Έμπλεο έρωτος και μυστηρίου το μυθιστόρημα της Χαράς Νικολακοπούλου, «Μήπως είδαμε το ίδιο όνειρο;», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χάρτινη πόλη (2024). Γραμμένο με γλώσσα γλαφυρή και χιούμορ, συνδυάζει την ερωτική με την υπαρξιακή αγωνία, το αστυνομικό με το gothic, ενώ διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος.
Ο κεντρικός χαρακτήρας, η Βέρα Καλογερά, είναι συγγραφέας. Επικοινωνεί κατά παράδοξο τρόπο -μέσω των ονείρων- με τον Κωνσταντίνο Αραβαντινό, διάσημο αστέρα του κινηματογράφου (ζει στο Παρίσι), έναν αντισυμβατικό χαρακτήρα που ασκεί σ’ εκείνη ανεξήγητη γοητεία. Δεν τον έχει συναντήσει στην πραγματική ζωή, γίνεται ωστόσο ο πνευματικός της καθοδηγητής, γράφει ένα μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή την προσωπικότητά του. Το βιβλίο γίνεται ταινία, ο Κωνσταντίνος θα υποδυθεί τον πρωταγωνιστή, αυτό θα σταθεί αφορμή να γνωριστούν και να ζήσουν έναν θυελλώδη έρωτα. Στην υπόθεση εμφιλοχωρούν εγκλήματα με αδιευκρίνιστους δράστες. Τα γεγονότα εκτυλίσσονται με αδιάλειπτο ρυθμό, οδηγούν σε στοχασμούς για τον έρωτα και τον θάνατο, το καλό και το κακό, την ψυχανάλυση, τη μεταφυσική.
Η υπόθεση κινείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο, στη φαντασία και τον ρεαλισμό, όπως και σε κλίμα διαρκούς αυτοαναφορικότητας. Στην κύρια πλοκή εκτυλίσσεται μια ακόμη πλοκή, αυτή του σεναρίου της ταινίας στην οποία πρωταγωνιστεί ο Κωνσταντίνος, έχουμε δηλαδή ένα έργο μέσα στο έργο, στοιχείο το οποίο η Νικολακοπούλου χειρίζεται με δεξιότητα, μεταπηδώντας παράλληλα από τους χώρους του «συμβολικού» στους χώρους του «φανταστικού» και αντίστροφα, τοποθετώντας στην κατάλληλη θέση τις προσημάνσεις, τις επιβραδύνσεις, τα αινίγματα, το μυστήριο, επιτείνοντας την αγωνία.
Η πλοκή ξεδιπλώνει μια ιστορία έρωτα η οποία θα παρέμενε ίσως τετριμμένη, δέσμια πιθανόν της λεγόμενης «ροζ λογοτεχνίας» («lit literature»). Η συγγραφέας ωστόσο προσθέτει στοχασμούς για τη ζωή και τον θάνατο –στοιχεία που προσδίδουν βάθος- εγκιβωτισμούς ιστοριών, λυρικές περιγραφές και μυστήριο, -στοιχεία που προσδίδουν λογοτεχνικότητα και σασπένς.
