Γνωρίζετε τον συγγραφέα Peter Flamm, κατά κόσμον Έριχ Μόσε (Βερολίνο 1891 – Νέα Υόρκη 1963);
Πιθανότατα όχι, αφού μόλις τον Φεβρουάριο του 2025 εκδόθηκε από το Μεταίχμιο το «ΕΓΩ;», έργο με το οποίο έκανε το λογοτεχνικό του ντεμπούτο ο συγγραφέας το 1926, προκαλώντας μεγάλη αίσθηση στο αναγνωστικό κοινό και στους κριτικούς. Η εξαιρετική μετάφραση και το κατατοπιστικό επίμετρο είναι της Μαρίας Μάντη.
Πρόκειται για ψυχολογικό θρίλερ, ασθματικό, παραληρηματικό με την εσωτερική φωνή του αφηγητή να παρασύρει τον αναγνώστη στην περιδίνηση της αγωνίας και της αμφισβήτησης του εαυτού του από τις πρώτες λέξεις μέχρι και το τέλος.
«ΟΧΙ ΕΓΩ, κύριοι δικαστές, ένας νεκρός είναι αυτός που σας μιλάει με το στόμα μου. Δεν είμαι εγώ που στέκομαι εδώ, δεν είναι δικό μου αυτό το χέρι που σηκώνεται, δεν είναι δικά μου τα μαλλιά αυτά που τώρα έχουν ασπρίσει, δεν είναι δική μου πράξη αυτή, δεν είναι δική μου πράξη».
Γραμμένο μέσα στη ζοφερή ατμόσφαιρα που επικρατούσε μετά το πέρας του Μεγάλου Πόλεμου (1914 – 1918), επιχειρεί να αποτυπώσει το βαθύ τραύμα του στρατιώτη Χανς που επιστρέφει από τα πεδία των μαχών, και δη του Βερντέν, σε αυτό που υποτίθεται ότι ήταν κάποτε το σπίτι του. Οι φρικαλεότητες που βίωσε στο μέτωπο έχουν κυριολεκτικά διαλύσει κάθε πρότερη βεβαιότητα, οδηγώντας τον σε σύγχυση και αποξένωση από κάθε τι οικείο.
«…Εγώ ο ίδιος δεν είμαι πια εγώ; Αυτός που κοιτάζει από τα μάτια μου, αυτό που αγγίζουν τα χέρια μου, οι σκέψεις μου, οι δικές μου σκέψεις – δεν είναι πια δικές μου;»
Ο Χανς είναι ένας επιτυχημένος χειρουργός που άμα τη επιστροφή του αναγνωρίζεται από τη γυναίκα του Γκρέτε και τους φίλους του, καθώς και από τους ανθρώπους του εργασιακού του περιβάλλοντος. Στον ίδιο, όμως, μπορεί όλα να είναι γνωστά αλλά τα αισθάνεται ανοίκεια. Το κάθε τι είναι υπό αίρεση στη σκέψη του. Τι του συμβαίνει; Μήπως ο πόλεμος τον μετέτρεψε σε κάποιον άλλο; Ή μήπως πρόκειται για έναν διαφορετικό άνθρωπο που έχει πάρει τη ζωή του Χανς;
Ακολουθώντας τον παραληρηματικό εσωτερικό του μονόλογο, ο αναγνώστης βυθίζεται στη ροή της διαταραγμένης συνείδησής του με τα συνεχή σκαμπανεβάσματα τόσο των συναισθημάτων όσο και της αντίληψης της πραγματικότητας και γίνεται κοινωνός μιας διασπασμένης εσωτερικής ζωής, έμπλεης αγωνίας και αλλεπάλληλων ερωτηματικών.
Όσα θυμάται είναι άραγε αυτά που έζησε; Ή μήπως είναι αυτός ο άλλος μέσα του που θυμάται; Και όπως κι αν έχουν τα πράγματα δεν έχει το δικαίωμα να ζήσει από εδώ και πέρα μια νέα ζωή;
Ο μοναδικός που δείχνει να διαισθάνεται το διαφορετικό που κατοικεί εντός του είναι ο Νέρο, ο σκύλος του σπιτιού που αντιδράει απρόβλεπτα στην παρουσία του.
Είναι ο Χανς ο χειρουργός που αναγνωρίζεται από όλους ή μήπως πέθανε την τελευταία μέρα του πολέμου στο πεδίο της μάχης και τη θέση του πήρε ο συμπολεμιστής του Βίλχελμ; Η υπαρξιακή του αγωνία αναιρεί διαρκώς κάθε λογικό συνειρμό. Ο Χανς παραπαίει ανάμεσα σε δύο ταυτότητες με τον γρήγορο παραλογικό ρυθμό του κειμένου να μεταβιβάζει άμεσα τον αναγνώστη από τη μια κατάσταση στην άλλη, εντείνοντας την ασάφεια και το παράλογο ενώ οι λέξεις μοιάζουν να μην επαρκούν να εκφράσουν το ανείπωτο.
Η δύναμη του «ΕΓΩ;» δεν έγκειται τόσο στην πλοκή του όσο στην ισχυρή μετάγγιση στον αναγνώστη της ρευστής ψυχικής κατάστασης του ομιλούντα την οποία έχει προκαλέσει η συμμετοχή του στον αιματηρό 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, εγείρει το ερώτημα εάν νεκροί δεν είναι μόνον αυτοί που έπεσαν στα πεδία των μαχών αλλά και αυτοί που επέζησαν;
Το »ΕΓΩ:» είναι ένα έργο με πολλαπλές ερμηνείες που παρά τα εκατό και πλέον χρόνια από τη συγγραφή του, παραμένει σύγχρονο και δυνατό με ποικίλες υπαρξιακές συγκινήσεις, όπως όλες οι σημαντικές λογοτεχνικές δημιουργίες.