Για την ημέρα της γυναίκας, επιλογή ποιημάτων τεσσάρων Ελληνίδων ποιητριών που γεννήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα

Οι Ελληνίδες γράφουν ποίηση ήδη από την αρχαιότητα. Η ποίηση φαίνεται να είναι κομμάτι του DNA τους και καλό είναι να τιμούμε πού και πού τους κρίκους του. Για την αυριανή ημέρα της γυναίκας λοιπόν, επιλέξαμε τέσσερα ποιήματα από ισάριθμες Ελληνίδες ποιήτριες, όχι όλες ιδιαίτερα γνωστές, που ανθολογήθηκαν από την Αθηνά Ταρσούλη το 1951. Από τον πρόλογό της στη σχετική έκδοση (με τίτλο Ελληνίδες ποιήτριες) αντιγράφω: «Η τέχνη γενικά δεν κάνει διάκριση φύλου και πατρίδαςˑ ό,τι μπορεί να δημιουργήσει ένας άντρας με δυνατό ταλέντο μπορεί και μια εξίσου ιδιαίτερα προικισμένη από τη φύση γυναίκα να το κατορθώσει, βάζοντας αναλόγως και μιαν αρρενωπή σφραγίδα στο δημιούργημά της. Τέτοιες ποιήτριες ήταν στη Γαλλία η Άκερμαν και στην Ιταλία η Άννα Νέγκρι. Παρ’ όλα αυτά την ποίηση απαραίτητο στοιχείο είναι και κάποια εσωτερική λεπτή ευαισθησία, εκείνη η «θηλυκότητα», όπως είπε κάπου ο Γκαίτε, που πάντα σαν κάτι δυνατό και ωραίο μυστικά κυοφορεί ζητώντας να του δώσει έκφραση, που φυσικά παίρνει από μόνη της μορφή ποιητική».

Αυτά, 75 χρόνια πριν! Αλλά ας δούμε τις τέσσερις ποιήτριες που επιλέξαμε. Πρώτη είναι η Ελένη Λάμαρη (1878-1912) που γεννήθηκε στην Αθήνα και έτυχε να γνωρίσει τον Ζακυνθινό ποιητή Στέφανο Μαρτζώκη, με τον οποίο τη συνέδεσε «βαθύτατο ερωτικό αίσθημα». Το 1911 εξέδωσε την ποιητική συλλογή της με τίτλο Ποιήματα, από όπου και το ακόλουθο:

ΣΚΟΤΑΔΙ-ΦΩΣ

Ολόμαυρο το σύννεφο πυκνώνει,
το πρωτοβρόχι έρχεται μ’ ορμή,
κι απ’ τη μαυρίλα που τα ουράνια ζώνει

γοργόφερη περνάει η αστραπή.

Από μακρυά κάποιο ένα φως απλώνει
τρεμουλιαστή φωτιά στη σκοτεινή
την όψη εδώ της γης που φανερώνει

κάτι που και σβησμένο μια στιγμή,

Κάτι που ακόμα ζη μες στο σκοτάδι,
το έρημο αυτό φως το σιωπηλό

ωσάν να βγαίνει απ’ της ψυχής τον Άδη!

Είναι λαμπάδα όπου αχνά φωτίζει
συντρίμμια απ’ της ζωής το σπαραγμό

ή νους που στο σκοτάδι λαμπυρίζει;

Όταν πέθανε η Ελένη Λάμαρη, μόλις μία χρονιά μετά, ο Στέφανος Μαρτζώκης χάραξε στην επιτύμβια πλάκα της τα λόγια: «Ελένη Σ. Λάμαρη, 1878-1912. Ποιήτρια και μουσικός. Επέθανε με τους φρικτότερους πόνους στο σώμα και τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχή». Μετά από 15 χρόνια, ο ποιητής Καρυωτάκης, βλέποντας τον χορταριασμένο τάφο της Λάμαρη, έγραψε το πένθιμο τρίστιχο:

Και μια πλάκα στη χλόη μισοσβησμένη
-Έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Άδης-

Να η Λάμαρη, ποιήτρια ξεχασμένη…

 

