«Εγκέφαλος Ψάρι» της Λίλιας Τσούβα

Πολλά γράφτηκαν και ακόμη περισσότερα θα γραφτούν για την ποιητική συλλογή της Λίλιας Τσούβα και τον ευφάνταστο τίτλο που διάλεξε, κανένα όμως – πιστεύω – δεν θα καταφέρει να φωτίσει στο σύνολό της τη δυναμική του δεύτερου ή τη σχέση του με το περιεχόμενο της συλλογής. Προσωπικά, θα αρκεστώ σε ένα σχόλιο: το ψάρι αυτό της Λίλιας μπορεί να πλέει σε δυσοίωνα νερά, είναι σίγουρα πάντως πολύχρωμο. Όσο για τον εγκέφαλο του τίτλου, πιστεύω πως δεν είναι ο δικός του.

Και εξηγούμαι: μολονότι η ποιήτρια δεν έχει διακρίνει ενότητες στη συλλογή της, μου είναι σαφές ότι υπάρχουν θεματικές ενότητες, οι οποίες ευθύνονται και για το παραπάνω σχόλιό μου.

Έτσι, η πρώτη, που περιλαμβάνει τα ποιήματα από τα «Λέπια ημέρας» μέχρι και το «Φεγγάρι», αλλά και μερικά ποιήματα που απαντούν σκόρπια πιο κάτω, περιγράφει τα δυσοίωνα (αν όχι δυστοπικά) νερά στα οποία πλέει το ποιητικό υποκείμενο. Στο πρώτο ποίημα, «Λέπια ημέρας» συναντάμε λοιπόν τους στίχους: «σκορπίνες/ στο δωμάτιο/ κοφτεροί βράχοι/ στο ταβάνι» (ποίημα «Ι»), «λευκοί καρχαρίες/ στη θάλασσα/ έρημος/ στον εγκεφαλικό φλοιό» (ποίημα «ΙΙ»), «μαύρα ελάφια/ μηρυκάζουν/ τη φαιά ουσία/ του/ εγκεφάλου/ μου» (ποίημα «IV»), «άγραφο καύκαλο χελώνας/ η μνήμη/ μελάνι μαύρο/ ο μυελός» (ποίημα «V»). Οι στίχοι αυτοί αποκαλύπτουν την εγκεφαλική βλάβη που διαπιστώνεται, αφού περιγράφουν μια μνήμη κενή και έναν εκφυλισμό που έχει φτάσει μέχρι το μεδούλι.

Στο ποίημα «Στον καθρέφτη», βλέπουμε το πρόσωπο το οποίο αφορά αυτή η κατάσταση, το οποίο δεν είναι άλλο από τη μητέρα του ποιητικού υποκειμένου: «ένα μαυροπούλι ράβει τη θλίψη/ με άχρωμη κλωστή/ η μητέρα/ καθρεφτίζεται/ σε αγχόνη δεμένη» («Ι»), «γράφει γράμματα ερωτικά/ η μητέρα […]/ αιώρηση πουλιού/ η μέρα της […]/ δάκρυα κύματα/ η ουρά του φουστανιού της» («ΙΙ»), «οι μέρες σπασμένης κιθάρας χορδές» («ΙΙΙ»).

Ο τρόπος που βιώνει το ποιητικό υποκείμενο την όλη κατάσταση με την άνοια της μητέρας της φαίνεται στο ομότιτλο της συλλογής ποίημα «Εγκέφαλος ψάρι». Εκεί βλέπουμε εύγλωττες φράσεις όπως «εντόσθια ψαριού/ τα όνειρά μου» («ΙΙ»), δηλαδή μαύρα και δύσοσμα, «πίνω κανάτες στάσιμο νερό. Η/ μοναξιά μου αμοιβάδα» («V»), «ομίχλη/ η σκέψη μου» («VI»), «τύμπανα με τρελαίνουν. Οι/ άνθρωποι που αγαπούσα/ στον άνεμο στροβιλίζονται» («VIII»).

Στη συγκεκριμένη θεματική ενότητα περιλαμβάνεται και το ποίημα «Ιτιά» που συναντάμε παρακάτω. Στην «Ιτιά» η μητέρα κατεβαίνει απ’ τον κορμό του δέντρου και μονολογεί: «Κρύο κάνει, είπε/ και σφράγισε ένα γράμμα/ με χοντρή δακρύων κλωστή./ Τα κοράκια κρώζουν/ ο βαρκάρης ζητάει συνέχεια κέρματα./ Στ’ αλήθεια έχω ξεχάσει τον δρόμο/ που μ’ επιστρέφει σπίτι». Αλλά και το ποίημα «Θάλασσα του αλατιού» που βρίσκεται ακόμη παρακάτω και στο οποίο το ποιητικό υποκείμενο αναφωνεί: «-Μαμά είσαι εκεί;».

