τα ποιήματα συγκεκριμένης φόρμας, όπως τα σονέτα, μέχρι τα ελευθερόστιχα και, ακόμη περισσότερο, τα πεζόμορφα. Ο Κοσμόπουλος, πιστός στην «οργανική συνέχεια ανάμεσα στην εμμετρότητα και τον μοντερνισμό»,[i] επιμένει στιχουργικά στο γόνιμο μπόλιασμα των έμμετρων μορφών από τις κατακτήσεις του μοντερνιστικού ελεύθερου στίχου, υπονομεύοντας μέτρο («Κι όταν σχωρέθηκε μαραζωμένη η κυρά του»: η τομή μεταξύ πρώτου και δεύτερου ημιστιχίου στον δεκαπεντασύλλαβο στίχο τοποθετείται τολμηρά εντός της μετοχής «μαραζωμένη») και ομοιοκαταληξία («στοχάσου-χάσουν» ή «Αιολίδας-καταιγίδα») για να προκρίνει τη στιχουργική ευλυγισία μιας σύγχρονης, φρέσκιας ποιητικής αντίληψης, μακριά, όπως το ’χει υποστηρίξει και θεωρητικά, από την «άγονη μιμητική αναπαραγωγή παλαιών παραδοσιακών μορφών» κι από κάθε «ρετσέτα προς αναμηρυκασμόν».[ii]
Σ’ αυτήν την αδιάσπαστη ενότητα διανοημάτων και φόρμας εντάσσεται εντέλει και ο τίτλος της συλλογής, ο οποίος, στην ολοκλήρωση πια της ποιητικής διαδρομής, δεν προσεγγίζεται μόνο ως η μάρκα των τσιγάρων ή η πορεία του ίδιου του ελληνικού έθνους, αλλά αποκαλύπτει πλέον και μία ακόμη λογοτεχνική του λειτουργία: την πικρή, πικρότατη ειρωνεία, δεδομένου πως το περιεχόμενο του όρου «εξαιρετικά» διαψεύδεται από τον διχασμό, την αμνησία, την κατάπτωση, την ανεπάρκεια, γενικώς απ’ όλα όσα ταλανίζουν δίχως σταματημό το ελληνικό έθνος στην πορεία του, και καθιστούν τον τίτλο μα και ολόκληρη τη συλλογή σχόλιο δηκτικότατο και ακυρωτικό κάθε αβάσιμης εθνικής μεγαλοφροσύνης.
Γιάννης Στρούμπας
[i] Δημήτρης Κοσμόπουλος, «Ο ποιητής Δημήτρης Κοσμόπουλος στην “Ε”: “Όλοι μας τελούμε μέσα στο καθεστώς της απέραντης αλληλεγγύης των νεκρών με τους ζωντανούς”», συνέντευξη στη Γιούλα Σαρδέλη, Ελευθερία [Καλαμάτας], 12/12/2021, https://eleftheriaonline.gr/local/politismos/synentefkseis-parousiaseis/item/259149-o-poiitis-dimitris-kosmopoulos-stin-e-oloi-mas-teloyme-mesa-sto-kathestos-tis-aperantis-allileggyis-ton-nekron-me-tous-zontanoys, προσπελάστηκε στις 15/8/2024.
[ii] Δημήτρης Κοσμόπουλος, «Δημήτρης Κοσμόπουλος: Η ποίηση δεν είναι διοργάνωση καλλιστείων», συνέντευξη στην Πόλυ Κρημνιώτη, Η Αυγή, 4/2/2019, https://www.avgi.gr/tehnes/300367_i-poiisi-den-einai-diorganosi-kallisteion, προσπελάστηκε στις 15/8/2024.