Ακολουθεί η Αιμιλία Κούρτελη-Δάφνη (1881-1941). Με αυτήν, έκλεισαν οριστικά «οι πόρτες της ξεπερασμένης πια γυναικείας ποίησης του παλιότερου νοσηρού ρομαντισμού, για να ανοίξουν νέοι κι ολόφωτοι ορίζοντες γύρω από το νεοελληνικό τραγούδι, που από δω και πέρα θ’ ανθίσει στην ψυχή της γυναίκας γεμάτο ζωή, φρεσκάδα και ομορφιά», όπως σημειώνει η Αθηνά Ταρσούλη. Η ποιήτρια γεννήθηκε στη Μασσαλία το 1881. Ο πατέρας της (άριστος δημοσιογράφος της εποχής του) εξέδιδε μια γαλλόφωνη εφημερίδα και κρατούσε το σπίτι του ανοιχτό σε όλους τους Έλληνες που περνούσαν από εκεί. Ένας τέτοιος περαστικός ήταν ο Αχιλλεύς Παράσχος, αγαπητός και γνωστός τότε ποιητής, ο οποίος προσφέρθηκε να βαφτίσει την Αιμιλία που ήταν ακόμη μωρό. Και όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα, η Αιμιλία επισκεπτόταν συχνά τον νονό της στο σπίτι του όπου μαζεύονταν ο Ροΐδης, ο Παλαμάς, ο Κορομηλάς, ο Λάμπρος και άλλοι. Το 1911 η Αιμλιία παντρεύτηκε τον ποιητή και συγγραφέα Στέφανο Δάφνη (κατά κόσμον Θρασύβουλο Ζωϊτόπουλο) και μπόρεσε να αφοσιωθεί στην ποίηση αλλά και στη συγγραφή γενικότερα, αφού έγραψε και μυθιστορήματα. Κριτικές για το έργο της έγραψαν πολλοί, μεταξύ αυτών και ο Τέλλος Άγρας. Αλλά και ο Κωστής Παλαμάς προλόγισε την ποιητική συλλογή της Χρυσά κύπελλα, από την οποία μεταφράστηκαν πολλά ποιήματα σε ξένες γλώσσες και προέρχεται και το ακόλουθο ποίημα:

ΓΥΝΑΙΚΑ

Ξεκίνησα απ’ τα βάθη των αιώνων
με την υδρία στον ώμο, ταπεινή Ρεβέκκα,
στη δίψα σου έγειρα να πιης, κι εμπρός σου

στέκω – συμβολική Γυναίκα…

Εσύ του νου τα θεία τα δώρα
μου σκόρπισες στα πόδια και στα χέρια,
κι άστραψε ο πόθος της ψυχής στα μάτια,

όπως στις σκοτεινές νυχτιές τ’ αστέρια.

Με την υδρία στον ώμο ακολουθώ σε
και με της βιβλικής γυναίκας την απλότη.
Κάμε από φως να φέγγει μου το βήμα

και απ’ τη σοφή χαρά μου η νιότη.

Έτσι μας τόγραψεν η μοίρα πάντα
μέσα στην πλάση, δυάδα τρισαγία,
εσύ του νου να μου σκορπάς τα δώρα

κ’ εγώ στη δίψα σου να γέρνω την υδρία.

Η Αιμιλία Δάφνη πέθανε το 1941 στο ήσυχο σπιτάκι της στα Πατήσια, όπου ζούσε σχεδόν αποτραβηγμένη από τον κόσμο, καλλιεργώντας, μαζί με την ποίησή της, και τα όμορφα λουλούδια της.