Ακολουθεί μια δεύτερη ενότητα ποιημάτων, η οποία εκτείνεται εν πολλοίς από το ποίημα «Ο Μπόρχες στην Κνωσό» και φτάνει μέχρι και το ποίημα «Κίρκη». Σε αυτήν, μας δίνεται η ευκαιρία να διαπιστώσουμε για άλλη μια φορά το ζωηρό ενδιαφέρον της Λίλιας Τσούβα για τις ξένες κουλτούρες, τις παραδόσεις, τα έθιμά τους, αλλά και τη διαπραγμάτευση ονομάτων που έμειναν στην ιστορία για διάφορους λόγους.

Στην ενότητα λοιπόν αυτή συναντάμε τον Μπόρχες να έχει πάρει τη θέση του Θησέα στον μυθικό λαβύρινθο και να συναντά τον Μινώταυρο, ο οποίος του εξομολογείται το μεγάλο μυστικό: «Ασύλληπτος ο χρόνος/ και η μοίρα του ανθρώπου δεδομένη» («Ο Μπόρχες στην Κνωσό»). Δύο ποιήματα πιο κάτω («Tea time»), μια Κινέζα, η Σου, διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο καθώς ένας  κροταλίας κρύβεται «στις φυλλωσιές της μουσμουλιάς». Η Άννα Αχμάτοβα στοχάζεται για το εφήμερο των πραγμάτων, ενώ «μετρά το τέλος της αιωνιότητας» («Τέλος της νυν αιωνιότητας») και η Αλίκη από τη Χώρα των θαυμάτων, μέσα στο σουρεαλιστικό της δηλαδή περιβάλλον, διατείνεται πως τα πράγματα δεν θα αλλάξουν ποτέ: «με πύρινα χρώματα θα καίγεται το δειλινό,/ η κυδωνόπαστα θα ‘ναι και πάλι νόστιμη/ Ζευγάρια θα φιλιούνται παθιασμένα στα στενά./ Στη Νέα Υόρκη θα βρέχει ποιήματα».

Στο αριστουργηματικό ποίημα «Το παλτό», η γυναίκα που πρωταγωνιστεί συμπεραίνει τη ματαιότητα μιας ζωής όπου τα πάντα τα σκεπάζει ο θάνατος και, στις τελευταίες δύο στροφές, φορά το άδειο παλτό του σκοτωμένου άντρα της για να σταθεί μάνα και μαζί πατέρας στο ορφανό παιδί της. Στο εξίσου συγκλονιστικό ποίημα «Ubasute», υπακούοντας σε ένα παλιό ιαπωνικό έθιμο, ένας γιος οδηγεί τη μητέρα του βαθιά στο απόκοσμο δάσος Ubasute, για να την αφήσει εκεί να πεθάνει μόνη:

Στη διαδρομή,

εκείνη

σπάζει κλαδιά.

Τα σκορπάει.

Οδοδείκτες,

στον γιο της να επιστρέψει.

Δεν μιλάνε.

Κοράκια ολόγυρα, να

πετούν ψυχές, που

άκλαυτες αιωρούνται.

Ο γιος την αποθέτει στο χώμα.

Και οι δύο γνωρίζουν.

Στον τόπο αυτόν ποτέ

η Άνοιξη δεν θα ΄ρθει.

 

Το ποίημα «Ινφάντα Μαρία Τερέζα» είναι ένα σχόλιο για τη μεσαιωνική συνήθεια που ήθελε τις γυναίκες ευγενείς να παντρεύονται σε μικρή ηλικία πολύ μεγαλύτερούς τους συγγενείς εξ αίματος. Η συγκεκριμένη πέθανε στα 22 της χρόνια μετά από τέσσερις τοκετούς και τουλάχιστον δύο αποβολές: «Παιδούλα από/ το νεκροκρέβατο τις κούκλες της/ καλεί. Να παίξει». Από την άλλη, το ποίημα «Κασπάρ Χάουζερ 2020» μας θυμίζει τη θλιβερή ιστορία του Κασπάρ Χάουζερ που θεωρείται σύμβολο πολιτικής βίας, παιδικής κακοποίησης και κοινωνικής αδιαφορίας. Αντί για στενό κελί, στο ποίημα (το οποίο μιλά για έναν ιό «με άγνωστη καταγωγή» που προκαλεί «θάνατο μυστηριώδη», όπως ήταν άλλωστε και ο θάνατος του Κασπάρ, αλλά δεν μπορούμε να μη δούμε την ομοιότητα με τον κορονοϊό) ο Κασπάρ φαίνεται κλεισμένος σε κλουβί να αναρωτιέται «ποια η δυνατότητα αντι-/ κατάστασης του χαμένου χρόνου/ αφού ξοδεύεσαι δίχως αφή».