[…] Πόσο τρελή μπορεί να είναι μερικές φορές η ζωή; Τρελή και υπέροχη και απρόβλεπτη. Αρκεί να επιβιβαστείς στο πρώτο θαύμα που περνάει από μπροστά σου και να διασχίσεις μ’ αυτό τον ουρανό των προσδοκιών σου. […] (σελ. 167)
[…] Δεν κράτησε όμως πολύ εκείνη η μικρή ευτυχία. Το ίδιο βράδυ ένας δυνατός βοριάς σηκώθηκε ξαφνικά και σκόρπισε τα σύννεφα από τον ουρανό, σάρωσε τα ξερά φύλλα, που είχαν στρώσει παχύ χαλί στο χώμα. Χόρευαν οι κιτρινισμένοι δραπέτες μ΄ έναν στροβιλισμό σκέτο πανδαιμόνιο. Περικύκλωσαν το ταξί που άφησε στην πόρτα του πανδοχείου η γυναίκα με τα μεταξένια μαλλιά και τα ακριβά σκουλαρίκια. […](σελ. 190)
Η Νικολακοπούλου ψυχογραφεί με επιτυχία τα πρόσωπα της πλοκής, περιγράφει χωρίς επιτήδευση τις αγωνίες και τους προβληματισμούς τους. Σχολιάζει τον ρόλο των γονεϊκών αξιών και την επιρροή τους στην ανάπτυξη της προσωπικότητας των παιδιών, την ύπαρξη κοινωνικών και ταξικών αντιθέσεων στον γάμο, την απιστία, το να ξεφεύγεις από τα όρια, τον συντηρητισμό. Πραγματεύεται επίσης το θέμα του προσώπου και του προσωπείου, του «είναι» και του «φαίνεσθαι», της αυθεντικότητας και της ματαιοδοξίας. Δημιουργεί έναν πειστικό χαρακτήρα «σταρ» (τον Κωνσταντίνο), ναρκισσιστή εγωιστή, χειριστικό, διέπεται βεβαίως από επαγγελματισμό, στοιχεία που συνήθως χαρακτηρίζουν τις διασημότητες, ευάλωτο όμως και εύθραυστο ως άνθρωπο. Περνά πίσω από την εικόνα, σχολιάζει τη δημοσιογραφία και την τέχνη, τον εμπορικό και ποιητικό κινηματογράφο, στοχάζεται για τον έρωτα, το σεξ, τη λαγνεία, την αγάπη, την ηλικία, το πώς αντιμετωπίζουν τα θέματα αυτά τα δύο φύλα. Αναφέρεται στα τραύματα, στη διπλή φύση των πραγμάτων, στον έλεγχο της σκέψης, στις καρμικές δυνάμεις, στην ωριμότητα.
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, φυσική και ρέουσα, οι διάλογοι ζωντανοί και παραστατικοί, ο λόγος γλαφυρός με πλούσια εκφραστικά μέσα. Το μεταφυσικό στοιχείο (η δυνατότητα διανθρώπινης επικοινωνίας μέσω των ονείρων), προσδίδει ρομαντικές προεκτάσεις στο έργο, όπως και η διεξαγωγή μέρους της πλοκής σε γερμανικό κάστρο κοντά στο Μόναχο (παραπέμπει σε gothic ιστορία), ενώ ο περιορισμός της κινηματογραφικής ομάδας σ’ ένα πανδοχείο («του τρόμου») -σε χωριό με λιγοστούς κατοίκους κοντά στο Μόναχο- στο οποίο τα βράδια κυκλοφορούν μυστήριες σκιές, οδηγεί σε αστυνομικές ιστορίες της Άγκαθα Κρίστι.
Η Νικολακοπούλου διανθίζει με χιούμορ και παραμυθικά στοιχεία το έργο, παραλληλίζοντας με το παραμύθι της «Ωραίας Κοιμωμένης», στο οποίο προσδίδει ψυχαναλυτικές διαστάσεις. Σε κάποιο σημείο της αφήγησης συνεχίζει με ημερολογιακές καταγραφές (η χρονολογία: 2007), οι οποίες προσφέρουν υφολογική ποικιλία στο έργο χωρίς να μειώνουν την ένταση. Την τέχνη της συγγραφής ανάγει σε ανώτερο του έρωτα στοιχείο, δικαιώνοντας την ηδονή που προκαλεί, το νόημα που χαρίζει, την αθανασία. Συνομιλεί με τον Σεφέρη, τον Όμηρο, τους αρχαίους μύθους, η διακειμενικότητα συνιστά κυρίαρχο στοιχείο, εφόσον η παρουσία της μουσικής, του κινηματογράφου, της ζωγραφικής, της λογοτεχνίας, είναι διαρκής.
Το έργο της Χαράς Νικολακοπούλου «Μήπως είδαμε το ίδιο όνειρο;» είναι ένα αλληγορικό μυθιστόρημα με θέμα την ιστορία του καθενός από εμάς, τους ανθρώπους που πρωταγωνιστούν στις ζωές μας, τους γονείς, τους έρωτες, τις «δολοφονίες», τα «εγκλήματα», τους θανάτους, που συντελούνται κατά την εξέλιξή της. Επιδαψιλεύοντας μεταφυσική, ρεαλισμό, ψευδαίσθηση, μυστήριο, έρωτα, υπαρξιακή αγωνία, δημιουργεί ατμόσφαιρα γεμάτη ένταση. Η δύναμη της αφήγησης καταξιώνει τη συγγραφέα στον χώρο της μυθιστοριογραφίας.