 

Η Ειρήνη Α. Δεντρινού (1879-1974) είναι μάλλον η πιο γνωστή σήμερα από την τετράδα, αφού έχουν επανεκδοθεί διάφορα βιβλία της και έχουν διασωθεί χειρόγραφά της. Η ποιήτρια γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Πατέρας της ήταν ο Γεώργιος Ζαβιτσιάνος και η μητέρα της καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια Βούλγαρη. Από νεαρή ηλικία έδειξε έντονο ενδιαφέρον για τα γράμματα. Ήδη το 1890 δημοσίευε κείμενα σε κερκυραϊκά έντυπα και την ίδια περίοδο επηρεάστηκε από τη γλωσσική θεωρία του Γιάννη Ψυχάρη. Σταθμός στη ζωή της στάθηκε η γνωριμία της το 1903 με τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, μέσω του οποίου ήρθε σε επαφή με το σοσιαλισμό, το φεμινισμό και τις ευρωπαϊκές φιλοσοφικές ιδέες της εποχής. Παντρεύτηκε τον πολιτικό Δενδρινό. Πραγματοποίησε διαλέξεις για τη δημοτική γλώσσα, το έργο του Διονυσίου Σολωμού, του Μαρίνου Σιγούρου, του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, του Γεράσιμου Μαρκορά, του Λορέντζου Μαβίλη και άλλα θέματα. Μέλος της εκδοτικής ομάδας της Κερκυραϊκής Ανθολογίας, συνεργάστηκε επίσης με το Νουμά, τη Νέα Εστία, την Ιόνιο Ανθολογία και άλλα έντυπα. Ας δούμε ένα ποίημά της:

ΓΕΡΟΝΤΟΚΟΡΗ

Ύφαινε πάντα ακούραστη και μόνη
και με φωνή θλιμμένη τραγουδούσε,
συμπλέκοντας υφάκι και στημόνι

με τη σαΐτα που γοργά πετούσε.

Στιβαχτό σε κασέλλες καμαρώνει
το προικιό που καιρούς λαχταρούσε,
μα ατάραχα κυλούν, διαβαίνουν χρόνια,

και νιώθει πως του κάκου καρτερούσε

Του γάμου τ’ ονειρόφαντο στεφάνι…
Τα μαλλιά της τα χιόνια τα πυκνώνουν,

ζαρωματιές τα μάγουλα αυλακώνουν.

Μα τη συνήθεια της δουλειάς δε χάνει…
Σα μηχανή μπροστά στον αργαλειό της

υφαίνει τώρα πια… το σάβανό της.

 

Η τελευταία ποιήτρια που θα φιλοξενήσουμε στο μίνι αυτό αφιέρωμα είναι η Δώρα Μοάτσου-Βάρναλη (1895-1979). Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και από την οικογένεια της μητέρας της πολλοί θεράπευαν τα γράμματα: μάλιστα ο ξάδερφός της Μανώλης Μαγκάκης ήταν ποιητής και μεταφραστής του Σαίξπηρ. Σπούδασε στη Σορβόννη στο Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με τον Ψυχάρη και κράτησε γιια χρόνια αλληλογραφία μαζί του. Εκεί όμως γνωρίστηκε και με τον Κώστα Βάρναλη, τον οποίο και παντρεύτηκε αργότερα. Πρωτοδημοσίευσε πεζά και ποιήματα στον Νουμά, καθώς και σε άλλα λογοτεχνικά περιοδικά. Τα έργα της εκτιμήθηκαν από τους πνευματικούς κύκλους και από την αυστηρή κριτική του τόπου μας. Ας δούμε ένα ποίημά της που μας δίνει μια πιο ερωτική οπτική της γυναίκας:

ΔΙΣΤΑΓΜΟΙ

Μου μήνυσες: «Το θέλω να σε δω».
Μα τρέμω να βρεθώ πάλι σιμά σου.
Εκείνη τη βαρειά, πυρή ματιά σου,
απάνω μου ξανά πώς θα δεχτώ:
Θε να ‘μαι μήπως πάλι το δειλό
κορίτσι, σαν και τότε που, στοχάσου,
δεν ήξερα να βρω στην αγκαλιά σου
του πόθου το γλυκό ξεδιψασμό!
Περνούν οι μέρες, κι όλο σε θυμάμαι!
Ήσουν σα μια λαμπάδα πυρωμένη,
κ’ η θύμησή σου ακόμη με θερμαίνει.
Να ‘ρθώ κοντά σου να σε δω… φοβάμαι!
Τώρα μες στης ζωής το μεσημέρι,
τις μαστοριές του χρόνου ποιος τις ξέρει;

 

 

 

Περισσοτερα αρθρα