Το ποίημα «Γυναίκες φασιανοί» μοιάζει να αναφέρεται στο “pheasant vow”, δηλαδή τον όρκο του φασιανού όπως ονομάστηκε ο όρκος που έδωσε το 1454 στη Λιλ ο Δούκας της Βουργουνδίας Φίλιππος ο Καλός να συμμετάσχει στις Σταυροφορίες – ένας όρκος που δεν τηρήθηκε ποτέ. Στο ποίημα περιγράφεται η λαμπρή γιορτή που συνόδευσε τον όρκο: εκτός από το πλούσιο φαγοπότι, το θέαμα περιλάμβανε έξι γυναίκες με κεφάλι πουλιού που ανέβηκαν ημίγυμνες στην πασαρέλα, γνωρίζοντας πως από κάτω παραμονεύει ο κυνηγός, να κυνηγήσει «αριστοκρατικά για επιδόρπιο θηράματα».

Άλλα ποιήματα της ενότητας αφορούν επισκέψεις μύθων: «Ο άνθρωπος της θλίψης» μιλά για τον Πενθέα, τον οποίο διαμέλισε και έφαγε η ίδια του η μητέρα μετά τη μανία που της εμφύσησε ο θεός Διόνυσος, το ποίημα «Πάτροκλος στην Αγία Πετρούπολη» μιλά για τον ομοφυλοφιλικό έρωτα και το ποίημα «Κίρκη» μιλά για τη μυθική μάγισσα. Τέλος, στο ποίημα «Αρχαία γραφή» η γλαύκα της Αθηνάς μιλά σε κάποιον που πίνει το νερό της Στύγας και γίνεται αθάνατος.

Στην τρίτη θεματική ενότητα περιέχονται ποιήματα που μιλούν πιο πολύ για τον εαυτό και τη σχέση του με ένα ερωτικό αντικείμενο, αλλά και παρουσιάζουν σε όλη της τη δεινότητα τη σύγχρονη συνθήκη. Έτσι, στο ποίημα «Ειδικά γυαλιά» βλέπουμε μια «οξεία εμμονή που/ μ’ έκανε βαρύτατα/ για σένα να νοσώ» ή στο «Ασυνήθιστη περίπτωση τραύματος» τη βαθύτατη πληγή που παθαίνει το ποιητικό υποκείμενο την ημέρα που το αρνείται το αντικείμενο του έρωτά του. Την απόσταση μεταξύ των ανθρώπων πραγματεύεται το ποίημα «Πολύ μακριά» και την απουσία της αγάπης το ποίημα «Απουσία αγάπης», απ’ όπου και ο όμορφος στίχος: «Δάκρυα τον καθρέφτη του κόσμου ποτίζουν».

Το τελευταίο ποίημα της συλλογής («Κακοκαιρία») κλείνει με τους στίχους:

Φορώ το μαύρο μου παλτό.

Κι ένα καλύβι σας ζητώ με

καυσόξυλα μη

μου χτυπάει χειμώνας.

 

Το μόνο που ζητά το ποιητικό υποκείμενο είναι λίγη ασφάλεια. Θα έλεγα ότι είναι η φωνή της ίδιας της ποιήτριας που μιλά. Άλλωστε σε όλη τη συλλογή η ποιήτρια ήταν παρούσα με απόλυτη διαφάνεια: οι λύπες της, οι συνθήκες με τη μητέρα της που της στοιχίζουν, τα ενδιαφέροντά της, η στροφή προς τον εαυτό και τον άλλον, όλα ήταν εκεί. Σε μια κρυστάλλινη συλλογή-καθρέφτη που μιλά για ένα πολύχρωμο ψάρι το οποίο οι συνθήκες το βρήκαν να πλέει σε δύσκολα νερά.

 

Χριστίνα Λιναρδάκη

 

Περισσοτερα αρθρα